19 Μαΐου δεν ξεχνώ την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου!
Η καμπάνα του Πόντου, του Φίλωνος Κτενίδη
Ένα πουλί, μαύρο πουλί, μαύρο όπως η νύχτα,
ολονυχτίς τριγύριζε ολόγυρα στο κάστρο,
στο κάστρο, στα καστρότειχα, της μαυρο-Τραπεζούντας,
πούχε τις ρίζες στο γιαλό και την κορφή του στ’ άστρα,
πούχε δέκα καστρόπορτες κι όλες χαλκοδεμένες,
κι απέξω απ’ τις καστρόπορτες, ορμάνια* και ποτάμια,
που έδεναν και έλυναν, γιοφύρια σιδερένια…
Όλο το κάστρο έλαμπε, σαν όπως λάμπει ο ήλιος,
και το παλάτι άστραφτε, σαν φεγγαροδιαμάντι,
του βασιλιά το ανάκτορο, των Κομνηνών φωλέα
που ήταν τρανή και θαυμαστή, κάστρο πάνω στο κάστρο…
Κάποτε έγινε σεισμός κι η γης όλη εσείστη
κι έναν Δεκαπενταύγουστο και μία μαύρη μέρα
πήραν τα καστροκλείδια του, το κάστρο εγκρεμίστη…
μείναν οι πόρτες ανοιχτές, παλάτι δίχως θρόνο,
και δίχως τους παλατιανούς και δίχως βασιλέα
… το κάστρο το θεόρατο έγινε κοιμητήρι…
Χρόνια ήρθαν και φύγανε, καιροί ήρθαν και πάνε…
…ένα πουλί, μαύρο πουλί, μαύρο όπως η νύχτα,
ολονυχτίς τριγύριζε γύρω στα καστροπόδια,
που έμεναν έρμα κι άκληρα, παντού σαύρες γεμάτα…
Ολονυχτίς τριγύριζε, με τα φτερά ανοιγμένα,
και την αυγή σταμάτησε κι έκατσε σε μιαν άκρη
μονάκριβου όρθιου καδρονιού, δίχως επανωθύρι,
απομεινάρι παλατιού, που γέμισε τσουκνίδες…
Κοιτάει επάνω, χαμηλά, κοιτάει εμπρός και πίσω…
τεντώνει πέρα το λαιμό σ’ Ανατολή και Δύση,
κι ευθύς ξεπουπουλιάζεται ωσάν γυναίκα χήρα,
κι αρχίζει να μοιρολογά μ’ ανθρώπινη ομιλία...
“Εσείς οι πλάκες οι άχαρες, μάρμαρ’ αφορισμένα,
"με μονοκέφαλους αητούς και μίτρες βασιλιάδων
"μ’ εγκόλπια πατριαρχών και σταυρούς δεσποτάδων,
"με τα σπαθιά από στρατηγούς, λάβαρα καπετάνιων...
"Μάρμαρα τι σκεπάζετε ολόκληρο ένα έθνος,
"αποσκεπάστ’ ευλαβικά τους άγιους τους τάφους.
"Το χώμα ν’ ανασηκωθεί μ’ ανάλαφρο αέρα,
"που βγαίνει απ’ τ’ αναφυλητό κι από το μαύρο κλάμα,
"για να’ βγουν οι αποθαμέν’ κι οι ζωντανοί να μπούνε…
"Οι ζωντανοί που αφήσανε την γη την γενεθλία
"και φορτωθήκαν τις στενές, τις νεκρικές κασέλες,
"και φόρεσαν τα σάβανα και μπήκανε στο δρόμο,
"στο δρόμο τον αγύριστο και στου χαμού τον δρόμο...
«…Ο ουρανός εμαύρισε και παραχαμηλώνει,
ο αγέρας παραπύκνωσε κι έγινε σαν ομίχλη,
και τα βουνά γιομίσανε, οι ρεματιές κι οι κάμποι
τα ακρογιάλια τα υγρά και οι ξεροί οι λόφοι,
καπνό από θυμίαμα και μύρο από λιβάνι,
βοή κατάρας φοβερή, βοή Θεού ικεσίας.
«Αλλοίμονό μου, αχ κι έρχονται.. Αλλοίμονο…φανήκαν...
«Μπροστά πάν' οι ‘κοδέσποινες, μπροστά και οι νυφάδες
«μοιρολογούν νοικοκυρές και κλαίνε τα κορίτσια
«κι ακολουθούνε οι αντροί, γέροι και παιδοπούλια.
«Καθώς δακρύζουν με λυγμούς, κλάματα και κατάρες,
«οι βράχοι που αντιλαλούν, οι κάμποι που αφουγκράζουν,
«θαρρείς κι ανασηκώνονται, θαρρείς κι ανασαλεύουν,
«θαρρείς πως επιαστήκανε κι’ εκείνοι και σιμώνουν…
«Κρίμα σ’ εμέ κι αλλοίμονο… Τα μάτια μου τι βλέπουν…
«Πως περπατούνε οι νεκροί και κάνουν λιτανεία,
"με τ’ άγια τα εξαπτέρυγα, με τα κεριά αναμμένα,
"με τους σταυρούς τους ξύλινους, στα λείψανα που βγάζουν
"μακρυά…μαύρα…και τρανά, ψηλά σαν κυπαρίσσια.»
Ποιοι είν’ αυτοί που γέμισαν της Ζύγανας τη στράτα
κι έγινε η στράτα ποταμός απ’ τα πολλά τα δάκρυα;
τα ελάτια δάκρυα πίνανε κι έγιναν κυπαρίσσια
και την εγονατίσανε απ’ του καημού το βάρος…
Σαν γέρος χιλι-ό-χρονος, το Καν το ασημένιο
πάει μπροστά κι ακολουθούν η Χάκαξα κι η Άτρα,
η Χάρσερα, η Χερίανα, η Άρδασα, η Χόπσα
με τα χωριά τους τα μικρά, με τα κεφαλοχώρια
με τις πολλές τις εκκλησιές και με τα μοναστήρια...
Ο Αη Γιωργης τα παιδιά γεννά, σκιές γεννά ο Γουλάτης
το μαύρο το Καράκαπα κι άλλο πιο μαύρο εγίνη,
μπροστά πηγαίνει το Σταυρί κι η Μούζαιν’ από πίσω
με το Παρτί, τη Βαρενού και το Λυκάστ παρέα...
μαζί η Μασούρα πιο μπροστά και το χωριό του Άη Γιώργη,
κι όλα τα κάστρα και χωριά, που βρίσκονταν τριγύρω...
