Κυριακή 31 Μαΐου 2020

pancakes_Evora 💗


Μετά από αυτό το ποστ, οι μισοί απο σας θα με διαγράψετε και θα με μπλοκάρετε, το ξέρω!🙃😆
Όμως, πειραχτήρι γαρ από την φύση μου, μου αρέσει να σας τσιγκλάω και, γι αυτό σας έκανα για σήμερα τα περίφημα pancakes του Evora Cafe Restaurant, η αναφορά των οποίων υπάρχει και στο τέλος της Εβόρας του συγγραφέα μας!🥞❤🌳

Pancakes

¾ του φλιτζανιού γάλα
2 κ.σ. λιωμένο βούτυρο
1 αυγό
1 φ.τ. άσπρο αλεύρι
2 κ.γ. μπέικιν πάουντερ
2 κ.σ. ζάχαρη μισό κουταλάκι του γλυκού αλάτι

Πώς γίνονται?

Χτυπάμε το γάλα με το αυγό και το βούτυρο. Σε άλλο σκεύος ανακατεύουμε το αλεύρι με το μπέικιν τη ζάχαρη και το αλάτι και τα προσθέτουμε στο πρώτο μείγμα, αναμειγνύοντάς τα πολύ καλά. Βουτυρώνουμε ελαφρώς το τηγάνι πάνω σε μέτρια προς δυνατή φωτιά, και ρίχνουμε 2 γενναίες κουταλιές της σούπας από το μείγμα. ΔΕΝ το απλώνουμε όμως σαν κρέπα, πρέπει να είναι παχουλό. Το αφήνουμε να ψηθεί καλά Από την μία πλευρά. Συνήθως είναι έτοιμο όταν η πάνω πλευρά αρχίζει να κάνει τρυπούλες το γυρίζουμε από την άλλη. Από το δεύτερο pancake και μετά, χαμηλώνουμε τη φωτιά για να μην καίγονται.
Ο χυλός πρέπει να είναι πιο πηχτός από αυτόν για τις κρέπες.
Σερβίρετε τα pancakes με πραλίνα φουντουκιού, μέλι και φρούτα, σιρόπι σφενδάμου και μπέικον ή όπως εσείς επιθυμείτε!
Καλημέρα και καλή Κυριακή σε όλους!!!

Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

...


Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά
που λένε τα γραμμένα,
τo ‘να σκοτώθηκε, τ’ άλλο λαβώθηκε
δε γύρισε κανένα.

Για τον μαρμαρωμένο βασιλιά
ούτε φωνή, ούτε λαλιά.
τον τραγουδάει όμως στα παιδιά,
σαν παραμύθι η γιαγιά.

Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά
που λένε τα γραμμένα,
το `να σκοτώθηκε, τ’ άλλο λαβώθηκε
δε γύρισε κανένα.

Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά,
δυο πετροχελιδόνια,
μα εκεί εμείνανε κι όνειρο γίνανε
και δακρυσμένα χρόνια.

Για τον μαρμαρωμένο βασιλιά
ούτε φωνή, ούτε λαλιά.
τον τραγουδάει όμως στα παιδιά,
σαν παραμύθι η γιαγιά.

Συνθέτης: Καλδάρας Απόστολος
Στιχουργός: Πυθαγόρας

Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Για ενυδάτωση στα χέρια μας


Ένας απλός τρόπος να ενυδατώσουμε τα χέρια μας και να κάνουμε συγχρόνως ένα υπέροχο peeling.
Βάζουμε λίγο ελαιόλαδο στα χέρια μας και μια κουταλιά του γλυκού ζάχαρη. Κάνουμε μασάζ με κινήσεις σαν να πλένουμε τα χέρια μας για 15 λεπτά.
Ξεβγάζουμε με χλιαρό νερό.
Τα χέρια σας θα γίνουν σαν μωρού παιδιού.
Το έχω δοκιμάσει και είναι πραγματικά καταπληκτικό !!! ❤

Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

❤❤❤


« Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά...»

Οδυσσέας Ελύτης – Ο μικρός ναυτίλος


Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Tσηζ κέικ


Tσηζ κέικ (συνταγή της φίλης Κατερίνας)
Υλικά
3 γιαούρτια compleet 2% λιπαρά 1 ζαχαρούχο γάλα 1 πακέτο πτι μπερ ολικής 3/4 Βιτάμ 2-3 κουταλιές λεμόνι μαρμελάδα βύσσινο


Εκτέλεση Θρυμματίζω τα μπισκότα το μούλτι και στη συνέχεια τα τοποθετώ σ ένα στρογγυλό ή τετράγωνο πυρέξ.

Λιώνω το βιτάμ και το ρίχνω στα μπισκότα τα οποία στρώνω στο πυρέξ. και τα ψήνω για 10' στους 180 βαθμούς.

Κατόπιν χτυπώ τα γιαούρτια, το ζαχαρούχο και το λεμόνι για 2-3 λεπτά να γίνουν μια κρέμα την οποία προσθέτω πάνω τα μπισκότα.

Και το ξαναβάζω το πυρέξ στο φούρνο για περίπου 5 λεπτά μέχρι να πήξει η κρέμα.

Όταν κρυώσει η κρέμα βάζω τη μαρμελάδα..

Διατηρείται στο ψυγείο..

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Η καμπάνα του Πόντου, του Φίλωνος Κτενίδη

19 Μαΐου δεν ξεχνώ την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου! 

Η καμπάνα του Πόντου, του Φίλωνος Κτενίδη



Ένα πουλί, μαύρο πουλί, μαύρο όπως η νύχτα,
ολονυχτίς τριγύριζε ολόγυρα στο κάστρο,
στο κάστρο, στα καστρότειχα, της μαυρο-Τραπεζούντας,
πούχε τις ρίζες στο γιαλό και την κορφή του στ’ άστρα,
πούχε δέκα καστρόπορτες κι όλες χαλκοδεμένες,
κι απέξω απ’ τις καστρόπορτες, ορμάνια* και ποτάμια,
που έδεναν και έλυναν, γιοφύρια σιδερένια…

Όλο το κάστρο έλαμπε, σαν όπως λάμπει ο ήλιος,
και το παλάτι άστραφτε, σαν φεγγαροδιαμάντι,
του βασιλιά το ανάκτορο, των Κομνηνών φωλέα
που ήταν τρανή και θαυμαστή, κάστρο πάνω στο κάστρο…

Κάποτε έγινε σεισμός κι η γης όλη εσείστη
κι έναν Δεκαπενταύγουστο και μία μαύρη μέρα
πήραν τα καστροκλείδια του, το κάστρο εγκρεμίστη…
μείναν οι πόρτες ανοιχτές, παλάτι δίχως θρόνο,
και δίχως τους παλατιανούς και δίχως βασιλέα
… το κάστρο το θεόρατο έγινε κοιμητήρι…