Ο Κασκαμπάς εβούϊξε, σείστηκε το Μετζίτι,
και στου Άη Παύλου το βουνό, μεγάλη μπόρα εγίνη
και ταραχτήκαν τα νερά της λίμνης και φουσκώσαν
και χύθηκαν και γέμισαν μαύρο νερό τον τόπο…
Μέσ’ στην αντάρα έκλαιγε ο Άη Ζαχαρίας,
σαν του φιδιού το σφύριγμα και Κόλασης αέρα
το κλάψιμο εγέμισε όλα τα γύρω δάση…
…Αγρίεψε απ’ το σφύριγμα η ομίχλη και διελύθη…
Θέ μου! Ποιοι νάναι που φανήκανε και μπήκανε στη στράτα;
Η Κρώμνη της χαράς πουλί, του τραγουδιού η μάννα,
Μωρού κασέλα έφτιαξε, από της λύρας ξύλο,
Έφτιαξε χίλια δέματα απ’ τις χορδές της λύρας,
Κι η άμοιρη φορτώθηκε την κάσα της ψυχής της…
Και αρχίνισε το κλάψιμο και τη μοιρολογία…
Ο Άη Παύλος έσκυψε, γονάτισε ο Ταύρος,
Το Μετζίτι χαμήλωσε, ο Κασκαμπάς γκρεμίστη,
Και τα Καμένα τα έρημα στέκουν και αφουγκράζουν…
Αφουγκράζουν και θλίβονται, και κλαίν όλοι αντάμα…
«Δείξε μας Θέ μ’ την δύναμη’ ς!… Χριστέ'μ κάνε το θάμα’ ς!
»Κάνε με πέτρινο γκρεμό, σαν τα Αλογοστάρια,
»Κάνε με πράσινη πλαγιά, σαν όπως τα Λειβάδια,
»Κάνε με ασάλευτο βουνό, σαν όπως τον Άη Παύλο.
»Να μην μπορώ να περπατώ, στον τόπο μου να μείνω…
»Τους κήπους μου έχω απότιστους, αθέριστα χωράφια…
»Πρόβατα έχω ανάρμεχτα, και γίδια να αρμέξω,
»γελάδες θέλουνε τροφή, νεράκι τα αρνιά μου!…
»και τα σκυλιά γαυγίζουνε και το φαϊ αναμένουν…
»Άφησα πόρτες ανοιχτές, πόρτες και παραθύρια
»Θα έμπει ο αέρας κι ο άνεμος, θα σβήσουν την καντήλα.
«Δείξε μας Θέ μ’ την δύναμη’ ς!… Χριστέ ‘μ κάνε το θάμα ‘ς!
»Κάνε με ποταμόπετρα βαριά του καταρράκτη,
»Κάνε με σπήλαιου κατωθύρ’, στην γη καταχωμένο,
»Μικρό λιθάρι κάνε με, αν θες κάνε με χώμα.
»Θεέ μου κάνε με ότι θες… Μόνο στον τόπο μου άσε ‘μ.
»Άσε με εδώ για να θαφτώ, στον τόπο που εγεννήθην,
»στο μνήμα όπου έθαψα και μάννα και πατέρα…»
Κι ως μίλαγε κι ως έκλαιγε και ως μαλλιοτραβιούνταν
ήρθε και στέκει δίπλα της η καλοαδελφή της,
νοικοκυρά η Γίμαιρα απ’ τις Κορακοφώλιες.
Απ’ τον Άη Γιάννη όπου αρχινούν, κι έρχονται στην Σαράντων…
Τα δάκρυά τους ενώθηκαν και γίνηκαν ποτάμι…
Και μπήκαν μες στον ποταμό, στην πλήμμυρ’ απ’ τα δάκρυα…
Η πλήμμυρα κατέστρεψε τριγύρω την Ματσούκα,
Επήρε την Λαραχανή, στην Κουσπιδή εχύθη…
Σείστηκε το Καπίκιοϊ κι η Λιβερά συντρίμια,
Ήρθε και η Δανίαχα με όλα τα χωριά της,
Που βρίσκονταν δεξιά-ζερβά στα δύο τα ποτάμια,
Έφτασ’ εκεί κι η Σουμελά, κι ο Άη Γιάννης Βαζελώντας.
Όσοι ήτανε στην Ζύγανα ή απ’ το Κουλάτ φανήκαν,
Ήρθαν και κοντοστάθηκαν κι ενώθηκαν με άλλους,
ενώθηκαν τα κλάματα και οι μοιρολογίες,
κι εσκέπασαν του ποταμού το βοητό το άγριο.
Και μία-μία σείονται, και μία-μία πεύτουν
οι εκκλησίες των χωριών και τα καμπαναριά τους,
καμπάνες που ραγίζουνε, και σήμαντρα συντρίμια…
Και χίλια σήμαντρα χτυπούν και μύριες οι καμπάνες…
Και τα βουνά αγκαλιάσανε τον υστερνό τον ήχο,
Που αφήσανε τα σήμαντρα, που αφήσαν οι καμπάνες,
Και κρύψανε τον χτύπο τους μες στα βαθιά τα σπήλαια,
Για να τ’ ακούνε στη Λαμπρή και στου Χριστού τη γέννα…
Ήλιος ν’ ανάβει τα κεριά, κι ο Φέγγος τις καντήλες,
Και τ’ άστρα κι ο Αυγερινός, ν’ ανάβουν τα μανουάλια…
Να λειτουργούνται πάντα οι νιοι κι οι γέροι που απομείναν,
Όλα τα γυναικόπαιδα που απόμειναν και ζήσαν,
Κι όλοι όσοι επέζησαν μες’ στου χαμού τον δρόμο…
Ενώθηκαν τα κλάματα και οι μοιρολογίες,
Κι όλοι ενωμένοι πήρανε… του ποταμού τον δρόμο…
Ο δρόμος παραστένεψε και δεν χωρούσε άλλους,
σε κάθε βήμα του ποδιού, έρχονταν κι άλλοι αντάμα,
απ’ όλα τα μικρά χωριά κι απ’ τα κεφαλοχώρια
απ’ τα ψηλά, απ’ τα χαμηλά, κι απ’ τ’ απομακρυσμένα...ι
Η Σάντα η περήφανη, η ομιχλοποτισμένη,
πίσω απ’ την Γαλίαινα μοιρολογά και φτάνει,
αντάμωσαν την Όλασσα, στης Τρίχας το γιοφύρι,
επέρασαν τον ποταμό και φτάσανε τους άλλους…
Σηκώθη θρήνος και κλαυθμός την ώρα που τους φτάσαν…
Τα δέντρα εχαμήλωναν και τα κλαδιά χτυπούσαν,
οι πέτρες αναστέναζαν κι έκλαιγαν τα ποτάμια,
κι η Σουμελά κι ο Βαζελώντς κι ο Περιστερεώτας
πάνε μπροστά και ευλογούν, κι οι από πίσω κλαίνε,
τους τόπους κλαίν’ που πέθαναν, τους ζωντανούς τους μαύρους…
Έφτασαν πάνω στο Τουμπί και η θάλασσα εφάνη…
Απ’ το Τουμπί, ως την Γέφυρα, γέμισ’ ο τόπος όλος
Σταυρούς και εξαπτέρυγα χρυσά και ασημένια…
Και δεν ήταν μόνο χρυσά, ήτανε κι από ξύλο
μαύρα όπως ο θάνατος, τρανά όπως ο Χάρος…
Τους αντικρύζει η θάλασσα, το κύμ’ ανατριχιάζει,
οι αφροί πίσσα γενήκανε και το νερό κατράμι…
Σκέπασαν όλον τον γιαλό σαντάλια και καράβια,
το βότσαλο του ακρογιαλιού και του γιαλού οι πέτρες,
άνθρωποι όλα γίνηκαν και στην Δαφνούντα μπήκαν,
ξεχύθηκαν στον Άη Γρηγόρ’ και στην Αγιά Μαρίνα
πιο πέρα στην Υπαπαντή και στον παλιό τον Μώλο…
Η θάλασσα απ’ τα εξώτειχα, άλλα καράβια βλέπει
που άλλα σαντάλια ξέβρασαν στον έρμο τον γιαλό της…
και το φαρδύ και το πλατύ εκείνο περιγιάλι
δεν το βλεπες απ’ τα κορμιά, που βγάλαν τα καράβια…
Εκεί αράζει το Σινάπ΄ του καραβιού η μάννα,
εκεί αράζει το Σαμσούν, το θαλασσοδαρμένο.