Χρόνια ήρθαν και φύγανε, καιροί ήρθαν και πάνε…
…ένα πουλί, μαύρο πουλί, μαύρο όπως η νύχτα,
ολονυχτίς τριγύριζε γύρω στα καστροπόδια,
που έμεναν έρμα κι άκληρα, παντού σαύρες γεμάτα…

Ολονυχτίς τριγύριζε, με τα φτερά ανοιγμένα,
και την αυγή σταμάτησε κι έκατσε σε μιαν άκρη
μονάκριβου όρθιου καδρονιού, δίχως επανωθύρι,
απομεινάρι παλατιού, που γέμισε τσουκνίδες…

Κοιτάει επάνω, χαμηλά, κοιτάει εμπρός και πίσω…
τεντώνει πέρα το λαιμό σ’ Ανατολή και Δύση,
κι ευθύς ξεπουπουλιάζεται ωσάν γυναίκα χήρα,
κι αρχίζει να μοιρολογά μ’ ανθρώπινη ομιλία...

“Εσείς οι πλάκες οι άχαρες, μάρμαρ’ αφορισμένα,
"με μονοκέφαλους αητούς και μίτρες βασιλιάδων
"μ’ εγκόλπια πατριαρχών και σταυρούς δεσποτάδων,
"με τα σπαθιά από στρατηγούς, λάβαρα καπετάνιων...
"Μάρμαρα τι σκεπάζετε ολόκληρο ένα έθνος,
"αποσκεπάστ’ ευλαβικά τους άγιους τους τάφους.
"Το χώμα ν’ ανασηκωθεί μ’ ανάλαφρο αέρα,
"που βγαίνει απ’ τ’ αναφυλητό κι από το μαύρο κλάμα,
"για να’ βγουν οι αποθαμέν’ κι οι ζωντανοί να μπούνε…

"Οι ζωντανοί που αφήσανε την γη την γενεθλία
"και φορτωθήκαν τις στενές, τις νεκρικές κασέλες,
"και φόρεσαν τα σάβανα και μπήκανε στο δρόμο,
"στο δρόμο τον αγύριστο και στου χαμού τον δρόμο...

«…Ο ουρανός εμαύρισε και παραχαμηλώνει,
ο αγέρας παραπύκνωσε κι έγινε σαν ομίχλη,
και τα βουνά γιομίσανε, οι ρεματιές κι οι κάμποι
τα ακρογιάλια τα υγρά και οι ξεροί οι λόφοι,
καπνό από θυμίαμα και μύρο από λιβάνι,
βοή κατάρας φοβερή, βοή Θεού ικεσίας.

«Αλλοίμονό μου, αχ κι έρχονται.. Αλλοίμονο…φανήκαν...

«Μπροστά πάν' οι ‘κοδέσποινες, μπροστά και οι νυφάδες
«μοιρολογούν νοικοκυρές και κλαίνε τα κορίτσια
«κι ακολουθούνε οι αντροί, γέροι και παιδοπούλια.

«Καθώς δακρύζουν με λυγμούς, κλάματα και κατάρες,
«οι βράχοι που αντιλαλούν, οι κάμποι που αφουγκράζουν,
«θαρρείς κι ανασηκώνονται, θαρρείς κι ανασαλεύουν,
«θαρρείς πως επιαστήκανε κι’ εκείνοι και σιμώνουν…

«Κρίμα σ’ εμέ κι αλλοίμονο… Τα μάτια μου τι βλέπουν…

«Πως περπατούνε οι νεκροί και κάνουν λιτανεία,
"με τ’ άγια τα εξαπτέρυγα, με τα κεριά αναμμένα,
"με τους σταυρούς τους ξύλινους, στα λείψανα που βγάζουν
"μακρυά…μαύρα…και τρανά, ψηλά σαν κυπαρίσσια.»

Ποιοι είν’ αυτοί που γέμισαν της Ζύγανας τη στράτα
κι έγινε η στράτα ποταμός απ’ τα πολλά τα δάκρυα;
τα ελάτια δάκρυα πίνανε κι έγιναν κυπαρίσσια
και την εγονατίσανε απ’ του καημού το βάρος…

Σαν γέρος χιλι-ό-χρονος, το Καν το ασημένιο
πάει μπροστά κι ακολουθούν η Χάκαξα κι η Άτρα,
η Χάρσερα, η Χερίανα, η Άρδασα, η Χόπσα
με τα χωριά τους τα μικρά, με τα κεφαλοχώρια
με τις πολλές τις εκκλησιές και με τα μοναστήρια...

Ο Αη Γιωργης τα παιδιά γεννά, σκιές γεννά ο Γουλάτης
το μαύρο το Καράκαπα κι άλλο πιο μαύρο εγίνη,
μπροστά πηγαίνει το Σταυρί κι η Μούζαιν’ από πίσω
με το Παρτί, τη Βαρενού και το Λυκάστ παρέα...
μαζί η Μασούρα πιο μπροστά και το χωριό του  Άη Γιώργη,
κι όλα τα κάστρα και χωριά, που βρίσκονταν τριγύρω...
Ο Κασκαμπάς εβούϊξε, σείστηκε το Μετζίτι,
και στου Άη Παύλου το βουνό, μεγάλη μπόρα εγίνη
και ταραχτήκαν τα νερά της λίμνης και φουσκώσαν
και χύθηκαν και γέμισαν μαύρο νερό τον τόπο…

Μέσ’ στην αντάρα έκλαιγε ο Άη Ζαχαρίας,
σαν του φιδιού το σφύριγμα και Κόλασης αέρα
το κλάψιμο εγέμισε όλα τα γύρω δάση…
…Αγρίεψε απ’ το σφύριγμα η ομίχλη και διελύθη…
Θέ μου! Ποιοι νάναι που φανήκανε και μπήκανε στη στράτα;

Η Κρώμνη της χαράς πουλί, του τραγουδιού η μάννα,
Μωρού κασέλα έφτιαξε, από της λύρας ξύλο,
Έφτιαξε χίλια δέματα απ’ τις χορδές της λύρας,
Κι η άμοιρη φορτώθηκε την κάσα της ψυχής της…

Και αρχίνισε το κλάψιμο και τη μοιρολογία…

Ο Άη Παύλος έσκυψε, γονάτισε ο Ταύρος,
Το Μετζίτι χαμήλωσε, ο Κασκαμπάς γκρεμίστη,
Και τα Καμένα τα έρημα στέκουν και αφουγκράζουν…
Αφουγκράζουν και θλίβονται, και κλαίν όλοι αντάμα…

«Δείξε μας Θέ μ’ την δύναμη’ ς!… Χριστέ'μ κάνε το θάμα’ ς!
»Κάνε με πέτρινο γκρεμό, σαν τα Αλογοστάρια,
»Κάνε με πράσινη πλαγιά, σαν όπως τα Λειβάδια,
»Κάνε με ασάλευτο βουνό, σαν όπως τον Άη Παύλο.

»Να μην μπορώ να περπατώ, στον τόπο μου να μείνω…

»Τους κήπους μου έχω απότιστους, αθέριστα χωράφια…
»Πρόβατα έχω ανάρμεχτα, και γίδια να αρμέξω,
»γελάδες θέλουνε τροφή, νεράκι τα αρνιά μου!…
»και τα σκυλιά γαυγίζουνε και το φαϊ αναμένουν…
»Άφησα πόρτες ανοιχτές, πόρτες και παραθύρια
»Θα έμπει ο αέρας κι ο άνεμος, θα σβήσουν την καντήλα.

«Δείξε μας Θέ μ’ την δύναμη’ ς!… Χριστέ ‘μ κάνε το θάμα ‘ς!
»Κάνε με ποταμόπετρα βαριά του καταρράκτη,
»Κάνε με σπήλαιου κατωθύρ’, στην γη καταχωμένο,
»Μικρό λιθάρι κάνε με, αν θες κάνε με χώμα.
»Θεέ μου κάνε με ότι θες… Μόνο στον τόπο μου άσε ‘μ.
»Άσε με εδώ για να θαφτώ, στον τόπο που εγεννήθην,
»στο μνήμα όπου έθαψα και μάννα και πατέρα…»

Κι ως μίλαγε κι ως έκλαιγε και ως μαλλιοτραβιούνταν
ήρθε και στέκει δίπλα της η καλοαδελφή της,
νοικοκυρά η Γίμαιρα απ’ τις Κορακοφώλιες.

Απ’ τον Άη Γιάννη όπου αρχινούν, κι έρχονται στην Σαράντων…
Τα δάκρυά τους ενώθηκαν και γίνηκαν ποτάμι…
Και μπήκαν μες στον ποταμό, στην πλήμμυρ’ απ’ τα δάκρυα…

Η πλήμμυρα κατέστρεψε τριγύρω την Ματσούκα,
Επήρε την Λαραχανή, στην Κουσπιδή εχύθη…
Σείστηκε το Καπίκιοϊ κι η Λιβερά συντρίμια,
Ήρθε και η Δανίαχα με όλα τα χωριά της,
Που βρίσκονταν δεξιά-ζερβά στα δύο τα ποτάμια,
Έφτασ’ εκεί κι η Σουμελά, κι ο Άη Γιάννης Βαζελώντας.

Όσοι ήτανε στην Ζύγανα ή απ’ το Κουλάτ φανήκαν,
Ήρθαν και κοντοστάθηκαν κι ενώθηκαν με άλλους,
ενώθηκαν τα κλάματα και οι μοιρολογίες,
κι εσκέπασαν του ποταμού το βοητό το άγριο.

Και μία-μία σείονται, και μία-μία πεύτουν
οι εκκλησίες των χωριών και τα καμπαναριά τους,
καμπάνες που ραγίζουνε, και σήμαντρα συντρίμια…
Και χίλια σήμαντρα χτυπούν και μύριες οι καμπάνες…

Και τα βουνά αγκαλιάσανε τον υστερνό τον ήχο,
Που αφήσανε τα σήμαντρα, που αφήσαν οι καμπάνες,
Και κρύψανε τον χτύπο τους μες στα βαθιά τα σπήλαια,
Για να τ’ ακούνε στη Λαμπρή και στου Χριστού τη γέννα…

Ήλιος ν’ ανάβει τα κεριά, κι ο Φέγγος τις καντήλες,
Και τ’ άστρα κι ο Αυγερινός, ν’ ανάβουν τα μανουάλια…
Να λειτουργούνται πάντα οι νιοι κι οι γέροι που απομείναν,
Όλα τα γυναικόπαιδα που απόμειναν και ζήσαν,
Κι όλοι όσοι επέζησαν μες’ στου χαμού τον δρόμο…

Ενώθηκαν τα κλάματα και οι μοιρολογίες,
Κι όλοι ενωμένοι πήρανε… του ποταμού τον δρόμο…

Ο δρόμος παραστένεψε και δεν χωρούσε άλλους,
σε κάθε βήμα του ποδιού, έρχονταν κι άλλοι αντάμα,
απ’ όλα τα μικρά χωριά κι απ’ τα κεφαλοχώρια
απ’ τα ψηλά, απ’ τα χαμηλά, κι απ’ τ’ απομακρυσμένα...ι

Η Σάντα η περήφανη, η ομιχλοποτισμένη,
πίσω απ’ την Γαλίαινα μοιρολογά και φτάνει,
αντάμωσαν την  Όλασσα, στης Τρίχας το γιοφύρι,
επέρασαν τον ποταμό και φτάσανε τους άλλους…

Σηκώθη θρήνος και κλαυθμός την ώρα που τους φτάσαν…
Τα δέντρα εχαμήλωναν και τα κλαδιά χτυπούσαν,
οι πέτρες αναστέναζαν κι έκλαιγαν τα ποτάμια,
κι η Σουμελά κι ο Βαζελώντς κι ο Περιστερεώτας
πάνε μπροστά και ευλογούν, κι οι από πίσω κλαίνε,
τους τόπους κλαίν’ που πέθαναν, τους ζωντανούς τους μαύρους…

Έφτασαν πάνω στο Τουμπί και η θάλασσα εφάνη…
Απ’ το Τουμπί, ως την Γέφυρα, γέμισ’ ο τόπος όλος
Σταυρούς και εξαπτέρυγα χρυσά και ασημένια…
Και δεν ήταν μόνο χρυσά, ήτανε κι από ξύλο
μαύρα όπως ο θάνατος, τρανά όπως ο Χάρος…

Τους αντικρύζει η θάλασσα, το κύμ’ ανατριχιάζει,
οι αφροί πίσσα γενήκανε και το νερό κατράμι…
Σκέπασαν όλον τον γιαλό σαντάλια και καράβια,
το βότσαλο του ακρογιαλιού και του γιαλού οι πέτρες,
άνθρωποι όλα γίνηκαν και στην Δαφνούντα μπήκαν,
ξεχύθηκαν στον Άη Γρηγόρ’ και στην Αγιά Μαρίνα
πιο πέρα στην Υπαπαντή και στον παλιό τον Μώλο…