Μπροστά΄χει την Αμάσεια, ξωπίσω είναι η Μπάφρα
μ’ όλα της τα αρχοντικά, τα ωραία καμποχώρια.
μπροστά η Ορντού η πεντάμορφη κι η χρυσονοικοκύρα,
η Ούνγια το θαλασσοπούλ’, η Ούνγια η μικρούλα,
η Κερασούντα η χλοερή, του φουντουκιού η μάννα,
η Τρίπολη που’ ναι ψηλά, της θάλασσας η αφέντρα,
η Ελεβή, το ήσυχο, μικρό θαλασσοχώρι,
τα Πλάτανα με το τρανό και ξακουστό λιμάνι…
Όλα αυτά τ’ ατίμητα, τ’ άξια χρυσοπούλια,
σαν τις κορώνες που έβγαλε ο λίβας κι η φουρτούνα
έφυγαν, ήρθαν, έκατσαν στων ξώτειχων την στράτα,
στην στράτα της Καστρόπορτας, που μπαίνει μεσ' στο κάστρο.
Ο Άη Σάββας κρυφοκλαίει κι ο Άη Φίλλιπος στενάζει
καθώς βλέπουν να φτάνουνε τα άκληρα καράβια,
πού’ χαν πανιά ολόμαυρα, και τα σχοινιά σαν φίδια,
πούχαν κατάρτια σαν σταυρούς, μαύρα κι αραχνιαμένα,
πούρθαν απ’ την Ανατολή, με θάνατου παντιέρα…
Το πορτοκαλολείβαδο, το πράσινο του Ρίζιου,
άφησε τα νεράτζια του, τα χρυσοπορτοκάλια,
κι ετύλιξε τα φύλλα του σάβανα μυρωμένα,
κι έφτασε με τους αλλουνούς και μαζί και με όλους,
στο μαύρο, στο ολόμαυρο, στου χάρου το ακρογιάλι…
Ήρθανε και τα Σούρμενα με τα πολλά καϊκια,
με τους πολλούς ξενητεμούς και τους καλούς ψαλτάδες,
ήρθανε και ξεχύθηκαν και γέμισαν τις στράτες,
και ενωθήκαν μ' εκεινούς απ’ τα βουνά κι απ’ τα όρη…
Αλλοίμονο και βάϊ εμέ, τι είν’ αυτά που βλέπω!!!
Όλοι αφήσαν τον γιαλό κι αφήσαν τα μπουμπούκια,
αυτά απ’ την Ανατολή κι εκείνα από τη Δύση,
εκείνα από τα ψηλά ή απ' τα θαλασσοάκρια,
και από τόπους κοντινούς κι από τα σιμοχώρια,
κι ενώθηκαν όλα μαζί, γύρω απ‘ την Τραπεζούντα…
Η Τραπεζούντα η κυρά, βασίλισσα κι αφέντρα
Χιλιόχρονη νοικοκυρά και πάντα νέα νύφη,
ολόδοξη και ξακουστή κι ελεύθερη και σκλάβα,
…που τα μαλλιά της ξάσπρισαν, τα μάτια της θολώσαν
την ώρα που αντίκρισε τόσο …καημό και πόνο…
Μαύρα ήταν τα ρούχα της, μαντήλ’ είχε στους ώμους
μαύρη ζώνη στη μέση της και κόκκινα σαντάλια…
Και όλους τους αγκάλιασε, με ψυχή και με μάτια,
κι αμίλητοι όλοι μαζί τραβήξαν για τα κάστρα.
Έκαναν τόπο, άνοιξαν κι Εκείνη πρωτοστάτης,
ψηλή, λιγνή, περήφανη, Λαραχανής ελάτη…
Από Θεού αρχίνισαν καμπάνες να χτυπούνε
χωρίς δεσπότη διαταγή και διάκου συνεργία…
ο Αη Γιώργης κι η Θεοσκέπαστος και η Αγιά Μαρίνα
αρχίνισαν με τις μικρές, ελαφρές καμπανούλες.
Με τις βαριές, τις θεότρανες, των Ξώτειχων ο Άη Γιάννης,
ο Άη Γρηγόρης βρόντηξε, βουϊζει ο Άη Βασίλης,
η Υπαπαντή και ο Χριστός, κι ο Άη Γιάννης της Δαφνούντας…
Κι ο τρούλος της Αγια-Σοφιάς έλαμψε από θάμα
ο Άη Ευγένιος έλαμψε, σαν όπως λάμπει ο ήλιος,
Αστράφτει η Χρυσοκέφαλος, το κάστρο αντιφεγγίζει,
λαμποκοπά ο Άη Φίλιππος κι η θάλασσα ασημώνει…
Της Ελεούσας οι νεκροί, άναψαν τα κεράκια…
και του Άη Σάββα φώτισε, μοναχά η καντήλα…
Τα ρημοκλήσια τα μικρά κι όλα τα παρεκκλήσια
εφώτιζαν… κι εφώτιζαν.. στην γη γενήκαν άστρα…
Καμπάνες μικρές και τρανές, όλες γενήκαν ένα.
Μία καμπάνα κρεμαστή πάνω απ’ την Τραπεζούντα…
Χτυπάει… χτυπάει… και βροντά, βροντοχτυπάει και κλαίει…
Σε ένα τέτοιο λείψανο, έτσι η καμπάνα κλαίει…
Την ώρα του μεσημεριού έπεσε το σκοτάδι
Όλα μαύρα γενήκανε στην γη και στα Ουράνια,
έσβησαν τ’ άστρα της νυχτός και το άστρο της ημέρας,
κι οι άνθρωποι φαινόντουσαν φαντάσματα και σκιάδες
κι ούτε φωνή ακουγότανε.., συζήτηση ή άχνα…
Έφτασαν στον καστρότειχο… Αρχίνησαν να μπαίνουν…
Τρανή φωνή, τρανή βοή, γέμισε ο αέρας.
Πρώτα σαν μούγκρισμα βοδιών μέσα από την αντάρα,
μετά σαν θάλασσας βοή και άγρια φουρτούνα…
όπως οι ράχες στο σεισμό κατρακυλούν και πεύτουν…
Σαν όπως μύρ-ι-ες βροντές και χίλιες πλημμυρίδες…
Τρανή βοή, τρανή φωνή…, που άκουσαν οι άνθρωποι όλοι…
ανέβηκε και σκέπασε το κλάμα της καμπάνας…
Τρανή φωνή, τρανή βοή… Οργή και παρακάλια…
«Ανοίξτε νέα μνήματα και οι παλιοί οι τάφοι,
»ανοίξτε σιδερόπορτες του Άδη αραχνιασμένες.
»Ανοίξτε κλειστά στόματα, δίχως χείλη και γλώσσα
»ανοίξτε χέρια άκληρα κι αγκαλιές κοκκαλένιες…
»σιμώνει, φτάνει κι έρχεται το αίμα το ζεστό σας,
αυτό ακριβώς που αφήσατε στον κόσμο τον ετούτο…
»Ο Θάνατος και η Ζωή, αγκάλη ας κοιμηθούνε…
»Μανάδες που αφήσατε πόρτες χαρακωμένες,
»Πατέρες που σας καρτερούν ακόμη τα ορφανά σας
»Μικρά αδελφάκια που τα κλαιν' αδελφοί κι αδελφάδες,
»Παιδιά που αφήσατε άκληρους και μάνα και πατέρα…
»Άντρα που αφήκες άχαρη και ξένη τη γυναίκα
»’κοδέσποινα που άφησες το σύντροφο στα ξένα,
»Όλοι που μπήκατε στη Γη και μπήκατε στο χώμα,
»στο χώμα, κτήμα της Γενιάς, πολλούς καιρούς και χρόνια,
»πάππου προς πάππον, ελαφρό, γονέα προς γονέα…
»κληρονομιά απ’ τον Θεό κι από τα γονικά σας,
»χώμα που εσάς περίμενε, αλλά κι εμάς περμένει…
»Σηκώστε το με το κεφάλ’, με τους οστέϊνους ώμους,
»σείστε το με τα γόνατα, με τα οστέϊνα χέρια…
»και βγείτε απ’ τα μνήματα, βγείτε από τους τάφους,,,
»Βγείτ’ έξω οι αποθαμέν’… Οι ζωντανοί θα μπούνε…
»Εγίνηκε συντέλεια, Δευτέρα Παρουσία…
»Αρπάχτηκαν και βγήκανε τα δέντρα από τις ρίζες
»η ρίζα έγινε κορφή και η κορφή στο χώμα…
»Τα πάνω κάτω γύρισαν στις ράχες και στους κάμπους…
»Οι ποταμοί γυρίσανε και πάνε στα πηγάδια...
«Βγάζουν Αγίους από εκκλησιές κι ανθρώπους απ’ τα σπίτια
»μας διώχνουν απ’ τις ρεματιές και μές’ από τα σπήλια
»και από κάμπους ήμερους κι από τα άγρια δάση.
»Ο Ουρανός μας προσπερνά κι η Γη δεν μας σηκώνει…
»η θάλασσα μας έμεινε κι όλους μας περιμένει…
»Η μαυρο-θάλασσα υγρή, κι ο βυθός δίχως χώμα,
»τάφος εκεί δεν σκάβεται, ούτε μνήμα στεριώνει,
»κεριά εκεί δεν ανάβουνε, θυμίαμα δεν καίει...
»μνημόσυνο δεν γίνεται και σταυρό δεν καρφώνεις…
»Και θέλουμε όπως κι εσείς να γύρουμε στον τάφο…
»η γη που σας αγκάλιασε, κι εμάς να μας σκεπάσει…
»Του Ουρανού μας η βροχή να ρέει να μας δροσίζει,
»να βγαίνει ο ήλιος στην πλαγιά, να μας γλυκοζεσταίνει
»να χορταριάσουν τα ταφιά, το χώμα να μυρίσει
»άνθη να' χει την άνοιξη, χόρτα το καλοκαίρι,
»και φρούτα το Φθινόπωρο, λιβάνι τον χειμώνα…
»Πονέστε μας … Πονέστε μας… το αίμα το δικό σας…
»Και βασιλείς και αρχιερείς, Όσιοι κι Αγιασμένοι
»Κάνετε τόπο και σ’ εμάς… εκεί να κοιμηθούμε…
»Για βγέστε και αφήστε μας όλο αδειανούς τους τάφους.
»Για βγείτε οι αποθαμέν’ … οι ζωντανοί… θα μπούνε…
Ο λόγος δεν τελείωσε κι η βοή συνεχίζει,
άστραψε και εβρόντησε και σείστηκε το κάστρο…
Κι επάνω στο καστρότειχο και πάνω στο παλάτι,
της Παναγίας το ζωνάρ, το εφτάχρωμο απλώθη
και έλαμψε η θάλασσα, η γη και τα επουράνια...
Μέσα και πάν΄ στα χώματα, μέσ’ στην φωτοχυσία
φάνηκ’ η Χρυσοκέφαλος με τον Χριστό στα χέρια.
Μαργαριτάρια έλαμπαν στην άκρη των ματιών της,
που γύριζαν και κοίταζαν όλους γύρω θλιμμένα
κι ολόγυρα επέταγαν χίλιοι, μύριοι αγγέλοι.
Πέσαν όλοι στα γόνατα και κάνανε μετάνοιες
Εψέλνανε το «Ωσανά» και το «Τη Υπερμάχω…»
Μαζί ψέλνουν και οι άγγελοι. Πάλι χτυπούν καμπάνες…
…Κι ακούγεται από ψηλά, ψηλά ως τα επουράνια,
μία φωνή, τρανή φωνή, σαν από αγγέλου στόμα:
»Οι πεθαμένοι θάναι εδώ, εδώ όπου θαφτήκαν
»χιλιάδες χρόνια φύλακες, και μέρες μυρι-άδες…
»και άλλα τόσα κι αν ερθούν, εδώ θα περιμένουν.
»Θα περιμένουν την Λαμπρή και το Χριστός Ανέστη…
»Θα περιμένουνε να’ ρθουν και οι ξενητεμένοι...
»Εσάς αλλού θα στείλω εγώ, άλλο χώμα σας θέλει…
»άλλο γραμμένο έχετε, κι η Μοίρα σας ειν’ άλλη.
»Με την ευχή ‘μ… Με την ευχή ‘μ… και με την ευλογία ‘μ…
»να πάτε όλοι στο καλό, κι ο δρόμος μέλι-γάλα
»ο δρόμος που ευλόγησα, η στράτα που ευχήθην
»θα είναι στράτα γυρισμού κι όνειρο απ’ τα ξένα...
Από Θεού ξανάρχισαν καμπάνες να χτυπούνε,
χωρίς δεσπότη διαταγή και διάκου συνεργία.
Καμπάνες μικρές και τρανές, χτυπούν δοξολογία...
Η μία χτυπάει και τραγουδά, η άλλη χτυπάει και κλαίει
κι απ’ όλες η τρανύτερη βαριά αναστενάζει,
για δεν ειν' άνθρωποι ν' ακούν, παπάς για τις μετάνοιες...
Χρόνια ήρθαν και πέρασαν, καιροί ήρθαν και πάνε
και η καμπάνα η τρανή, περμένει…, δίχως γλώσσα…
Μπαίνει αέρας και βοά, άνεμος και μουγκρίζει,
μπαίνουν ευχές και τραγουδά, μπαίνουν κατάρες κλαίει...