Η θάλασσα απ’ τα εξώτειχα, άλλα καράβια βλέπει
που άλλα σαντάλια ξέβρασαν στον έρμο τον γιαλό της…
και το φαρδύ και το πλατύ εκείνο περιγιάλι
δεν το βλεπες απ’ τα κορμιά, που βγάλαν τα καράβια…

Εκεί αράζει το Σινάπ΄ του καραβιού η μάννα,
εκεί αράζει το Σαμσούν, το θαλασσοδαρμένο.
Μπροστά΄χει την Αμάσεια, ξωπίσω είναι η Μπάφρα
μ’ όλα της τα αρχοντικά, τα ωραία καμποχώρια.
μπροστά η Ορντού η πεντάμορφη κι η χρυσονοικοκύρα,
η Ούνγια το θαλασσοπούλ’, η Ούνγια η μικρούλα,
η Κερασούντα η χλοερή, του φουντουκιού η μάννα,
η Τρίπολη που’ ναι ψηλά, της θάλασσας η αφέντρα,
η Ελεβή, το ήσυχο, μικρό θαλασσοχώρι,
τα Πλάτανα με το τρανό και ξακουστό λιμάνι…

Όλα αυτά τ’ ατίμητα, τ’ άξια χρυσοπούλια,
σαν τις κορώνες που έβγαλε ο λίβας κι η φουρτούνα
έφυγαν, ήρθαν, έκατσαν στων ξώτειχων την στράτα,
στην στράτα της Καστρόπορτας, που μπαίνει μεσ' στο κάστρο.

Ο Άη Σάββας κρυφοκλαίει κι ο Άη Φίλλιπος στενάζει
καθώς βλέπουν να φτάνουνε τα άκληρα καράβια,
πού’ χαν πανιά ολόμαυρα, και τα σχοινιά σαν φίδια,
πούχαν κατάρτια σαν σταυρούς, μαύρα κι αραχνιαμένα,
πούρθαν απ’ την Ανατολή, με θάνατου παντιέρα…
Το πορτοκαλολείβαδο, το πράσινο του Ρίζιου,
άφησε τα νεράτζια του, τα χρυσοπορτοκάλια,
κι ετύλιξε τα φύλλα του σάβανα μυρωμένα,
κι έφτασε με τους αλλουνούς και μαζί και με όλους,
στο μαύρο, στο ολόμαυρο, στου χάρου το ακρογιάλι… 

Ήρθανε και τα Σούρμενα με τα πολλά καϊκια,
με τους πολλούς ξενητεμούς και τους καλούς ψαλτάδες,
ήρθανε και ξεχύθηκαν και γέμισαν τις στράτες,
και ενωθήκαν μ' εκεινούς απ’ τα βουνά κι απ’ τα όρη…
Αλλοίμονο και βάϊ εμέ, τι είν’ αυτά που βλέπω!!!
Όλοι αφήσαν τον γιαλό κι αφήσαν τα μπουμπούκια,
αυτά απ’ την Ανατολή κι εκείνα από τη Δύση,
εκείνα από τα ψηλά ή απ' τα θαλασσοάκρια,
και από τόπους κοντινούς κι από τα σιμοχώρια,
κι ενώθηκαν όλα μαζί, γύρω απ‘ την Τραπεζούντα… 

Η Τραπεζούντα η κυρά, βασίλισσα κι αφέντρα
Χιλιόχρονη νοικοκυρά και πάντα νέα νύφη,
ολόδοξη και ξακουστή κι ελεύθερη και σκλάβα,
…που τα μαλλιά της ξάσπρισαν, τα μάτια της θολώσαν
την ώρα που αντίκρισε τόσο …καημό και πόνο… 

Μαύρα ήταν τα ρούχα της, μαντήλ’ είχε στους ώμους
μαύρη ζώνη στη μέση της και κόκκινα σαντάλια…

Και όλους τους αγκάλιασε, με ψυχή και με μάτια,
κι αμίλητοι όλοι μαζί τραβήξαν για τα κάστρα.
Έκαναν τόπο, άνοιξαν κι Εκείνη πρωτοστάτης,
ψηλή, λιγνή, περήφανη, Λαραχανής ελάτη…

Από Θεού αρχίνισαν καμπάνες να χτυπούνε
χωρίς δεσπότη διαταγή και διάκου συνεργία…
ο Αη Γιώργης κι η Θεοσκέπαστος και η Αγιά Μαρίνα
αρχίνισαν με τις μικρές, ελαφρές καμπανούλες.

Με τις βαριές, τις θεότρανες, των Ξώτειχων ο Άη Γιάννης,
ο Άη Γρηγόρης βρόντηξε, βουϊζει ο Άη Βασίλης,
η Υπαπαντή και ο Χριστός, κι ο Άη Γιάννης της Δαφνούντας…

Κι ο τρούλος της Αγια-Σοφιάς έλαμψε από θάμα
ο Άη Ευγένιος έλαμψε, σαν όπως λάμπει ο ήλιος,
Αστράφτει η Χρυσοκέφαλος, το κάστρο αντιφεγγίζει,
λαμποκοπά ο Άη Φίλιππος κι η θάλασσα ασημώνει…

Της Ελεούσας οι νεκροί, άναψαν τα κεράκια…
και του Άη Σάββα φώτισε, μοναχά η καντήλα…
Τα ρημοκλήσια τα μικρά κι όλα τα παρεκκλήσια
εφώτιζαν… κι εφώτιζαν.. στην γη γενήκαν άστρα…
Καμπάνες μικρές και τρανές, όλες γενήκαν ένα.
Μία καμπάνα κρεμαστή πάνω απ’ την Τραπεζούντα…
Χτυπάει… χτυπάει… και βροντά, βροντοχτυπάει και κλαίει…
Σε ένα τέτοιο λείψανο, έτσι η καμπάνα κλαίει…

Την ώρα του μεσημεριού έπεσε το σκοτάδι
Όλα μαύρα γενήκανε στην γη και στα Ουράνια,
έσβησαν τ’ άστρα της νυχτός και το άστρο της ημέρας,
κι οι άνθρωποι φαινόντουσαν φαντάσματα και σκιάδες
κι ούτε φωνή ακουγότανε.., συζήτηση ή άχνα…

Έφτασαν στον καστρότειχο… Αρχίνησαν να μπαίνουν…

Τρανή φωνή, τρανή βοή, γέμισε ο αέρας.
Πρώτα σαν μούγκρισμα βοδιών μέσα από την αντάρα,
μετά σαν θάλασσας βοή και άγρια φουρτούνα…
όπως οι ράχες στο σεισμό κατρακυλούν και πεύτουν…
Σαν όπως μύρ-ι-ες βροντές και χίλιες πλημμυρίδες…