Μπαίνουν και τα ονείρατα της μέρας και της νύχτας,
χτυπάει… και κλαίει… και τραγουδά και θλίβεται ο Κόσμος…
Ελεύθερη μετάφραση Θωμάς Ακριτίδης
Πηγή https://pontosworld.com/index.php/dialect/poems/ellinika/681-h-kampana-tou-pontou
Η καμπάνα του Πόντου, του Φίλωνος Κτενίδη
Ένα πουλί, μαύρο πουλί, μαύρο όπως η νύχτα,
ολονυχτίς τριγύριζε ολόγυρα στο κάστρο,
στο κάστρο, στα καστρότειχα, της μαυρο-Τραπεζούντας,
πούχε τις ρίζες στο γιαλό και την κορφή του στ’ άστρα,
πούχε δέκα καστρόπορτες κι όλες χαλκοδεμένες,
κι απέξω απ’ τις καστρόπορτες, ορμάνια* και ποτάμια,
που έδεναν και έλυναν, γιοφύρια σιδερένια…
Όλο το κάστρο έλαμπε, σαν όπως λάμπει ο ήλιος,
και το παλάτι άστραφτε, σαν φεγγαροδιαμάντι,
του βασιλιά το ανάκτορο, των Κομνηνών φωλέα
που ήταν τρανή και θαυμαστή, κάστρο πάνω στο κάστρο…
Κάποτε έγινε σεισμός κι η γης όλη εσείστη
κι έναν Δεκαπενταύγουστο και μία μαύρη μέρα
πήραν τα καστροκλείδια του, το κάστρο εγκρεμίστη…
μείναν οι πόρτες ανοιχτές, παλάτι δίχως θρόνο,
και δίχως τους παλατιανούς και δίχως βασιλέα
… το κάστρο το θεόρατο έγινε κοιμητήρι…
Χρόνια ήρθαν και φύγανε, καιροί ήρθαν και πάνε…
…ένα πουλί, μαύρο πουλί, μαύρο όπως η νύχτα,
ολονυχτίς τριγύριζε γύρω στα καστροπόδια,
που έμεναν έρμα κι άκληρα, παντού σαύρες γεμάτα…
Ολονυχτίς τριγύριζε, με τα φτερά ανοιγμένα,
και την αυγή σταμάτησε κι έκατσε σε μιαν άκρη
μονάκριβου όρθιου καδρονιού, δίχως επανωθύρι,
απομεινάρι παλατιού, που γέμισε τσουκνίδες…
Κοιτάει επάνω, χαμηλά, κοιτάει εμπρός και πίσω…
τεντώνει πέρα το λαιμό σ’ Ανατολή και Δύση,
κι ευθύς ξεπουπουλιάζεται ωσάν γυναίκα χήρα,
κι αρχίζει να μοιρολογά μ’ ανθρώπινη ομιλία...
“Εσείς οι πλάκες οι άχαρες, μάρμαρ’ αφορισμένα,
"με μονοκέφαλους αητούς και μίτρες βασιλιάδων
"μ’ εγκόλπια πατριαρχών και σταυρούς δεσποτάδων,
"με τα σπαθιά από στρατηγούς, λάβαρα καπετάνιων...
"Μάρμαρα τι σκεπάζετε ολόκληρο ένα έθνος,
"αποσκεπάστ’ ευλαβικά τους άγιους τους τάφους.
"Το χώμα ν’ ανασηκωθεί μ’ ανάλαφρο αέρα,
"που βγαίνει απ’ τ’ αναφυλητό κι από το μαύρο κλάμα,
"για να’ βγουν οι αποθαμέν’ κι οι ζωντανοί να μπούνε…
"Οι ζωντανοί που αφήσανε την γη την γενεθλία
"και φορτωθήκαν τις στενές, τις νεκρικές κασέλες,
"και φόρεσαν τα σάβανα και μπήκανε στο δρόμο,
"στο δρόμο τον αγύριστο και στου χαμού τον δρόμο...
«…Ο ουρανός εμαύρισε και παραχαμηλώνει,
ο αγέρας παραπύκνωσε κι έγινε σαν ομίχλη,
και τα βουνά γιομίσανε, οι ρεματιές κι οι κάμποι
τα ακρογιάλια τα υγρά και οι ξεροί οι λόφοι,
καπνό από θυμίαμα και μύρο από λιβάνι,
βοή κατάρας φοβερή, βοή Θεού ικεσίας.
«Αλλοίμονό μου, αχ κι έρχονται.. Αλλοίμονο…φανήκαν...
«Μπροστά πάν' οι ‘κοδέσποινες, μπροστά και οι νυφάδες
«μοιρολογούν νοικοκυρές και κλαίνε τα κορίτσια
«κι ακολουθούνε οι αντροί, γέροι και παιδοπούλια.
«Καθώς δακρύζουν με λυγμούς, κλάματα και κατάρες,
«οι βράχοι που αντιλαλούν, οι κάμποι που αφουγκράζουν,
«θαρρείς κι ανασηκώνονται, θαρρείς κι ανασαλεύουν,
«θαρρείς πως επιαστήκανε κι’ εκείνοι και σιμώνουν…
«Κρίμα σ’ εμέ κι αλλοίμονο… Τα μάτια μου τι βλέπουν…
«Πως περπατούνε οι νεκροί και κάνουν λιτανεία,
"με τ’ άγια τα εξαπτέρυγα, με τα κεριά αναμμένα,
"με τους σταυρούς τους ξύλινους, στα λείψανα που βγάζουν
"μακρυά…μαύρα…και τρανά, ψηλά σαν κυπαρίσσια.»
Ποιοι είν’ αυτοί που γέμισαν της Ζύγανας τη στράτα
κι έγινε η στράτα ποταμός απ’ τα πολλά τα δάκρυα;
τα ελάτια δάκρυα πίνανε κι έγιναν κυπαρίσσια
και την εγονατίσανε απ’ του καημού το βάρος…
Σαν γέρος χιλι-ό-χρονος, το Καν το ασημένιο
πάει μπροστά κι ακολουθούν η Χάκαξα κι η Άτρα,
η Χάρσερα, η Χερίανα, η Άρδασα, η Χόπσα
με τα χωριά τους τα μικρά, με τα κεφαλοχώρια
με τις πολλές τις εκκλησιές και με τα μοναστήρια...
Ο Αη Γιωργης τα παιδιά γεννά, σκιές γεννά ο Γουλάτης
το μαύρο το Καράκαπα κι άλλο πιο μαύρο εγίνη,
μπροστά πηγαίνει το Σταυρί κι η Μούζαιν’ από πίσω
με το Παρτί, τη Βαρενού και το Λυκάστ παρέα...
μαζί η Μασούρα πιο μπροστά και το χωριό του Άη Γιώργη,
κι όλα τα κάστρα και χωριά, που βρίσκονταν τριγύρω...
Ο Κασκαμπάς εβούϊξε, σείστηκε το Μετζίτι,
και στου Άη Παύλου το βουνό, μεγάλη μπόρα εγίνη
και ταραχτήκαν τα νερά της λίμνης και φουσκώσαν
και χύθηκαν και γέμισαν μαύρο νερό τον τόπο…
Μέσ’ στην αντάρα έκλαιγε ο Άη Ζαχαρίας,
σαν του φιδιού το σφύριγμα και Κόλασης αέρα
το κλάψιμο εγέμισε όλα τα γύρω δάση…
…Αγρίεψε απ’ το σφύριγμα η ομίχλη και διελύθη…
Θέ μου! Ποιοι νάναι που φανήκανε και μπήκανε στη στράτα;
Η Κρώμνη της χαράς πουλί, του τραγουδιού η μάννα,
Μωρού κασέλα έφτιαξε, από της λύρας ξύλο,
Έφτιαξε χίλια δέματα απ’ τις χορδές της λύρας,
Κι η άμοιρη φορτώθηκε την κάσα της ψυχής της…
Και αρχίνισε το κλάψιμο και τη μοιρολογία…
Ο Άη Παύλος έσκυψε, γονάτισε ο Ταύρος,
Το Μετζίτι χαμήλωσε, ο Κασκαμπάς γκρεμίστη,
Και τα Καμένα τα έρημα στέκουν και αφουγκράζουν…
Αφουγκράζουν και θλίβονται, και κλαίν όλοι αντάμα…
«Δείξε μας Θέ μ’ την δύναμη’ ς!… Χριστέ'μ κάνε το θάμα’ ς!
»Κάνε με πέτρινο γκρεμό, σαν τα Αλογοστάρια,
»Κάνε με πράσινη πλαγιά, σαν όπως τα Λειβάδια,
»Κάνε με ασάλευτο βουνό, σαν όπως τον Άη Παύλο.
»Να μην μπορώ να περπατώ, στον τόπο μου να μείνω…
»Τους κήπους μου έχω απότιστους, αθέριστα χωράφια…
»Πρόβατα έχω ανάρμεχτα, και γίδια να αρμέξω,
»γελάδες θέλουνε τροφή, νεράκι τα αρνιά μου!…
»και τα σκυλιά γαυγίζουνε και το φαϊ αναμένουν…
»Άφησα πόρτες ανοιχτές, πόρτες και παραθύρια
»Θα έμπει ο αέρας κι ο άνεμος, θα σβήσουν την καντήλα.
«Δείξε μας Θέ μ’ την δύναμη’ ς!… Χριστέ ‘μ κάνε το θάμα ‘ς!
»Κάνε με ποταμόπετρα βαριά του καταρράκτη,
»Κάνε με σπήλαιου κατωθύρ’, στην γη καταχωμένο,
»Μικρό λιθάρι κάνε με, αν θες κάνε με χώμα.
»Θεέ μου κάνε με ότι θες… Μόνο στον τόπο μου άσε ‘μ.
»Άσε με εδώ για να θαφτώ, στον τόπο που εγεννήθην,
»στο μνήμα όπου έθαψα και μάννα και πατέρα…»
Κι ως μίλαγε κι ως έκλαιγε και ως μαλλιοτραβιούνταν
ήρθε και στέκει δίπλα της η καλοαδελφή της,
νοικοκυρά η Γίμαιρα απ’ τις Κορακοφώλιες.
Απ’ τον Άη Γιάννη όπου αρχινούν, κι έρχονται στην Σαράντων…
Τα δάκρυά τους ενώθηκαν και γίνηκαν ποτάμι…
Και μπήκαν μες στον ποταμό, στην πλήμμυρ’ απ’ τα δάκρυα…
Η πλήμμυρα κατέστρεψε τριγύρω την Ματσούκα,
Επήρε την Λαραχανή, στην Κουσπιδή εχύθη…
Σείστηκε το Καπίκιοϊ κι η Λιβερά συντρίμια,
Ήρθε και η Δανίαχα με όλα τα χωριά της,
Που βρίσκονταν δεξιά-ζερβά στα δύο τα ποτάμια,
Έφτασ’ εκεί κι η Σουμελά, κι ο Άη Γιάννης Βαζελώντας.
Όσοι ήτανε στην Ζύγανα ή απ’ το Κουλάτ φανήκαν,
Ήρθαν και κοντοστάθηκαν κι ενώθηκαν με άλλους,
ενώθηκαν τα κλάματα και οι μοιρολογίες,
κι εσκέπασαν του ποταμού το βοητό το άγριο.
Και μία-μία σείονται, και μία-μία πεύτουν
οι εκκλησίες των χωριών και τα καμπαναριά τους,
καμπάνες που ραγίζουνε, και σήμαντρα συντρίμια…
Και χίλια σήμαντρα χτυπούν και μύριες οι καμπάνες…
Και τα βουνά αγκαλιάσανε τον υστερνό τον ήχο,
Που αφήσανε τα σήμαντρα, που αφήσαν οι καμπάνες,
Και κρύψανε τον χτύπο τους μες στα βαθιά τα σπήλαια,
Για να τ’ ακούνε στη Λαμπρή και στου Χριστού τη γέννα…
Ήλιος ν’ ανάβει τα κεριά, κι ο Φέγγος τις καντήλες,
Και τ’ άστρα κι ο Αυγερινός, ν’ ανάβουν τα μανουάλια…
Να λειτουργούνται πάντα οι νιοι κι οι γέροι που απομείναν,
Όλα τα γυναικόπαιδα που απόμειναν και ζήσαν,
Κι όλοι όσοι επέζησαν μες’ στου χαμού τον δρόμο…
Ενώθηκαν τα κλάματα και οι μοιρολογίες,
Κι όλοι ενωμένοι πήρανε… του ποταμού τον δρόμο…
Ο δρόμος παραστένεψε και δεν χωρούσε άλλους,
σε κάθε βήμα του ποδιού, έρχονταν κι άλλοι αντάμα,
απ’ όλα τα μικρά χωριά κι απ’ τα κεφαλοχώρια
απ’ τα ψηλά, απ’ τα χαμηλά, κι απ’ τ’ απομακρυσμένα...ι
Η Σάντα η περήφανη, η ομιχλοποτισμένη,
πίσω απ’ την Γαλίαινα μοιρολογά και φτάνει,
αντάμωσαν την Όλασσα, στης Τρίχας το γιοφύρι,
επέρασαν τον ποταμό και φτάσανε τους άλλους…
Σηκώθη θρήνος και κλαυθμός την ώρα που τους φτάσαν…
Τα δέντρα εχαμήλωναν και τα κλαδιά χτυπούσαν,
οι πέτρες αναστέναζαν κι έκλαιγαν τα ποτάμια,
κι η Σουμελά κι ο Βαζελώντς κι ο Περιστερεώτας
πάνε μπροστά και ευλογούν, κι οι από πίσω κλαίνε,
τους τόπους κλαίν’ που πέθαναν, τους ζωντανούς τους μαύρους…
Έφτασαν πάνω στο Τουμπί και η θάλασσα εφάνη…
Απ’ το Τουμπί, ως την Γέφυρα, γέμισ’ ο τόπος όλος
Σταυρούς και εξαπτέρυγα χρυσά και ασημένια…
Και δεν ήταν μόνο χρυσά, ήτανε κι από ξύλο
μαύρα όπως ο θάνατος, τρανά όπως ο Χάρος…
Τους αντικρύζει η θάλασσα, το κύμ’ ανατριχιάζει,
οι αφροί πίσσα γενήκανε και το νερό κατράμι…
Σκέπασαν όλον τον γιαλό σαντάλια και καράβια,
το βότσαλο του ακρογιαλιού και του γιαλού οι πέτρες,
άνθρωποι όλα γίνηκαν και στην Δαφνούντα μπήκαν,
ξεχύθηκαν στον Άη Γρηγόρ’ και στην Αγιά Μαρίνα
πιο πέρα στην Υπαπαντή και στον παλιό τον Μώλο…
Η θάλασσα απ’ τα εξώτειχα, άλλα καράβια βλέπει
που άλλα σαντάλια ξέβρασαν στον έρμο τον γιαλό της…
και το φαρδύ και το πλατύ εκείνο περιγιάλι
δεν το βλεπες απ’ τα κορμιά, που βγάλαν τα καράβια…
Εκεί αράζει το Σινάπ΄ του καραβιού η μάννα,
εκεί αράζει το Σαμσούν, το θαλασσοδαρμένο.