Τρανή βοή, τρανή φωνή…, που άκουσαν οι άνθρωποι όλοι…
ανέβηκε και σκέπασε το κλάμα της καμπάνας…

Τρανή φωνή, τρανή βοή… Οργή και παρακάλια…

«Ανοίξτε νέα μνήματα και οι παλιοί οι τάφοι,
»ανοίξτε σιδερόπορτες του Άδη αραχνιασμένες.
»Ανοίξτε κλειστά στόματα, δίχως χείλη και γλώσσα
»ανοίξτε χέρια άκληρα κι αγκαλιές κοκκαλένιες…
»σιμώνει, φτάνει κι έρχεται το αίμα το ζεστό σας,
αυτό ακριβώς που αφήσατε στον κόσμο τον ετούτο…

»Ο Θάνατος και η Ζωή, αγκάλη ας κοιμηθούνε…

»Μανάδες που αφήσατε πόρτες χαρακωμένες,
»Πατέρες που σας καρτερούν ακόμη τα ορφανά σας
»Μικρά αδελφάκια που τα κλαιν' αδελφοί κι αδελφάδες,
»Παιδιά που αφήσατε άκληρους και μάνα και πατέρα…
»Άντρα που αφήκες άχαρη και ξένη τη γυναίκα
»’κοδέσποινα που άφησες το σύντροφο στα ξένα,

»Όλοι που μπήκατε στη Γη και μπήκατε στο χώμα,
»στο χώμα, κτήμα της Γενιάς, πολλούς καιρούς και χρόνια,
»πάππου προς πάππον, ελαφρό, γονέα προς γονέα…
»κληρονομιά απ’ τον Θεό κι από τα γονικά σας,
»χώμα που εσάς περίμενε, αλλά κι εμάς περμένει…

»Σηκώστε το με το κεφάλ’, με τους οστέϊνους ώμους,
»σείστε το με τα γόνατα, με τα οστέϊνα χέρια…
»και βγείτε απ’ τα μνήματα, βγείτε από τους τάφους,,,
»Βγείτ’ έξω οι αποθαμέν’… Οι ζωντανοί θα μπούνε…
»Εγίνηκε συντέλεια, Δευτέρα Παρουσία…
»Αρπάχτηκαν και βγήκανε τα δέντρα από τις ρίζες
»η ρίζα έγινε κορφή και η κορφή στο χώμα…
»Τα πάνω κάτω γύρισαν στις ράχες και στους κάμπους…
»Οι ποταμοί γυρίσανε και πάνε στα πηγάδια...

«Βγάζουν Αγίους από εκκλησιές κι ανθρώπους απ’ τα σπίτια
»μας διώχνουν απ’ τις ρεματιές και μές’ από τα σπήλια
»και από κάμπους ήμερους κι από τα άγρια δάση.

»Ο Ουρανός μας προσπερνά κι η Γη δεν μας σηκώνει…
»η θάλασσα μας έμεινε κι όλους μας περιμένει…

»Η μαυρο-θάλασσα υγρή, κι ο βυθός δίχως χώμα,
»τάφος εκεί δεν σκάβεται, ούτε μνήμα στεριώνει,
»κεριά εκεί δεν ανάβουνε, θυμίαμα δεν καίει...
»μνημόσυνο δεν γίνεται και σταυρό δεν καρφώνεις…
»Και θέλουμε όπως κι εσείς να γύρουμε στον τάφο…
»η γη που σας αγκάλιασε, κι εμάς να μας σκεπάσει…
»Του Ουρανού μας η βροχή να ρέει να μας δροσίζει,
»να βγαίνει ο ήλιος στην πλαγιά, να μας γλυκοζεσταίνει
»να χορταριάσουν τα ταφιά, το χώμα να μυρίσει
»άνθη να' χει την άνοιξη, χόρτα το καλοκαίρι,
»και φρούτα το Φθινόπωρο, λιβάνι τον χειμώνα…

»Πονέστε μας … Πονέστε μας… το αίμα το δικό σας…
»Και βασιλείς και αρχιερείς, Όσιοι κι Αγιασμένοι
»Κάνετε τόπο και σ’ εμάς… εκεί να κοιμηθούμε…
»Για βγέστε και αφήστε μας όλο αδειανούς τους τάφους.

»Για βγείτε οι αποθαμέν’ … οι ζωντανοί… θα μπούνε…

Ο λόγος δεν τελείωσε κι η βοή συνεχίζει,
άστραψε και εβρόντησε και σείστηκε το κάστρο…

Κι επάνω στο καστρότειχο και πάνω στο παλάτι,
της Παναγίας το ζωνάρ, το εφτάχρωμο απλώθη
και έλαμψε η θάλασσα, η γη και τα επουράνια...

Μέσα και πάν΄ στα χώματα, μέσ’ στην φωτοχυσία
φάνηκ’ η Χρυσοκέφαλος με τον Χριστό στα χέρια.
Μαργαριτάρια έλαμπαν στην άκρη των ματιών της,
που γύριζαν και κοίταζαν όλους γύρω θλιμμένα
κι ολόγυρα επέταγαν χίλιοι, μύριοι αγγέλοι.

Πέσαν όλοι στα γόνατα και κάνανε μετάνοιες
Εψέλνανε το «Ωσανά» και το «Τη Υπερμάχω…»
Μαζί ψέλνουν και οι άγγελοι. Πάλι χτυπούν καμπάνες…
…Κι ακούγεται από ψηλά, ψηλά ως τα επουράνια,
μία φωνή, τρανή φωνή, σαν από αγγέλου στόμα:

»Οι πεθαμένοι θάναι εδώ, εδώ όπου θαφτήκαν
»χιλιάδες χρόνια φύλακες, και μέρες μυρι-άδες…
»και άλλα τόσα κι αν ερθούν, εδώ θα περιμένουν.
»Θα περιμένουν την Λαμπρή και το Χριστός Ανέστη…
»Θα περιμένουνε να’ ρθουν και οι ξενητεμένοι...
»Εσάς αλλού θα στείλω εγώ, άλλο χώμα σας θέλει…
»άλλο γραμμένο έχετε, κι η Μοίρα σας ειν’ άλλη.
»Με την ευχή ‘μ… Με την ευχή ‘μ… και με την ευλογία ‘μ…
»να πάτε όλοι στο καλό, κι ο δρόμος μέλι-γάλα
»ο δρόμος που ευλόγησα, η στράτα που ευχήθην
»θα είναι στράτα γυρισμού κι όνειρο απ’ τα ξένα...

Από Θεού ξανάρχισαν καμπάνες να χτυπούνε,
χωρίς δεσπότη διαταγή και διάκου συνεργία.
Καμπάνες μικρές και τρανές, χτυπούν δοξολογία...
Η μία χτυπάει και τραγουδά, η άλλη χτυπάει και κλαίει
κι απ’ όλες η τρανύτερη βαριά αναστενάζει,
για δεν ειν' άνθρωποι ν' ακούν, παπάς για τις μετάνοιες...

Χρόνια ήρθαν και πέρασαν, καιροί ήρθαν και πάνε
και η καμπάνα η τρανή, περμένει…, δίχως γλώσσα…

Μπαίνει αέρας και βοά, άνεμος και μουγκρίζει,
μπαίνουν ευχές και τραγουδά, μπαίνουν κατάρες κλαίει...

Μπαίνουν και τα ονείρατα της μέρας και της νύχτας,
χτυπάει… και κλαίει… και τραγουδά και θλίβεται ο Κόσμος…

Ελεύθερη μετάφραση Θωμάς Ακριτίδης

Πηγή https://pontosworld.com/index.php/dialect/poems/ellinika/681-h-kampana-tou-pontou

19 Μάιου Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων


19 Μάιου Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων: 101 χρόνια από τον ξεριζωμό του ποντιακού Ελληνισμού.

Παιδιά, γυναίκες, άνδρες, νέοι και γέροι. Κανείς δεν γλίτωσε από τη δολοφονική μανία των Τούρκων και όσων τους βοήθησαν να διαπράξουν τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Και από εκείνους που δεν δολοφονήθηκαν και γλίτωσαν από τις πορείες θανάτου, πολλοί κακοποιήθηκαν με τρόπους που φυσιολογικού ανθρώπου νους δεν μπορεί να συλλάβει − νεαρά κορίτσια και γυναίκες ατιμώνονταν σχεδόν καθημερινά από στρατιώτες που απολάμβαναν τον εξευτελισμό τους.

Μωρά αρπάζονταν από τις αγκαλιές των μανάδων τους, και εάν δεν τα θανάτωναν αμέσως, τα βασάνιζαν και στο τέλος τα έκαιγαν ζωντανά. Και ενώ οι μανάδες αργοπέθαιναν από τον ανείπωτο πόνο, οι φονιάδες γελούσαν από χαρά.

Η φυλακή ήταν μονόδρομος για τους «τυχερούς» άνδρες που δεν κρεμάστηκαν. Εκεί έπεφταν θύματα ξυλοδαρμού και βασανισμού. Οι κρεμάλες για τους Πόντιους στήνονταν οπουδήποτε. Εξάλλου η ζωή τους δεν είχε καμία αξία, και ο τόπος έπρεπε να καθαρίσει από τους γκιαούρηδες...

Και όταν τελείωσε η «ερυθρά σφαγή», άρχισε η «λευκή»: Λεηλασίες περιουσιών και πυρπολήσεις χωριών. Τίποτα δεν άφηναν όρθιο στο πέρασμά τους οι δολοφόνοι. Εκείνοι που έφευγαν κυνηγημένοι από το θάνατο, εάν κατάφερναν να φτάσουν κάπου είχαν να αντιμετωπίσουν κακουχίες που συχνά οδηγούσαν και αυτές στο θάνατο. Στον φυσικό, γιατί ο άλλος, εκείνος της καρδιάς, είχε ήδη επιτευχθεί.

Οι μαρτυρίες που διασώθηκαν από τις μαύρες σελίδες της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού δεν αφήνουν καμία απορία. Οι Έλληνες του Πόντου έπεσαν θύματα Γενοκτονίας από τους Οθωμανούς Τούρκους και τους συνεργούς τους, στο πλαίσιο ενός σχεδίου που πολύ νωρίτερα είχε προσυπογράψει η ναζιστική Γερμανία. Ο πόνος ήταν και παραμένει ανείπωτος...

http://www.pontos-news.gr/article/194462/sygklonistikes-martyries-apo-ti-genoktonia-ton-pontion

#Ηποίησιςεντόςμαςpost

Κυριακή 17 Μαΐου 2020

✔❤

Είθε η αγάπη να μην σε γονατίσει ποτέ σαν να ήσουν ζητιάνος,

αλλά να σε κάνει να νιώσεις ελεύθερος.

Γιατί η αγάπη βάζει ρίζες, όχι αλυσίδες.


..Serina Santonelli..

#Ηποίησιςεντόςμαςpost



Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Εβόρα

Λίγα λόγια για Εβόρα
Οπισθόφυλλο:

Η αγάπη , όταν τη μοιράζεσαι, μεγαλώνει...
Λένε πως όταν κάποιος σώζει μια ζωή, σώζει τον κόσμο όλο.
Η δική μου ζωή άλλαξε τη μέρα που ο Αντώνης με γλίτωσε από βέβαιο θάνατο.
Συνέχισα την πορεία μου στο δύσβατο μονοπάτι του δικού μου παράδεισου, αλλά , αλλά πλέον αφουγκραζόμουν περισσότερο τη φύση, εναρμονίστηκα μαζί της, μοιάζοντας με αγρίμι που κινείται αθόρυβα στο πυκνό δάσος.
Ο Αντώνης έγινε συνοδοιπόρος μου και σκαρφάλωσε μαζί μου στην κορυφή της αγάπης. Η μοίρα όμως είχε αλλά σχέδια για μας...
Υπάρχουν άνθρωποι που θα μας κάνουν δώρο κομμάτια της καρδιάς τους για να τα ενώσουμε με τα σπασμένα δικά μας. Είναι εκείνοι που περιμένουν αυτή την ιδανική ώρα, όταν ο έρωτας θα φυσήξει σαν δροσερός άνεμος.
 Είναι αδύνατον να αφεθούμε στο μεγαλείο της αγάπης αν σκεφτόμαστε από την αρχή την κατάληξή. Μόνο έτσι ο καθένας μας θα ανακαλύψει το δικό του παράδεισο.
Την Εβόρα του.
Αριάδνη


#Εβόρα

Αέρας, άνεμος δροσερός καιρός, δροσερός τόπος, σκιερό μέρος... Εκεί όπου ευχαριστιούνται οι αισθήσεις, ευχαριστιέται και η ψυχή...
Εβόρα ή και ευώρα, η καλή ώρα, η ιδανική στιγμή της ημέρας.
"Έμπαιν' εβόραν΄ς σην καρδίαν", όπως έλεγαν παλιά...
Κι εκείνη ηρεμεί, γαληνεύει, θαυμάζει το μεγαλείο και τη δύναμη της φύσης, αλλά και την ανάγκη του ανθρώπου να έρθει κοντά σε όλα αυτά. να γεμίσει από όλα αυτά.
Μια μικρή λέξη που κρύβει στον πυρήνα της όλο τον κόσμο μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Γιατί έτσι μεγαλώσαμε...

Απόδοση: Αναστασία Μαχαιρίδου





Καλοτάξιδη να είναι λοιπόν με την ευχή να βρούμε κάποτε τη δική μας #Εβόρα






Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

📷❤📷❤📷


~Δεν θέλω καρδιά μου να κλαις για όσα περάσαμε χθες
χαλάσανε τόσα πολλά μα βρες μονοπάτι ξανά
Δεν ξέρει ο κόσμος να ζει, κατέβα να πάμε πεζοί~

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Μητέρα🌺

Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.

Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός

κι η μητέρα καθισμένη

στο χαμηλό σκαμνί

κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης

με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών

με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη

γραμμένη στη λευκή διαφάνεια…

Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.

Μα εγώ

πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο

πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά

στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας

κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα…

Μας πήραν το θαλασσινό τραγούδι

Μας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.

Παιδάκια σιωπηλά κι απορημένα

με τ’ αλατισμένα ματόκλαδα

με τα μεγάλα μάτια τα γαλάζια

περνάμε φοβισμένα στις μεγάλες πολιτείες

κάτω απ’ τα νοσοκομεία που μυρίζουν ύπνο κι ιδρώτα

κάτω απ’ τα σπίτια με τους κόκκινους γλόμπους

κάτω απ’ τα μέγαρα

που καπνίζουν αίμα νύχτα κι αρπαγή.

Μητέρα, μητέρα

πού αρνηθήκαμε

την τρυφερή σοφία των δακρύων σου

πού ‘ναι το μακρόθυμο χέρι σου

με την έκφραση της καρτερίας

πού ‘ναι το χέρι σου

ν’ ακούσουμε την αυγή και τη θάλασσα

να ζεστάνουμε τη μοναξιά;

..Γιάννης Ρίτσος..
       [Μητέρα ]
#Ηποίησιςεντόςμαςpost

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Κρίταμο


Το Κρίταμο είναι ένα φυτό γνωστό από την αρχαιότητα για τις θεραπευτικές του ιδιότητες αλλά και για την ιδιαίτερη χαρακτηριστική γεύση του.

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΡΙΤΑΜΟΥ

Περιέχει θρεπτικά συστατικά όπως ιώδιο, βιταμίνες ε, c , κ καθώς και μεταλλικά άλατα. Επίσης είναι πλούσιο σε υψηλής ποιότητας αντιοξειδωτικές ουσίες και σε λιπαρά ω -3.Τονωνει την ανανέωση του δέρματος , είναι ευεργετικό για το συκώτι και τις νεφρικές δυσλειτουργίες και έχει αφροδισιακές ιδιότητες.

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΙ ΓΕΥΣΤΙΚΟΙ ΣΥΝΔΙΑΣΜΟΙ

Είναι ιδανικός μεζές για το ούζο , συνοδεύει άριστα ψαριά και θαλασσινά. Σερβίρεται σε χωριάτικες σαλάτες και σε βραστά λαχανικά προσθέτοντας ένα μοναδικό αρώματα αιθέρια έλαια που περιέχει γίνονται απαραίτητο συστατικό σε αρωματικές η πικάντικες σάλτσες για το γαρνίρισμα ψαριών η κρεάτων. Συνδυάζεται με παξιμάδι , φέτα , γραβιέρα , ομελέτες , μπορείτε να τον απολύσετε με βρασμένο ρύζι, ρεβίθια , φακές και φασόλια η απλά μονό του σαν κρύα σαλάτα.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Σε έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο Plauen της Γερμανίας το Ελληνικό Κρίταμο τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο φυσικού προϊόντος.

Εβόρα

Θέλω να σας μιλήσω για μια ιστορία…
Για μια ιστορία βουτηγμένη στο πράσινο, στον φρέσκο αέρα και την ατόφια, καθαρόαιμη αγάπη. Αυτή η ιστορία, είναι η «Εβόρα» του Κώστα Κρομμύδα.
Στην «Εβόρα», ενώ οι λέξεις περνούν μπροστά από τα μάτια σου, νιώθεις μια αύρα να ξεχειλίζει από την ψυχή σου αλλά και τις μυρωδιές της φύσης να ξεπροβάλλουν από τις σελίδες του. Νιώθεις τον έρωτα που ανθίζει και μετατρέπεται σε αγάπη ουσιαστική, απαλλαγμένη από εγωισμούς και στερεότυπα, αλλά ντυμένη με πάθος και ειλικρίνεια και είναι τόσο βαθιά και αμόλυντη, που είναι ικανή να καταρρίψει κάθε κακόβουλο συναίσθημα.
Ο Κώστας Κρομμύδας σε αυτό το βιβλίο μας επιδεικνύει με τον πιο χαρισματικό τρόπο την αδιαμφισβήτητη σημασία της αγάπης στη ζωή μας. Μα κυρίως, θα δούμε τον περίτεχνο τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει, μέσα από την προσωπική ιστορία της κεντρικής ηρωίδας, της Αριάδνης, την αγάπη του ανθρώπου για την φύση αλλά και την ανάγκη μας να επιστρέφουμε συχνά σε αυτή για να γεμίζουμε τις μπαταρίες της ψυχής. Η Αριάδνη θα μας διδάξει την τέχνη της αγάπης, της ευγνωμοσύνης, της συγχώρεσης, του σεβασμού αλλά θα μάθει και εκείνη , πως η αγάπη επιστρέφει πάντα, με κάθε τρόπο.
Θα δούμε επίσης και το ευχαριστώ της φύσης προς τον άνθρωπο. Πώς με τον δικό της τρόπο βοηθά στην διαχείριση δυσμενών καταστάσεων και ακόμη πώς η ίδια φροντίζει για την αρμονία της. Τα εφόδιά της είναι αναρίθμητα, αρκεί ο καθένας να νιώσει μέρος αυτού του συνόλου. Να αφουγκραστεί τις ανάγκες της αλλά και να μεταφράσει τα σημάδια της. Και ποτέ, κανείς, να μην υποτιμήσει τη σοφία της…
Ακόμη κι αν φοβηθείς, ακόμη κι αν βρεθείς στο τέλμα, να μην ξεχάσεις ούτε στιγμή αυτό που σου δίδαξε…  Αν της φερθείς με σεβασμό, εμπιστοσύνη και αγάπη, το ίδιο θα εισπράξεις κι από αυτή.

Ο συγγραφέας, στο κρεσέντο της συγγραφικής του καριέρας, περιγράφει τις σκηνές με αψεγάδιαστη ματιά και με τέτοιο συγκλονιστικό ρεαλισμό που νιώθεις να βυθίζεσαι στις σελίδες του κατά την ανάγνωση μέχρι που ο πραγματικός κόσμος χάνεται κάπου μακριά. Μαγικά, ο τόπος αυτός γίνεται το βασίλειό σου. Οι χαρακτήρες άψογα σκιαγραφημένοι παίρνουν σάρκα, οστά και δόντια… Πλέον, υπάρχεις εσύ και η «Εβόρα» και η σκέψη πως ποτέ δεν περίμενες ότι τα βιβλία μπορούν να σου το κάνουν αυτό. Να χαράξουν ρηξικέλευθα μονοπάτια στην ψυχή σου και ταυτόχρονα να νιώθεις τόσο οικεία, σα να τα έχεις ήδη διαβεί…

Η «Εβόρα»… είναι τόσο αληθινή, γραμμένη με τέτοια ενσυναίσθηση, που μοιάζει σχεδόν εξομολογητική!

Καλοτάξιδη η Εβόρα καλές μας αναγνώσεις!❤❤❤

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

#Οι_βοηθοί_του_Συρτούλη


Βιβλιοπαρουσίαση:

Εκδόσεις: Ωρίωνας
Συγγραφέας: Νίκη Σκουτέρη
Σελίδες: 32

Ημ. Έκδοσης: Μάιος 2020
Διαστάσεις βιβλίου: 21χ29
ISBN: 978-618-5419-10-3


Λίγα λόγια για το βιβλίο:

Ο μικρός Συρτούλης είναι μία θαλάσσια χελωνίτσα που βγαίνει από το αβγό του ένα καλοκαιρινό απόγευμα και προσπαθεί να φτάσει το νερό της θάλασσας. Στην διαδρομή του όμως αυτή υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι. Η νονά του Ζουζινούλα αποφασίζει να αναλάβει δράση και να προστατέψει τον μικρό Συρτούλη . Γονείς και παιδιά αναλαμβάνουν κι αυτοί να τον βοηθήσουν. Από ποιους απειλείται ο μικρός μας ήρωας; Θα τα καταφέρει να φτάσει στην θάλασσα; Κι όταν φθάσει εκεί τι άλλοι κίνδυνοι τον περιμένουν; Όλα αυτά θα τα μάθετε διαβάζοντας την περιπέτεια του μικρούλη Συρτούλη!


Περιβαλλοντικό παραμύθι που μας παρουσιάζει τον αγώνα μιας χελώνας 
για την επιβίωσή της μέχρι να φτάσει στο νερό κι ακόμα πιο πέρα.

Καλοτάξιδο και καλές αναγνώσεις...!!



Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Να είστε ευγενικοί.

Καθώς οι κυβερνήσεις προσπαθούν να καταλάβουν πώς να επιστρέψουν σε ένα νέο φυσιολογικό ρυθμό, θυμηθείτε:

🛑 Ορισμένα άτομα δεν συμφωνούν με το προτεινόμενο άνοιγμα ξανά. Να είσαι ευγενικός.

🏡 Μερικοί άνθρωποι εξακολουθούν να σχεδιάζουν να μείνουν στο σπίτι .... δεν υπάρχει πρόβλημα. Να είσαι ευγενικός.

🦠 Ορισμένοι εξακολουθούν να φοβούνται να πάρουν τον ιό και να συμβεί ένα δεύτερο κύμα ....είναι εντάξει. Να είσαι ευγενικός.

💰 Μερικοί αναστενάζουν με ανακούφιση για να επιστρέψουν στη δουλειά τους γνωρίζοντας ότι ενδέχεται να σώσουν την επιχείρησή τους ή τα σπίτια τους .... αυτό είναι εντάξει. Να είσαι ευγενικός.

👩🏾‍⚕️ Μερικοί είναι ευγνώμονες που επιτέλους μπορούν να κάνουν την χειρουργική επέμβαση που έχουν αναβάλει .... αυτό είναι εντάξει. Να είσαι ευγενικός.

📝 Κάποιοι θα μπορούν να παρακολουθήσουν συνεντεύξεις μετά από εβδομάδες χωρίς δουλειά .... αυτό είναι εντάξει. Να είσαι ευγενικός.

😷 Μερικοί θα φορούν μάσκες για εβδομάδες .... δεν υπάρχει πρόβλημα. Να είσαι ευγενικός.

💅🏻 Μερικοί άνθρωποι θα βιαστούν για να κάνουν τα μαλλιά ή τα νύχια .... αυτό είναι εντάξει. Να είσαι ευγενικός.

❤️ Το θέμα είναι ότι ο καθένας έχει διαφορετικές απόψεις / συναισθήματα και είναι εντάξει. Να είσαι ευγενικός.

Έχουμε όλοι μια διαφορετική ιστορία. Εάν πρέπει να μείνετε σπίτι, μείνετε στο σπίτι. Αλλά να είσαι ευγενικός.

Αν πρέπει να βγείτε έξω, απλώς σεβαστείτε τους άλλους όταν βρίσκονται στο κοινό και να είστε ευγενικοί!

Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας γιατί δεν είστε στην ιστορία τους.

Όλοι είμαστε σε διαφορετικές οικονομικές - και - ψυχικές καταστάσεις από ό,τι πριν από μήνες. Θυμηθείτε λοιπόν, να είστε ευγενικοί.

Copy, paste, and share as a reminder to BE KIND!
#Η_ποίησης_εντός_μας_post

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Γιάννης Ρίτσος


Γεννήθηκε σαν σήμερα 1η Μαΐου του 1909, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, Γιάννης Ρίτσος. 

Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. 
Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. 
Τα έργα του συμπληρώνουν πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα.



#Καλή_Πρωτομαγιά 🌷🌺🌹🌻🌼🎀🐞

Σ’ ένα στέφανο του Μάη
Όλη η άνοιξη χωράει.!🐞🎀🌼🌻🌹🌺🌷

Ένα έθιμο που πολλοί  να ακολουθούν την Πρωτομαγιά είναι η κατασκευή του μαγιάτικου στεφανιού.
 Το μαγιάτικο στεφάνι είναι κατασκευή με λουλούδια, έθιμο που γιορτάζεται την ημέρα της Πρωτομαγιάς και συμβολίζει τη γονιμότητα και την εποχή της άνθησης και της δημιουργίας.


Οκτωβρης... Νοεμβρίος... 🍂🍂🍂🍂🍂

 Πρέπει να φύγω!!!  Αναστέναξε ο Οκτώβρης και χιλιάδες φύλλα έπεφταν από τη θλίψη... Ήρθε η ώρα!! Ψιθύρισε ο Νοέμβριος.. Σε παρακαλώ δώσε μο...