Μπροστά΄χει την Αμάσεια, ξωπίσω είναι η Μπάφρα
μ’ όλα της τα αρχοντικά, τα ωραία καμποχώρια.
μπροστά η Ορντού η πεντάμορφη κι η χρυσονοικοκύρα,
η Ούνγια το θαλασσοπούλ’, η Ούνγια η μικρούλα,
η Κερασούντα η χλοερή, του φουντουκιού η μάννα,
η Τρίπολη που’ ναι ψηλά, της θάλασσας η αφέντρα,
η Ελεβή, το ήσυχο, μικρό θαλασσοχώρι,
τα Πλάτανα με το τρανό και ξακουστό λιμάνι…
Όλα αυτά τ’ ατίμητα, τ’ άξια χρυσοπούλια,
σαν τις κορώνες που έβγαλε ο λίβας κι η φουρτούνα
έφυγαν, ήρθαν, έκατσαν στων ξώτειχων την στράτα,
στην στράτα της Καστρόπορτας, που μπαίνει μεσ' στο κάστρο.
Ο Άη Σάββας κρυφοκλαίει κι ο Άη Φίλλιπος στενάζει
καθώς βλέπουν να φτάνουνε τα άκληρα καράβια,
πού’ χαν πανιά ολόμαυρα, και τα σχοινιά σαν φίδια,
πούχαν κατάρτια σαν σταυρούς, μαύρα κι αραχνιαμένα,
πούρθαν απ’ την Ανατολή, με θάνατου παντιέρα…
Το πορτοκαλολείβαδο, το πράσινο του Ρίζιου,
άφησε τα νεράτζια του, τα χρυσοπορτοκάλια,
κι ετύλιξε τα φύλλα του σάβανα μυρωμένα,
κι έφτασε με τους αλλουνούς και μαζί και με όλους,
στο μαύρο, στο ολόμαυρο, στου χάρου το ακρογιάλι…
Ήρθανε και τα Σούρμενα με τα πολλά καϊκια,
με τους πολλούς ξενητεμούς και τους καλούς ψαλτάδες,
ήρθανε και ξεχύθηκαν και γέμισαν τις στράτες,
και ενωθήκαν μ' εκεινούς απ’ τα βουνά κι απ’ τα όρη…
Αλλοίμονο και βάϊ εμέ, τι είν’ αυτά που βλέπω!!!
Όλοι αφήσαν τον γιαλό κι αφήσαν τα μπουμπούκια,
αυτά απ’ την Ανατολή κι εκείνα από τη Δύση,
εκείνα από τα ψηλά ή απ' τα θαλασσοάκρια,
και από τόπους κοντινούς κι από τα σιμοχώρια,
κι ενώθηκαν όλα μαζί, γύρω απ‘ την Τραπεζούντα…
Η Τραπεζούντα η κυρά, βασίλισσα κι αφέντρα
Χιλιόχρονη νοικοκυρά και πάντα νέα νύφη,
ολόδοξη και ξακουστή κι ελεύθερη και σκλάβα,
…που τα μαλλιά της ξάσπρισαν, τα μάτια της θολώσαν
την ώρα που αντίκρισε τόσο …καημό και πόνο…
Μαύρα ήταν τα ρούχα της, μαντήλ’ είχε στους ώμους
μαύρη ζώνη στη μέση της και κόκκινα σαντάλια…
Και όλους τους αγκάλιασε, με ψυχή και με μάτια,
κι αμίλητοι όλοι μαζί τραβήξαν για τα κάστρα.
Έκαναν τόπο, άνοιξαν κι Εκείνη πρωτοστάτης,
ψηλή, λιγνή, περήφανη, Λαραχανής ελάτη…
Από Θεού αρχίνισαν καμπάνες να χτυπούνε
χωρίς δεσπότη διαταγή και διάκου συνεργία…
ο Αη Γιώργης κι η Θεοσκέπαστος και η Αγιά Μαρίνα
αρχίνισαν με τις μικρές, ελαφρές καμπανούλες.
Με τις βαριές, τις θεότρανες, των Ξώτειχων ο Άη Γιάννης,
ο Άη Γρηγόρης βρόντηξε, βουϊζει ο Άη Βασίλης,
η Υπαπαντή και ο Χριστός, κι ο Άη Γιάννης της Δαφνούντας…
Κι ο τρούλος της Αγια-Σοφιάς έλαμψε από θάμα
ο Άη Ευγένιος έλαμψε, σαν όπως λάμπει ο ήλιος,
Αστράφτει η Χρυσοκέφαλος, το κάστρο αντιφεγγίζει,
λαμποκοπά ο Άη Φίλιππος κι η θάλασσα ασημώνει…
Της Ελεούσας οι νεκροί, άναψαν τα κεράκια…
και του Άη Σάββα φώτισε, μοναχά η καντήλα…
Τα ρημοκλήσια τα μικρά κι όλα τα παρεκκλήσια
εφώτιζαν… κι εφώτιζαν.. στην γη γενήκαν άστρα…
Καμπάνες μικρές και τρανές, όλες γενήκαν ένα.
Μία καμπάνα κρεμαστή πάνω απ’ την Τραπεζούντα…
Χτυπάει… χτυπάει… και βροντά, βροντοχτυπάει και κλαίει…
Σε ένα τέτοιο λείψανο, έτσι η καμπάνα κλαίει…
Την ώρα του μεσημεριού έπεσε το σκοτάδι
Όλα μαύρα γενήκανε στην γη και στα Ουράνια,
έσβησαν τ’ άστρα της νυχτός και το άστρο της ημέρας,
κι οι άνθρωποι φαινόντουσαν φαντάσματα και σκιάδες
κι ούτε φωνή ακουγότανε.., συζήτηση ή άχνα…
Έφτασαν στον καστρότειχο… Αρχίνησαν να μπαίνουν…
Τρανή φωνή, τρανή βοή, γέμισε ο αέρας.
Πρώτα σαν μούγκρισμα βοδιών μέσα από την αντάρα,
μετά σαν θάλασσας βοή και άγρια φουρτούνα…
όπως οι ράχες στο σεισμό κατρακυλούν και πεύτουν…
Σαν όπως μύρ-ι-ες βροντές και χίλιες πλημμυρίδες…
Τρανή βοή, τρανή φωνή…, που άκουσαν οι άνθρωποι όλοι…
ανέβηκε και σκέπασε το κλάμα της καμπάνας…
Τρανή φωνή, τρανή βοή… Οργή και παρακάλια…
«Ανοίξτε νέα μνήματα και οι παλιοί οι τάφοι,
»ανοίξτε σιδερόπορτες του Άδη αραχνιασμένες.
»Ανοίξτε κλειστά στόματα, δίχως χείλη και γλώσσα
»ανοίξτε χέρια άκληρα κι αγκαλιές κοκκαλένιες…
»σιμώνει, φτάνει κι έρχεται το αίμα το ζεστό σας,
αυτό ακριβώς που αφήσατε στον κόσμο τον ετούτο…
»Ο Θάνατος και η Ζωή, αγκάλη ας κοιμηθούνε…
»Μανάδες που αφήσατε πόρτες χαρακωμένες,
»Πατέρες που σας καρτερούν ακόμη τα ορφανά σας
»Μικρά αδελφάκια που τα κλαιν' αδελφοί κι αδελφάδες,
»Παιδιά που αφήσατε άκληρους και μάνα και πατέρα…
»Άντρα που αφήκες άχαρη και ξένη τη γυναίκα
»’κοδέσποινα που άφησες το σύντροφο στα ξένα,
»Όλοι που μπήκατε στη Γη και μπήκατε στο χώμα,
»στο χώμα, κτήμα της Γενιάς, πολλούς καιρούς και χρόνια,
»πάππου προς πάππον, ελαφρό, γονέα προς γονέα…
»κληρονομιά απ’ τον Θεό κι από τα γονικά σας,
»χώμα που εσάς περίμενε, αλλά κι εμάς περμένει…
»Σηκώστε το με το κεφάλ’, με τους οστέϊνους ώμους,
»σείστε το με τα γόνατα, με τα οστέϊνα χέρια…
»και βγείτε απ’ τα μνήματα, βγείτε από τους τάφους,,,
»Βγείτ’ έξω οι αποθαμέν’… Οι ζωντανοί θα μπούνε…
»Εγίνηκε συντέλεια, Δευτέρα Παρουσία…
»Αρπάχτηκαν και βγήκανε τα δέντρα από τις ρίζες
»η ρίζα έγινε κορφή και η κορφή στο χώμα…
»Τα πάνω κάτω γύρισαν στις ράχες και στους κάμπους…
»Οι ποταμοί γυρίσανε και πάνε στα πηγάδια...
«Βγάζουν Αγίους από εκκλησιές κι ανθρώπους απ’ τα σπίτια
»μας διώχνουν απ’ τις ρεματιές και μές’ από τα σπήλια
»και από κάμπους ήμερους κι από τα άγρια δάση.
»Ο Ουρανός μας προσπερνά κι η Γη δεν μας σηκώνει…
»η θάλασσα μας έμεινε κι όλους μας περιμένει…
»Η μαυρο-θάλασσα υγρή, κι ο βυθός δίχως χώμα,
»τάφος εκεί δεν σκάβεται, ούτε μνήμα στεριώνει,
»κεριά εκεί δεν ανάβουνε, θυμίαμα δεν καίει...
»μνημόσυνο δεν γίνεται και σταυρό δεν καρφώνεις…
»Και θέλουμε όπως κι εσείς να γύρουμε στον τάφο…
»η γη που σας αγκάλιασε, κι εμάς να μας σκεπάσει…
»Του Ουρανού μας η βροχή να ρέει να μας δροσίζει,
»να βγαίνει ο ήλιος στην πλαγιά, να μας γλυκοζεσταίνει
»να χορταριάσουν τα ταφιά, το χώμα να μυρίσει
»άνθη να' χει την άνοιξη, χόρτα το καλοκαίρι,
»και φρούτα το Φθινόπωρο, λιβάνι τον χειμώνα…
»Πονέστε μας … Πονέστε μας… το αίμα το δικό σας…
»Και βασιλείς και αρχιερείς, Όσιοι κι Αγιασμένοι
»Κάνετε τόπο και σ’ εμάς… εκεί να κοιμηθούμε…
»Για βγέστε και αφήστε μας όλο αδειανούς τους τάφους.
»Για βγείτε οι αποθαμέν’ … οι ζωντανοί… θα μπούνε…
Ο λόγος δεν τελείωσε κι η βοή συνεχίζει,
άστραψε και εβρόντησε και σείστηκε το κάστρο…
Κι επάνω στο καστρότειχο και πάνω στο παλάτι,
της Παναγίας το ζωνάρ, το εφτάχρωμο απλώθη
και έλαμψε η θάλασσα, η γη και τα επουράνια...
Μέσα και πάν΄ στα χώματα, μέσ’ στην φωτοχυσία
φάνηκ’ η Χρυσοκέφαλος με τον Χριστό στα χέρια.
Μαργαριτάρια έλαμπαν στην άκρη των ματιών της,
που γύριζαν και κοίταζαν όλους γύρω θλιμμένα
κι ολόγυρα επέταγαν χίλιοι, μύριοι αγγέλοι.
Πέσαν όλοι στα γόνατα και κάνανε μετάνοιες
Εψέλνανε το «Ωσανά» και το «Τη Υπερμάχω…»
Μαζί ψέλνουν και οι άγγελοι. Πάλι χτυπούν καμπάνες…
…Κι ακούγεται από ψηλά, ψηλά ως τα επουράνια,
μία φωνή, τρανή φωνή, σαν από αγγέλου στόμα:
»Οι πεθαμένοι θάναι εδώ, εδώ όπου θαφτήκαν
»χιλιάδες χρόνια φύλακες, και μέρες μυρι-άδες…
»και άλλα τόσα κι αν ερθούν, εδώ θα περιμένουν.
»Θα περιμένουν την Λαμπρή και το Χριστός Ανέστη…
»Θα περιμένουνε να’ ρθουν και οι ξενητεμένοι...
»Εσάς αλλού θα στείλω εγώ, άλλο χώμα σας θέλει…
»άλλο γραμμένο έχετε, κι η Μοίρα σας ειν’ άλλη.
»Με την ευχή ‘μ… Με την ευχή ‘μ… και με την ευλογία ‘μ…
»να πάτε όλοι στο καλό, κι ο δρόμος μέλι-γάλα
»ο δρόμος που ευλόγησα, η στράτα που ευχήθην
»θα είναι στράτα γυρισμού κι όνειρο απ’ τα ξένα...
Από Θεού ξανάρχισαν καμπάνες να χτυπούνε,
χωρίς δεσπότη διαταγή και διάκου συνεργία.
Καμπάνες μικρές και τρανές, χτυπούν δοξολογία...
Η μία χτυπάει και τραγουδά, η άλλη χτυπάει και κλαίει
κι απ’ όλες η τρανύτερη βαριά αναστενάζει,
για δεν ειν' άνθρωποι ν' ακούν, παπάς για τις μετάνοιες...
Χρόνια ήρθαν και πέρασαν, καιροί ήρθαν και πάνε
και η καμπάνα η τρανή, περμένει…, δίχως γλώσσα…
Μπαίνει αέρας και βοά, άνεμος και μουγκρίζει,
μπαίνουν ευχές και τραγουδά, μπαίνουν κατάρες κλαίει...
Μπαίνουν και τα ονείρατα της μέρας και της νύχτας,
χτυπάει… και κλαίει… και τραγουδά και θλίβεται ο Κόσμος…
Ελεύθερη μετάφραση Θωμάς Ακριτίδης
Πηγή https://pontosworld.com/index.php/dialect/poems/ellinika/681-h-kampana-tou-pontou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου