Κι οι μέρες που σου λείπουν, ω Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν στον παράδεισο.
| Τάσος Λειβαδίτης | Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου | εκδόσεις Μετρονόμος |
| Artwork: Vincent van Gogh, Άνθη αμυγδαλιάς, 1888 |
Πηγή: #mikrokaravireposting
Ένα blog αφιερωμένο σε δημιουργίες.... Όμορφες ιδέες... Σκέψεις... Xόμπι κι ότι αγαπάμε πολύ....!!!!!!!!
Κι οι μέρες που σου λείπουν, ω Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν στον παράδεισο.
| Τάσος Λειβαδίτης | Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου | εκδόσεις Μετρονόμος |
| Artwork: Vincent van Gogh, Άνθη αμυγδαλιάς, 1888 |
Πηγή: #mikrokaravireposting
Καλημέρα και χρόνια πολλά σε όσους με τη γραφή και το λόγο τους μας φωτίζουν και μας φώτισαν τη ζωή..
Στους μεγάλους δασκάλους που προσέφεραν με την παιδεία και την πνευματικότητα τους και άνοιξαν τους ορίζοντες μας 👑
Το Μαρούλι, μια άβγαρτη, κι αθώα κοπελοπούλα δεκατεσσάρων μόλις χρονών δεν είχε ιδέα από άντρες, μήδε κι από παντρειγιές. Εν έτι 1870… οι γυναίκες δεν είχανε καμιά γνώμη, καμιά βουλή ειδικά στα χωριά. Τη ζωή τους τηνε διαφέντευε ο κύρης τους. Κι αφού o Kωσταντής έκρινε ότι έπρεπε να παντρέψει τη μοναχοκόρη του, εκείνη ασπάστηκε τη βουλή του και στεφανώθηκε έναν άντρα που πρώτη φορά εγνώριζε. Ο γαμπρός, μοναχογιός και «προύχοντας» με οζά και πολλά χτήματα από ένα μικρό και ξεχασμένο σε μια ρίζα του βουνού χωριουδάκι ήρθε να ζητήσει νύφη από το κεφαλοχώρι, κι ο κύρης του Μαρούλι δεν έχασε την ευκαιρία. Θα του την έδιδε, μαθές, με το ξερό της τo κορμί, κι ο γαμπρός θα τηνε στόλιζε με λίρες και κωσταντινάτα, και θα την έκανε κερά κι αρχόντισσα στα έχηi και στις περιουσίες του.
Ο Χατζησταυρής ήτανε από ένα μικρό χωριουδάκι, ονόματι Αχλάδι, μετόχι για τα χρόνια εκείνα. Όλες κι όλες οχτώ οικογένειες εζούσανε στη ρίζα του βουνού. Γδυμνά βουνά και σώπατα ii, κοπάδια και μιαρά, λίγα λιόφυτα πολλά σπαρτά και γκρίζες λέσκες iii περιζώνανε το μικροχώρι. Νοτικά προς το βάθος φαινότανε η θάλασσα του Λιβυκού, πηγή ζωής και θρέψης για πολλούς μετοχιανούς iv. Στον τόπο αυτόν τον άγριο μα και ήμερο, τον αποκομμένο και ξεχασμένο έμελλε να ζήσει τ’ αποδέλοιπα χρόνια το Μαρούλι με τον Χατζησταυρή. Μικρή κι αθώα την έσπρωξε στον αγώνα η ζωή, θαρρείς μ’ ένα φύσημα κρυγιού βορά, που τσιγουδίζειv τα τρυφερά φύλλα και τα βλαστάρια…ένα βλαστάρι ήτανε κι εκείνη.
Χρόνο με το χρόνο άρχισε ν’αραδιάζει κοπέλια το Μαρούλι. Ούτε ένα ούτε δέκα! Έντεκα κοπέλια γέννησε μέσα σ’ ένα πέτρινο καμαρώσπιτο vi. Τα μέσα λίγα, μα η θροφή επαρκής. Τρώγανε ό,τι βγάζανε τα χωράφια τους. Πίνανε το γάλα από τα οζά τους, είχανε το κρέας τους, το ψάρι τους, τα λαχανικά, τα φρούτα, τα τυροκομικά τους. Τίποτα δεν τους έλλειψε σε καιρούς δύσκολους. Έντεκα κοπέλια μεγαλώσανε και βρήκανε δρόμους και πορευτήκανε όλα. Άλλα φύγανε αλάργο, κι άλλα παντρευτήκανε στα διπλανά χωριά. Ένας μόνο γιος, ο άμοιρος, ως τον έλεγε η πικραμένη μάνα, σκοτώθηκε στον Βαλκανικό πόλεμο του 1912. Τούτο το αναπάντεχο κακό εμαυροφόρεψε την έρμη γυναίκα που δεν έβγαλε ποτέ πια τα μαύρα ρούχα και το μαύρο τσεμπέρι vii.
Μοναχοκόρη, λοιπόν, το Μαρούλι, και μικροπαντρεμένη, ένιωθε ξένη, ξεκλαδισμένη σ’ αυτόν τον αποκομμένο τόπο. Οι γονέοι της, ταλαιπωρημένοι και φτωχοί αθρώποι, αρά και πού τηνε επισκευτότανε. Φιλενάδες δεν είχε, ζωή δεν είχε, πέρα από τις δουλειές και την ευθύνη μιας μεγάλης φαμελιάς. Πόσο είχε λαχταρήσει το κεφαλοχώρι, τα γλέντια του, τον κόσμο, τους συγγενείς, τ’αδέρφια της! Είχε αποχτήσει όμως μια μεγάλη φαμελιά, κι αυτό δεν της έδιδε πολλά περιθώρια να σκέφτεται και να μοιρολατρεί viii.
Τα χρόνια περνούσανε. Κανείς από τ’αδέρφια της δεν εδιαφάλαζε ix στο μικρό χωριουδάκι, μόνο ο τελευταίος, ο Αλεξαντρής. Εκείνος νέο παλικάρι, αστράτευτος ακόμη, έζεφνε τη φοράδα του πατέρα του, έβανε μπρος του το στρατί αναμεσός των βουνών και ξεπέζευε μπροστά στο καμαρώσπιτο της αδερφής του. Το Μαρούλι εσκιζότανε στα δυο να τονε περιποιηθεί, να του δώσει να φάει και να πιει, και να πάρει ό,τι αγαθόκαλαx είχε…..
Μια των ημερών ο αγαπημένος αδερφός του Μαρούλι, ο Αλεξαντρής, έφυγε φαντάρος στα σύνορα και από τότες δεν εξαναγύρισε. Εκείνο τον καιρό η φανταρική βαστούσε χρόνια. Σαν απολύθηκε από το στρατό παντρεύτηκε μια Σμυρνιά και έφυγε για τη Σμύρνη. Εκεί εγκαταστάθηκε, εκεί εδούλεψε, επρόκοψε, κι εδημιούργησε τη δική του φαμελιά. Τέσσερις κόρες έφερε στον κόσμο ο Αλεξαντρής. Αρά και που έστελνε γράμμα στους γονέους του και τους έγραφε τα νέα. Έστελνε και πού φωτογραφία. Μεγάλη υπόθεση η φωτογραφία τότε. Μεγάλος και τρανός είχε γενεί συν καιρό ο υστεραδερφός xi του Μαρούλι. Έμπορος φουμισμένος, νοητερός xii κι αγαπητός, δεν εποξέχασε τα στερημένα του χρόνια και τη φαμελιά του στην Κρήτη. Παρόλο που ήτανε δύσκολες οι μεταφορές τα χρόνια κείνα, καταφτάνανε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τα δέματα με τα πεσκέσια που έστελνε στους γονέους και τσ’ αδέρφια του από τη Σμύρνη. Έστελνε και στο Μαρούλι, τη μονάκριβη αδερφή του. Μα ήρθε η Μικρασιατική καταστροφή κι όλα τα πήρε ένας σίφουνας μεγάλος και τα σήκωσε… όλα αφανιστήκανε, όλα σκόνη γενήκανε που τη σηκώνει ο αέρας και τηνε πάει εδώ κι εκεί.
Μέσα στη μεγάλη καταστροφή και τις φωτιές κάηκε και το σπίτι του αδερφού της. Εκείνος μαχαιρώθηκε στη μεγάλη σφαγή, μπροστά στα έντρομα μάτια της γυναίκας και των θυγατέρων του. Αίμα, πολύ αίμα και φωτιές. Μέσα σε τούτο τον κατατρεγμό για πώς τα καταφέρανε κι εσωθήκανε η μάνα με τις τέσσερις θυγατέρες, ένας Θεός το κατέχει. Από τη μια στιγμή στην άλλη επομείνανε έρμες και παντέρμες. Μαύροι καπνοί, φωνές, φόβος και τρόμος!…Φύρδην μίγδην xiii γενήκανε όλα μέσα σε μια μέρα καταραμένη. Φύλλα και φτερά η περιουσία τους, φτερό στον άνεμο η οικογένεια. Ο Κρητικός θέλοντας και την τελευταία στιγμή να προστατέψει τη γυναίκα και τις θυγατέρες του είχε το νου του παρ’ όλη την κόλαση.
-Τις λίρες…πάρετε τις λίρες από το παγκάρι…και φύγετε να σωθείτε…Ψάξετε στην Κρήτη την αδερφή μου το Μαρούλι…Ύστερα μαύρος καπνός, ύστερα ο πόνος και ο χωρισμός…
H Σμυρνιά μάνα με τις τέσσερεις θυγατέρες, η μεγαλύτερη δεκαπέντε και η μικρότερη εννιά χρονών, καταφέρανε και μπήκανε σ’ ένα καράβι, πρόσφυγες μιας γενιάς που έμελλε να γράψει ιστορία. Καταφέρανε και μπήκανε στο καράβι σώες, αφήνοντας οπίσω τον κατατρεγμό κι ένα μεγάλο «γιατί» για το χαμό του νέου άντρα και πατέρα. Ενός μερακλή και λεβέντη Κρητικού, όλος όξω καρδιά!
Η Αρτεμισία η πρωτοκόρη με τα σημάδια της φρίκης στο κοριτσίστικο πρόσωπο δεν το βάσταγε να θεωρεί το φρικιαστικό σκηνικό μέσα στο χαμό των αγαναχτισμένων, που είχανε γεμίσει το λιμάνι της Σμύρνης. Γυναίκες με μικρά παιδιά προσπαθούσανε να ανεβούνε σε πλοία ή οτιδήποτε πλεούμενο για να σωθούνε, μα οι Μουχαμέτηδες xiv τους εκόβανε με λεπιδομάχαιρο xv τα χέρια και πέφτανε στη θάλασσα! Κι η θάλασσα να βάφεται κόκκινη! Αλίμονο και φορούσε γυναίκα ή κοράσι σκουλαρίκια στ’ αυτιά, ή στο λαιμό χρυσαφικό. Κόβανε αυτιά, λαιμούς!…αλίμονο!..
Ό,τι κι είχε δύσει ο ήλιος κι οι φωτιές ακόμη εκαίγανε στην κατακαημένη πόλη. Η μικρότερη θυγατέρα, η εννιάχρονη Άννα, με σπαραχτικό κλάμα αποχαιρετούσε τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, κι έκραζε τον κύρη της, το παντέρμο θηλυκό, τον σπλαχνικό πατέρα που άφηνε οπίσω μαχαιροσφαμένο. Η Σμυρνιά μάνα, η Έστερ, με μια θλιμμένη ικανοποίηση που κατάφερε αυτή και τα τέσσερα κοράσια της να μπούνε σε πλοίο και να σωθούνε, άπλωσε για στερνή φορά τα χέρια στον αέρα της Σμύρνης. Αποχαιρετά νεκρούς και ζωντανούς. Αποχαιρετούνε την όμορφη πόλη της ευτυχίας και της γιορτής, που μέχρι πριν από λίγο ζούσανε σαν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Και το αρχοντικό τους, όμορφο και νοικοκερεμένο, με τις αυλές και τα γιασεμιά του, τα ψηλά παραθύρια και το καλντερίμι του, μαύρο έμελλε να στοιχειώνει σαν φάντασμα. Όλα σκέτο αποκαΐδι. Κάθε σοκάκι και κάθε γωνιά της Σμύρνης είχε εξαφανιστεί απ’ αυτή την καταραμένη στιγμή. Μια μαύρη σκόνη τα είχε σκεπάσει όλα.
Βράδιαζε…Η φωτιά στην κατακαημένη πόλη αναμείχτηκε μαζί με του δειλινού το πυρόγκριζο φως. Τελευταίο τοπίο, ένας πελώριος πίνακας που όλο και ξεμάκραινε στα θολά μάτια της προσφυγιάς. Μια ζωντανή «Γουέρνικα» κι ένας κατακόκκινος ουρανός που τον έκοβε στα δυο μια πυκνή μαύρη γραμμή. Τα κοριτσόπουλα με το θώρι ακόμη στραμμένο στην τυραννισμένη πόλη κι ανεβάζοντας ποιο ψηλά με πόνο ψυχής τα χέρια, μονολογούνε: « Γεια σου, πατρίδα μας γλυκιά, γη μας μαλαματένια!…
Μετά από ένα φρικιαστικό μερόνυχτο πόνου και οργής, το βαπόρι άραξε στο λιμάνι του Πειραιά. Τα τέσσερα κοριτσόπουλα με τη Μικρασιάτισσα μάνα τους νιώθουνε τον ξεριζωμό και την αρφάνια σαν ένα άλλο μαχαίρι να ξαμώνει απέναντί τους. Πού να γείρουνε; Σε ποιο να μιλήσουνε; Ένας σίφουνας προσφύγων κατατρεγμένων που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα, περιμένανε στυλωμένοι σαν ξύλινοι φράχτες σε μιαν άκρα. Τα μάτια τους χαμένα στο κενό. Πώς θα ήτανε το αύριο; Βαρύς ο ξεριζωμός κι η ξενιτιά ένα βουνό δύσβατο που τους έμελλε ν’ανεβούνε.
Οι τέσσερεις αδερφάδες, αν και δεν είχανε δει ποτέ τους συγγενείς τους στην Κρήτη είχανε στην άκρα του μυαλού τους τις ιστορίες που τους έλεγε ο κύρης τους. Είχανε περίπου μια ιδέα για τον τόπο και την οικογένειά του. Μα τα πια πολλά τα γνωρίζανε για τη θεια τους το Μαρούλι, τη μικροπαντρεμένη αδερφή του κύρη τους με τη μεγάλη καρδιά. Όταν γίνεται μια αθιβολή xvi και για όσο καιρό γίνεται είναι κι αυτή μια επαφή, γιατί τα όσα δε μπορούνε να δούνε τα μάτια, τα θωρεί καλά και πιο καθαρά η καρδιά του αθρώπου, όπως σοφά μας το λέει και ο ποιητής μας: «Τα μάτια δε καλοθωρού στο μάκραιμα του τόπου. Μα πλια μακρά και πλια καλά θωρεί η καρδιά τ’αθρώπου» *xvii.
Οι προσφυγοπούλες με την μάνα τους, ξεριζωμένες και βαθιά πληγωμένες από τον άδικο χαμό του άντρα και κύρη τους, λες κι έχουνε χάσει τη γη κάτω από τα πόδια τους. Πού να πάνε; Να μείνουνε εκεί στον Πειραιά, ξένες με το βαρύ στίγμα της προσφυγιάς, σε μια πόλη άγνωστη ή να συνεχίσουνε να βρούνε τον τόπο του κύρη τους; Κι ασπαστήκανε την τελευταία του πεθυμιά. Να πάνε στην Κρήτη. Ήτανε σίγουρες πως εκειδά θα βρίσκανε μια πόρτα ανοιχτή και μια καρδιά να τις ανιώσει. Μεγάλο πράγμα μέσα στην απόγνωση. Ένα πρώτο στήριγμα μέσα στα συντρίμμια. Οι γυναίκες ζητούσανε άσυλο. Και κατέχανε πως θα το βρίσκανε στην οικογένεια του Αλέξαντρου. Την ίδια μέρα κιόλας πήρανε το βαπόρι που θα τις έβγανε στην Κρήτη.
Μετά από μια άλλη ταλαιπωρία φτάνουνε στο κεφαλοχώρι και ζητούνε πληροφορίες για τους συγγενείς τους. Τα υπάρχοντά τους λιγοστά, και κάποιες λίρες, ο Θεός ν’αναπαύσει τον κύρη τους! Θα πιάσουν κάποιο τόπο. Στο κεφαλοχώρι δε βρίσκουνε παππού και γιαγιά. Δυστυχώς ήτανε αποθαμένοι. Τ’ αδέρφια του κύρη τους φαίνεται να είχανε ποξεχάσει ή σαν να μην εθέλανε να κονέψουνε xviii τις πέντε ξεριζωμένες ψυχές και τότε οι προσφυγοπούλες αναζητήσανε το Μαρούλι, τη μονάκριβη αδερφή του κύρη τους, που της είχε μεγάλη αδυναμία. Εκείνη ζούσε στο μικρό κι αποκομμένο χωριουδάκι, το Αχλάδι, κι οι Σμυρνιές είχανε κάμποσο δρόμο παραπάνω να κάμουνε.
Βάλανε μπροστά το στενό μονοπάτι και φτάσανε στο Αχλάδι κοντά στο καμαρώσπιτο του Μαρούλι. Ήτανε σίγουρες πως εκείνη θα τις καλοδεχότανε. Έτσι κι αλλιώς η πονετική αδερφή δε θ’ άφηνε όξω τις θυγατέρες και τη γυναίκα τ’αδερφού της. Του ξενιτεμένου αδερφού, που είχε να τον δει από τα νιάτα του κι απού ακόμη δεν εκάτεχε αν ζούσε ή απόθανε.
Ένας χωριανός τηνε προετοίμασε ότι την εγυρεύανε κάποιες γυναίκες από τη Σμύρνη. Κι εκείνη εκατάλαβε…
-Χίλια καλώς ορίσετε! Καλώς τσι κανακαρές xix μου! Ξεφώνιζε με φανερή έκπληξη το Μαρούλι.
-Και πού ’ναι ο Αλεξαντρής μου; Μα σάμπως κάτιτίς να ψυλλιάστηκε η γυναίκα κι εκίνησε να κλαίει…
-Θειούλα μου μην κλαις! Ο πατέρας μας εκεί ψηλά θα είναι ευχαριστημένος που ήρθαμε και σε βρήκαμε. Την παρηγορεί η Αρτεμισία, η πρωτοκόρη…
-Άχι, τον αδερφό μου, τον καλόγνωμό μου! Παιδιά μου, παντερμιά *xx μεγάλη, που σασε βρήκε! Όφου, Έστερ μου!
Η Σμυρνιά, νύφη πήγε να τηνε παρηγορήσει κι εκλαίγανε κι οι δυο αγκαλιασμένες.
-Πώς να το ποδειναστώ xxi και πώς να του ξεχάσω, κουνιάδα; Για να σασε δω ελόγου σας, θυγατέρια μου… να σας αποκαμαρώσω! Όμορφη οικογένεια είχε ο άτυχος και δεν τηνε χάρηκε. Ο Αλεξαντρής μας ήτανε, λέει, έμπορας μεγάλος και τρανός! Είχε την κατάστασή του, την καλή του οικογένεια, μα είντα βγαίνει; Ας όψονται οι Τουρκαλάδες! Κοπιάστε κακορίζικα! Κάτσετε να φάτε πράμα xxii. Πεινασμένες θα να’στε με τόσονά δρόμο που κάμετε. Κάτσετε να βγάλω μυζήθρα από την κουρούπα xxiii να σασε κάμω νεράτες *xxiv μυζηθρόφτες. Να σασε φέρω και μια κριθινοκουλούρα xxv, τυρί κι ελιές, να φάτε, ό,τι ’χομε επαδά βρισκούμενοω xxvi.
-Ευχαριστούμε !Δε θέλουμε τίποτες! Μόνο που ήρθαμε και βρήκαμε πόρτα ανοιχτή μας φτάνει.
Η ευγενική Σμυρνιά, ευχαριστεί και ευγνωμονεί την αδερφή του άντρα της για την περιποίηση και τη μεγάλη αγκαλιά, για τη στέγαση και την τροφή που τους έδιδε τον καιρό που μείνανε στο μικρό χωριουδάκι. Τα κοριτσόπουλα παρότι ήτονε μεγαλωμένα με αρχές μέσα σε αρχοντικά και πλούτη κι είχανε μια καλή ζωή στην πόλη, δεν αργήσανε να προσαρμοστούνε με την απλή και δύσκολη ζωή του μικρού χωριού. Χωρίς πολλές ανέσεις, χωρίς περιττά πράγματα και δίχως να μπορέσουνε να συνεχίσουνε τη μόρφωσή τους. Μάθανε όμως γλήγορα τις αγροτικές δουλειές και συνεισφέρανε στην οικογένεια με προσωπική δουλειά. Πέντε στόματα παραπάνω δεν ήτανε και λίγα σε τέτοιες δύσκολες εποχές. Οι κοπελιές φιλευτήκανε ογλήγορα με τις δυο αξαδέρφες τους, τις τελευταίες κόρες του Μαρούλι, γιατί οι άλλες είχανε παντρευτεί κι είχανε φύγει από το μετόχι. Είχανε φύγει και οι ασερνικοί. Όλοι ζούσανε στα μεγαλύτερα κοντινά χωριά.
Έναν ολόκληρο χρόνο εμείνανε οι Σμυρνιές στο μικροχώρι. Οι κοπελοπούλες μάθανε πολλά δίπλα στη θεια τους την Κρητικιά. Ζήσανε κι αγαπήσανε τη ζωή του χωριού. Μα έπρεπε ν’ αρχίσουνε τη δική τους ζωή. Κι αποφασίσανε να φύγουνε για την μικρή κωμόπολη και ν’ αρχίσουνε σιγά σιγά να στέκονται στα πόδια τους.
-Κουράστηκες, για μας κουνιάδα! Νισάφι πια! Θα σε στέλνω χαιρετισμό από τη Χώρα, ό,τι μπορώ. Ευχαριστώ πολύ για όλα! Θα σας περιμένω κοριτσούλια ! Γεια και χαρά σας, ομορφιές μου! Είπε η Έστερ αναδακρυωμένη κι έφυγε με τις θυγατέρες της για την κωμόπολη.
Ως πρόσφυγες πήρανε την ανάλογη περιουσία που τους έδωσε το κράτος μαζί κι ένα σπιτάκι. Οι μεγαλύτερες κόρες φτιάχνανε κεντήματα και τα πουλούσανε κι η μάνα, η Έστερ ήτανε μοδίστρα. Στην μικρή πολιτεία που μένανε δεν ξεχάσανε την όμορφη και απλή ζωή στο χωριουδάκι. Πολλές φορές εστέλνανε στις αξαδέρφες τους πεσκέσια από την πόλη και κοφτά κεντήματα για την προύκα τους..
Οι καλαναθρεμμένες κοπελιές εδείξανε μεγάλη ευγνωμοσύνη στην οικογένεια που τις προστάτεψε και τους στάθηκε την δύσκολη ώρα. Για τούτο και είναι πρόθυμες ν’ ανταποδώσουνε.
Μια μέρα το στεροπαίδι του Μαρούλι, η Αννίκα, κοπελοπούλα αφράτη και ζωηρή πήγαινε καβαλάρισσα με το μουλάρι να ποτίσει τα οζά τους στην πλαγιά του βουνού. Μα στην πορεία το μουλάρι μυγιάστηκε κι επήγαινε αλλού τ’ αλλού κι η κοπελιά πέφτει και σπα τη πανωμασέλα της. Μαύρο χάλι ήτανε το στόμα της, κοπελιά, μαθές, όμορφη. Οι Σμυρνιές μόλις μάθανε για το συμβάντο, της μαντατέψανε να κατεβεί στο Λιμάνι (όπως συνήθιζαν να λένε παλιά τη Σητεία) και να σάξει τα δόντια της. Αυτές θα φροντίζανε για όλα. Μέχρι και χρυσά δόντια της βάλανε κι από τότε κι ύστερα η Αννίκα απόκτησε τον τίτλο της «Χρυσοδόντας» σε όλη τη μετέπειτα ζωή της. Το παρατσούκλι που της βγάλανε πολύτιμο… Να ’ναι καλά οι Σμυρνιές που της χαρίσανε αυτόν τον τίτλο!
Εφτά χρόνια μείνανε οι Σμυρνιές στην Κρήτη. Ξετελεμένες xxvii κοπελιές όλες, αποφασίσανε μια των ημερών να φύγουνε στην Αθήνα για μια καλύτερη τύχη. Πουλούνε τη μικρή περιουσία που είχανε και μετακομίζουνε στην πρωτεύουσα. Εκεί βρήκανε όλες δουλειά σε εργοστάσια κι είχανε να ζήσουνε και την ταλαιπωρημένη μάνα τους.
Η δεύτερη θυγατέρα, η Βασιλεία, μια πανέμορφη κοπελιά, είχε πιάσει δουλειά σε εργοστάσιο φημισμένου επιχειρηματία της εποχής. Δεν άργησε όμως να την ερωτευτεί ο γιος του εργοστασιάρχη κι ήθελε να τηνε παντρευτεί παρά το «σκότωμα» της μάνας του που δεν ήθελε επουδενί και λόγο να πάρει ο γιος της μια φτωχή προσφυγοπούλα. Μέχρι που μια μέρα τηνε πέτυχε και της λέει: «και πέντε κοπέλια να κάμεις, εγώ θα σε χωρίσω». Το τι δεν έκαμε, η ξιπασμένη, το τι δε της έταξε για να τηνε κάμει να φύγει. «Άσε το γιο μου και θα σου δώσω τρεις οκάδες χρυσές λίρες». Κι εκείνη πανέξυπνη και θαρραλέα της απαντά: «Εγώ θα πάρω και το γιο σου και τις λίρες!».
Η Βασιλεία κέρδισε με την ομορφιά, την εξυπνάδα και την αξία της τον πλούσιο γαμπρό και στο τέλος τον παντρεύτηκε. Είχε την τύχη να είναι για κάμποσα χρόνια στ’ αρχοντικάτα και τα πλούτη της πιο γνωστής Αθηναϊκής οικογένειας. Όμως ο σπιούνος, η κακή πεθερά, κατάφερε στο τέλος να τη χωρέσει, όπως και το ’χε σκοπό από ξαρχής. Εκείνη όμως εν τω μεταξύ είχε αποχτήσει δυο γιους κι είχε καταφέρει να βοηθήσει και τις αδερφές της να μπούνε κι αυτές στην καλή Αθηναϊκή κοινωνία και ν’ αποκατασταθούνε. Τούτος ο γάμος παρόλο που δεν εβάσταξε, πολλά ωφέλησε αυτή και τις αδερφίδες της που είχαν εν τω μεταξύ καταφέρει ν’ανοίξουν έναν νέο κύκλο και να μπουν μέσα. Ήταν ο κύκλος μιας ζωής που έκλεισε με αίσιον τέλος.
ΥΓ. Κι αν δεν γνώρισα τις Σμυρνιές, έχω κάτι από τα χέρια τους: Τα περίτεχνα κοφτά τους κεντήματα…ιερό κειμήλιο. Τώρα μένω κάπως ήσυχη για τη μνεία αυτή.
Αληθινή ιστορία του αδελφού της προγιαγιάς μου Μαρίας (Μαρούλι) Χατζησταυράκη.
Υπάγεται στην υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «Αροδαμοί κι Αγκαραθιές»
Γλωσσάρι:
i Τα έχη: περιουσίες, υλικά αγαθά
ii Σώπατα: ίσιοι τόποι
iii Λέσκες: πλαγιές
iv Μετοχιανούς: κατοίκους μικρών οικισμών
v Τσιγουδίζει: καίει επιφανιακά. Μεταφ. καταστρέφει
vi Καμαρώσπιτο: σπίτι ενός μεγάλου δωματίου που χώριζε με πέτρινη καμάρα
vii Τσεμπέρι: μαντήλι βαμβακερό που κάλυπτε το κεφάλι
viii Μοιρολατρεί: κλαίει τη μοίρα της
ix Εδιαφάλαζε: φαινόταν να έρχεται
x Αγαθόκαλα: αγαθά, συνήθως φαγώσιμα
xiωΥστεραδερφός: τελευταίος αδερφός
xiiωΝοητερός: έξυπνος
xiii Φύρδην μίγδην: αναστάτωση, άνω κάτω
xivωΜουχαμέτηδες: Μουσουλμάνοι
xv Λεπιδομάχαιρο: μαχαίρι κοφτερό σαν λεπίδι
xvi Αθιβολή: αναφορά σε πρόσωπα και γεγονότα
xvii Στίχοι από τον «Ερωτόκριτο»
xviii Κονέψουνε: βάλουνε στο σπίτι (κονάκι)
xix Κανακαρές: χαϊδεμένες
xxωΠαντερμιά: δυστυχία
xxi Ποδειναστώ: αντέξω τα δεινά
xxii Πράμα: κάτι
xxiii Κουρούπα: πιθάρι μικρού μεγέθους
xxiv Νεράτες μυζηθρόφτες: είδος παραδοσιακής μυζηθρόπιτας
xxv Κριθινοκουλούρα: παξιμάδι κρίθινο σε σχήμα κουλουριού
xxvi Βρισκούμενο: ό,τι ήθελε βρεθεί
xxvii Ξετελεμένες κοπελιές: κορίτσια που έχουν πια την κατάλληλη ηλικία για να παντρευτούν.
Άννα Τατάκη
Φωτογραφία από την έκθεση του Μουσείου Μπενάκη για τον μικρασιατικό ελληνισμό
Πηγή: ο ομφαλός της γης
Τα πολύχρωμα κουβάρια μένουν τυλιγμένα στο καλάθι όπως τα άφησαν τα δύο ταλαίπωρα χέρια.
Η ανέμη τα στριφογύρισε μαζί με πολλές εικόνες και αναμνήσεις.
Δεν ξέρω αν θα ξετυλιχτούν ποτέ , αν θα πλεχτούν ποτέ ...
Ίσως αν κάποιος στην ανέμη
δώσει κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι ν' αρχινίσει;
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι μόλις πέντε χρονών που ξαφνικά μια μέρα απο τη φτωχική αυλή της μάνας του με τα έξι αδέρφια του, βρέθηκε σε ε΄να μεγάλο σπίτι. Κι εκεί μπροστά σε έναν ψηλό μαρμάρινο νεροχύτη και σκαρφαλωμένη πάνω στο ξύλινο σκαμνάκι για να φτάνει, απο πέντε χρονών έγινε είκοσι πέντε. Έτσι ξαφνικά.
Το δίπατο σπίτι με τις βαριές βελούδινες κουρτίνες το χειμώνα και τις σεζλόνγκ στη μαρμάρινη βεράντα το καλοκαίρι, την ταξίδεψε είκοσι χρόνια μπροστά αφήνοντας πίσω τη μικρή αθώα παιδούλα.
Τα παιδικά της χέρια αντί για πορσελάνινες κούκλες χάιδευαν και καθάριζαν με πράσινο σαπούνι πορσελάνινα σερβίτσια για την καθημερινή λάτρα του σπιτιού. Στα μαλλιά της αντί για μεταξωτές κορδέλες φορούσε ένα πράσινο φακιόλι που , για να ξεγελά τη σκληρή καθημερινότητα, είχε κοφτό κέντημα γύρω απο το πρόσωπο της.
Μόνο κάποιες Κυριακές, ανοιξιάτικες και σπάνιες, φορούσε τα καλά της και έβγαινε με τους δύο κηδεμόνες την καθιερωμένη βόλτα ως το ζαχαροπλαστείο της πόλης για το περίφημο γλυκό με τις φράουλες.
Τα είκοσι πιο τρυφερά χρόνια της ζωής της τα έζησε μαθαίνοντας να μένει σιωπηλή, ήσυχη και ταπεινή με σκυμμένο το κεφάλι. Κι έτσι κύλησε η ζωή της στα καλά και στα άσχημα. Σταυρωμένα τα χέρια και σκυμμένο το κεφάλι, σιωπηλή ώσπου τα μαύρα σγουρά μαλλιά της έγιναν ασημένια χιονάτα και μοσχομυρωδάτα.
Ώσπου η μαυρομαλλούσα κοπελιά έγινε η χιονομαλλούσα γιαγιά που δεν είπε ποτέ της παραμύθια στην εγγόνα της πέρα απο ετούτο εδώ, με τα μάτια χαμηλά και το χαμόγελο να ισορροπεί τη θλίψη των ματιών της.
Μπορεί να μην ξετυλιχτούν ποτέ ετούτα τα κουβάρια, δεν έχει σημασία όμως.
Γιατί τυλίχτηκαν με τόση αγάπη σε καιρούς μεγάλης μοναξιάς με την προσμονή γιαγιάς και εγγόνας για τα Σαββατοκύριακα τους με την ανέμη να γυρίζει.
Στη γιαγιά μου και στα δυο ταλαίπωρα χέρια της που με φρόντισαν, με χάιδεψαν, με μάλωσαν, μού τύλιξαν ετούτα τα πολύχρωμα κουβάρια.
Παραμύθι της ανέμης
Μαρία Φασουλάκη
Πηγή ο ομφαλός της γης
Η μέρα της φωτιάς και της καταστροφής θα σημαδέψει για πάντα τη Διδώ.
Κουβαλώντας βαριές απώλειες στις αποσκευές της, θα πάρε το δρόμο της προσφυγιάς, δημιουργώντας μια νέα ζωή στην Ελλάδα, σ' έναν τόπο που ταλανίζεται από τα δικά του προβλήματα.
Ένα πιάτο που ράγισε για τη νέα πατρίδα θα υπενθυμίζει σε όλους πως ότι σπάει ξανακολλάει και ότι καταστρέφεται μπορεί να φτιαχτεί από την αρχή.
Ιφιγένεια Τέκου
Το καλό μπλε σερβίτσιο
Από Γαστρονόμος
Τεύχος 199 Νοεμβρίος 2022
Από τον Τσεσμέ στη Χίο
Στην προσφυγική συνοικία Βαρβάσι,
Πατρίδα είναι οι μνήμες.
Δύο συννυφάδες με καταγωγή από τον
Τσεσμέ και το Λυθρί της Σμύρνης
διηγήθηκαν τις ιστορίες του ξεριζωμού
των οικογενειών τους και γλύκαναν τις
πικρές μνήμες με σάμαλι και γλυκό κυδώνι.
Η υπόθεση του πρώτου αυτού μυθιστορήματος της Διδώς Σωτηρίου αναφέρεται στα θύματα της μικρασιατικής καταστροφής, τον ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών και τις σκληρές δοκιμασίες που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες κατά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.
Η Αλίκη Μάζη, ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, αφηγείται τις αναμνήσεις της από τα δραματικά εκείνα γεγονότα.
Στο απόσπασμα που παραθέτουμε βλέπουμε την ευτυχισμένη ζωή των Ελλήνων της Μ. Ασίας προτού να ξεσπάσουν οι ταραχές.
Σε μας, όποιαν ώρα της μέρας κι αν ερχόταν κανείς, έβρισκε πάντα κόσμο και κίνηση και κουζίνα σε δράση.
Μοσχοβολούσαν ψητά και τηγανητά και λουκουμάδες και χαλβάδες και κατημέρια·* δε χρειαζόταν καν να υπάρχει η πρόφαση κάποιας γιορτής. Μπαινόβγαιναν τα παιδιά της γειτονιάς, οι δασκάλοι μας, οι ράφτρες, οι παραδουλεύτρες, οι γειτόνισσες, φτωχές και πλούσιες, οι χαρτορίχτρες, η
διανοούμενη νεολαία του Αϊντινιού.*
Κάθε Τετάρτη, μαζεύονταν οι συγγένισσες και οι φίλες, για να γίνει ο φιδές. Ο φιδές ήταν ένα είδος ψιλό
και στρογγυλό κριθαράκι, σα χοντρές οξείες, που το 'φτιαχναν οι γυναίκες στρίβοντας με δεξιοτεχνία το
ζυμάρι ανάμεσα στα βουτυρωμένα δάχτυλά τους και το αράδιαζαν πάνω σε κόσκινα, σε σίτες και σε
τραπέζια στρωμένα με ολόασπρα τραπεζομάντηλα.
Το σόι του πατέρα μου, που φιλοδοξούσε να δίνει στον κόσμο την εντύπωση της πιο μονιασμένης
οικογένειας, ήταν στην πραγματικότητα χωρισμένο σε δυο αντιμαχόμενες μερίδες. Στη μια ανήκε η
γιαγιά, ο θείος Θανάσης, η θεία Καλλιόπη κι ο πατέρας, γιατί ήταν όλοι τους παραλλαγές ενός ζωντανού,
λαϊκού, εύθυμου και καλόκαρδου μοτίβου, στην άλλη ο θείος Αριστείδης και δυο άλλα πλούσια αδέρφια
της γιαγιάς, ο θείος Περικλής κι ο θείος Ορέστης με τις οικογένειές τους. Η θεία Ερμιόνη βρισκόταν
ανάμεσά τους, με το ένα πόδι εδώ και τ' άλλο εκεί.
Οι γυναίκες του θείου Περικλή και του θείου Ορέστη ήταν γνωστές στο Αϊντίνι για τις μεγάλες προίκες
τους και την ψωροπερηφάνια τους. Είχαν κι οι δυο αρχαιόπρεπα ονόματα, όπως συνηθιζόταν στη
Μικρασία. Ηλέκτρα έλεγαν τη μία, Ιώ την άλλη. 'Οταν τις έβλεπε η θεία Καλλιόπη να καταφτάνουν τις
Τετάρτες, με τις κόρες τους, ντούρες, ακατάδεχτες, με σουρωμένα τα χείλια τους, σα να ήταν σακουλίτσες
με λίρες, έλεγε στη μητέρα:
— Μαίρη, ετοιμάσου να μαζέψεις δηλητήρια. Το αχμάκ-καραβάν* έρχεται. Ωχ, τι έχεις ν' ακούσεις πάλι,
που κάλεσες την Τακουή!
— Μα για να τις σοκάρω την κάλεσα, έλεγε η μητέρα, και τις έβαζε να καθίσουν κοντά στην Αρμένισσα
γειτόνισσά μας.
Η Τακουή που με την καλή, λαϊκή της καρδιά και την αφέλειά της δεν ξεχώριζε τις διαθέσεις τους, τις
σκουντούσε με τον αγκώνα της σε κάθε αστείο της για να γελάσουν, αναποδογύριζε τα φλιτζάνια του
καφέ να τους πει την τύχη τους, αράδιαζε χίλιες δυο συνταγές για τον έρωτα και την καλλονή, για το πώς
λύνονται τα μάγια των ξελογιασμένων αντρών και πώς γεννιέται τ' αρσενικό παιδί.
Αυτές μειδιούσαν με τσιγκουνιά και στην πρώτη ευκαιρία άλλαζαν θέση. 'Επιαναν κρυφά τη θεία
Ερμιόνη και της έλεγαν:
— Μα επιτρέπεται στη Μαίρη να συναναστρέφεται γυναίκες τέτοιας κοινωνικής τάξεως! Επιτρέπεται;
Η θεία Καλλιόπη, έκλεινε τότε το μάτι και ψιθύριζε της μητέρας:
— Σουτ! ν' ακούσουμε τις αριστοκράτισσες που άλλο όργανο απ' τη χολή* δεν έχουν. Μωρέ θύμισέ μου
καμιά σόκιν ιστορία να την ξεφουρνίσω, να γελάσουμε με τα μουτσουνίσματά* τους.
— Όχι, να χαρείς, θεία Καλλιόπη, της έλεγε η μητέρα. Φτάνει για σήμερα. Πες, καλύτερα, την ερωτική
περιπέτεια του καπτάν Μαθιού με την εγγλέζα λαίδη. Αυτή θα τους αρέσει.
Κι η θεία Καλλιόπη άρχιζε τη διήγηση με ευθυμία και μιμόταν τις νευρικές χειρονομίες και τη φωνή του
άτυχου καπτάν Μαθιού, που ήταν ένας καραβοτσακισμένος θαλασσόλυκος κι έγινε ύστερα στεριανός κι
άραξε στο Αϊντίνι, κοντά σ' έναν αδερφό του, γιατί είχε πάθει καταρράχτη και στα δυο του μάτια. Του
καπτάν Μαθιού τις φανταστικές ιστορίες τις ρουφούσε όλο το Αϊντίνι, σα να ήταν νόστιμα θαλασσινά.
Μα εκείνη που τις αξιοποιούσε πραγματικά ήταν η θεία Καλλιόπη. Όταν περνούσε καμιά φορά απ' το
σπίτι της ο καπτάν Μαθιός να πιει το καφεδάκι του, τον κούρντιζε να της πει τον ερωτά του με την εγγλέζα
λαίδη.
— Εχ, μωρέ Καλλιόπ', έκανε κείνος, δε μ' πιστεύ'ς γιατί ως φαίνεται δεν τούνι ξέρ' η αφεντιά σ' τι
εξαπουδός είναι ου έρωντας. Αλησμονάς πως τότες τόλιγι η καρδιά τ' Μαθιού κι τα πουντίκια των χεριώνε
τ' φουσκώνανι σα σιδερ' κά κι έβραζε η νιότ' στα γαίματά τ' κι έκανε μοναχόζιτ'* για ικατό εγγλέζ'
ναυάρχ'...
— Και πού τη γνώρισες, μωρέ Μαθιό, τέτοια μεγάλη και τρανή αριστοκράτισσα;
— Σ τούπα, ντε, κι άλλουτις. Στου λιμάν' ανταμώσαμι. Κι μούπι. «Σ' δίνο όσα πιντόλιρα θες να γίν'ς
άντραζιμ'.* Έναν τέτιουνι λιβέντ' θέλου μαθές»! Mα ιγώ δεν παλάβουσα να παντριφτώ γ'ναίκα που δεν
ήταν τση σειράζιμ'...*
Κι ο αθεόφοβος, ο καπτάν Μαθιός, άρχιζε να περιγράφει σαν ποιητής τη νύχτα που αποχωρίστηκαν στον
κήπο της λαίδης. Και την κρατούσε αγκαλιά ως την αυγή που μιλούσανε κάτω απ' το φεγγάρι. Και
μεθούσε και συγκινιόταν κι ο ίδιος τόσο, με τα ψέματά του, που έτρεχαν δάκρυα απ' τ' αρρωστημένα του
μάτια.
Μα η θεία Καλλιόπη τον κούρντιζε πάλι:
— Καλά, μωρέ Μαθιό, πώς μιλούσες με την κοπέλα; Εσύ δεν ξέρεις εγγλέζικα.
— Εεε; έκανε με αμηχανία ο μπάρμπα Μαθιός, καθώς δεν περίμενε τέτοιαν ανάκριση. Βέβαια τα ιγγλέζ'
κα δεν τα κατέχου, μα ήξερι μαθές η αφεντιά τσ' τ' αρχαία ιλληνικά!
— Κι εσύ πού τα ξέρεις τα αρχαία; τον βασάνιζε η θεία Καλλιόπη με απονιά.
— Κάτ' λιγουλάκια τα ξέρουμ' κι εμείς δα, μοιάζνι μι τ' αλατζατιανά...*
Τα πρωινά εκείνα του φιδέ παίρνανε πάντα τον τόνο γιορτής. Οι ασημένιοι δίσκοι πηγαινοερχόντανε με
καφέδες και γλυκά — νερατζάκι, φιστίκι και μελιτζανάκι παραγεμισμένο με μύγδαλο, μαστίχα και
πράσινο καρυδάκι. Το κέφι τότε άναβε και καθώς τα χέρια δούλευαν με σβελτάδα το ζυμάρι, άλεθαν κι
οι γλώσσες. Κι η καθεμιά έλεγε τις δικές της συνταγές για φαγιά και γλυκά.
Ερχόταν και η νύφη του θείου Γιάγκου, η κυρία Ελβίρα Σιτζάνογλου με τα παιδιά της, τις δυο υπηρέτριές
της και τις τρεις σειρές φλουριά στο λαιμό της και γινότανε ο στόχος της γενικής ευθυμίας. Μόνο η θεία
Ηλέκτρα και η θεία Ιώ τ'ς μιλούσαν πάντα με το «σας» και με το «σεις», γιατί είχαν υπόληψη στον άντρα
της, που ήταν εργοστασιάρχης.
— Θα μας έρθει και ο σύζυγος το απόγευμα, κυρία Σιτζάνογλου;
— Θα σας έρθει, έλεγε κι εκείνη που ήταν αγράμματη και φοβόταν μη δε χρησιμοποιήσει το σωστό ρήμα
και τις σωστές αντωνυμίες.
Το μεσημέρι, όλος εκείνος ο γυναικόκοσμος έτρωγε στο σπίτι μας και τ' απόγεμα έρχονταν κι οι άντρες
απ' τις δουλειές τους και το ρίχνανε στα ουζάκια. Η Ριρή έπαιζε πιάνο και οι νέοι χόρευαν. Αν ο καιρός
ήταν καλός, πήγαιναν όλοι μαζί στις γύρω εξοχές — πότε στου Τσακίρογλου, πότε στο Μπουνάρι, πότε
στο Κέπεζι και κουβαλούσαν εκεί οι «δούλες» τα λογιών λογιών μπουρεκάκια, τους παστουρμάδες, τις
αγκινάρες τουρσί και τις παραγεμισμένες με αντζούγια ελιές.
Ο θείος Θανάσης τότε μεθούσε, έπαιζε κιθάρα, τραγουδούσε, έκανε εξομολογήσεις στις όμορφες κι έλεγε
στ' αδέρφια του και στο θείο Γιάγκο που συζητούσαν όλο για τις επιχειρήσεις τους.
— Αφήστε βρε αρκαντάσηδες,* ήσυχα για λίγο τα μυαλά σας. Η ζωή θέλει έρωτα και λουλούδια. Θέλει
και καντάρια χαρά και καλοσύνη, θέλει και ασκιά, πολλά ασκιά κρασί και γέλιο. Έτσι δεν είναι
πριγκιπέσσα μου; (Πριγκιπέσσα φώναζε τη γυναίκα του, την Ελπινίκη, σε πείσμα των αδερφών του, που
τη θεωρούσαν παρακατιανή). Εκείνη, μαζεμένη και ντροπαλή όπως ήταν, απασχολημένη συνεχώς με τα
οκτώ παιδιά της, γύριζε και του χαμογελούσε καλοκάγαθα, χωρίς να μιλάει.
Εμείς τα παιδιά δε χάναμε τίποτα από τις κινήσεις και τις διηγήσεις των μεγάλων και τρώγαμε τόσο πολύ
και τόσο άταχτα, που στομαχιάζαμε και παθαίναμε πυρετούς και δυσπεψίες.
Η γιαγιά, δεν παραδεχόταν καμιά αρρώστια εκτός από το μάτι.*
Ακόμα κι όταν μας έπιαναν ελώδεις, φώναζε την κόνα* Αγγελικώ να μας ξεβασκάνει. Κι εκείνη, άλλο
που δεν ήθελε, για να βγάλει κανένα έκτακτο μπαξίσι.* Άναβε λιβάνι και διάφορα βότανα και φτερά και
δέρματα και κόκαλα ερπετών και πουλιών στο μπρούτζινο θυμιατό, κι άρχιζε τα ξόρκια της.
«Σαντού, Μαντού, η πιο μεγάλ' τσ' νύχτας κι τσ' μέρας, βοήθα να διώξου του κακό...».
Με την κόνα Αγγελικώ είχα περάσει πολύ κοντά τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, κι είναι από τις
φυσιογνωμίες, που ο χρόνος δεν τις σβήνει στην ανάμνηση, μα τις ζωηρεύει. Ξερακιανή, σβέλτα, με χέρια
φαγωμένα από μισόν αιώνα μπουγάδες, μπορούσε να δουλεύει στη σκάφη δώδεκα ώρες και στο μεταξύ
να διακόφτει για να μπει στην κουζίνα να φτιάξει κατημέρια, να τηγανίσει «τζιεράκια»*, να μας λούσει
όλα εμάς τα παιδιά, να τρίψει τα μπακίρια, να επιδοθεί σε ξόρκια και γιατροσόφια.
Έκοβε το «σαρλίκι»* με μέλι και μετάξι, τις «μαγουλήθρες»* των παιδιών με το Πεντάλφα, γήτευε* τον
«παροξυσμό», τον «κουκλού»*, τον «ψωροφύτη»*. Κάποτε παρατούσε τη δουλειά για να τρέξει να
σαβανώσει και κανένα Χριστιανό, για την ψυχή της.
Η κόνα Αγγελικώ είχε αδυναμία στα παραμύθια. Ίσως γιατί την απομάκρυναν απ' τη σκληρή ζωή της,
ίσως και γιατί σ' αυτά έβρισκε μια διέξοδο η ζωηρή φαντασία της. 'Οταν μας ξεφορτωνόταν η μητέρα,
γιατί είχε δικές της συντροφιές, μας μάζευε αυτή γύρω της και μας έλεγε πότε για τις νεράιδες, που
βγαίνουν τη νύχτα απ' τα μπουνάρια* και ξελογιάζουν με την ομορφιά τους τους άντρες και πότε για τα
στοιχειωμένα τσοκαράκια της Βαλιντέ-χανούμ* που τη σκότωσε ο άντρας της από ζήλεια κι από τότε τις
νύχτες τρέχουν μόνα τους τα τσοκαράκια και φωνάζουν την κυρά τους: «Βαλιντέ! Βαλιντέ!».
Όταν πρωτακούσαμε το παραμύθι αυτό, ούτε η Ριρή, ούτ' εγώ κλείσαμε μάτι. Καθώς προχωρούσε η νύχτα
κι οι δρόμοι πέφτανε στη σιωπή του φόβου, ακούστηκε ο χτύπος του ραβδιού του παζβάντη*: «Ταμ, ταμ,
τάκα, τάκα, νταν...». Άλλοτε ο χτύπος αυτός μας έδινε το αίσθημα της σιγουριάς. Ήταν το σύνθημα για
τον κόσμο να κοιμηθεί ήσυχα, γιατί οι παζβάντες άγρυπνοι φρουροί φύλαγαν τη ζωή και την περιουσία
του. Μα εκείνη τη νύχτα η φαντασία μας έτρεχε αχαλίνωτη.
— Ακούς; Ακούς τα τσοκαράκια; ψιθύρισε η Ριρή.
— Ακούω, της είπα κι έτρεμα σύγκορμη.
Ο αγαπημένος ήρωας της κόνα Αγγελικούς ήταν ο Τσάκιτζης*, ο ξακουστός Εφές* του Αϊντινιού. Μας
τον παράσταινε προστάτη της φτωχολογιάς, μεγαλόκαρδο, σελμπέση* και δίκαιο. Μα μέσα σ' εκείνες τις
διηγήσεις της έβαζε και τους δικούς της καημούς και πόθους, τις προσδοκίες, τις πίκρες και το άχτι της
για τις αδικίες των ισχυρών.
Έβρισκε ξεχωριστή ευχαρίστηση να διηγείται, με νέες πάντα παραλλαγές, την ιστορία του σκληρού και
άπονου Ραμάζη, του τσιφλικά, που έκανε «μαύρη κι άραχλη» τη ζωή των φτωχών κι άφηνε τα παιδιά
τους να πεθαίνουν απ' το χτικιό. Μα ένα βράδυ ο Τσάκιτζης ζώστηκε τις πιστόλες του, καβαλίκεψε τ'
άσπρο του το άτι και «τάκα-τουκ, τάκα-τουκ», νάτος με τα παλικάρια του στον κούλα* του Ραμάζη.
— Διαόλου σπέρμα —του λέει— τοιμάσου να παραδώσεις ψυχή!
Εκείνος προσκύνησε και του φιλούσε χέρια και πόδια τάζοντάς του τα πιο πλούσια δώρα για να του
χαρίσει τη ζωή.
— Αμάν γιαβρούμ! Αμάν...
Μα ο εκδικητής των φτωχών δεν είχε οίκτο για το σιχαμερό εκείνο σκουλήκι.
— Κι μπαμ! —ξέσπασε με άγρια χαρά η κόνα Αγγελικώ— αδειάζ' τσι μπιστόλες τ' στην καρδιά τ'. Κι τ'
παίρν' του κιμέρι* τ' μι τσ' λίρις —λίρα να ιδεί του μάτι σ' κι να σαστίσ'. Κι βγάζ' ντιλάλ'* κι κράζ' σι
σύναξ· ούλιοι τσι χουριάτις Τούρκ' κι Ρουμιοί, που βρώμαγαν τα χνώτα τ'ς απ' τ' πείνα...
Και ο τιμωρός της αδικίας καλούσε τότε τους χωριάτες να σφάξουν βόδια κι αρνιά και γουρούνια και ν'
ανοίξουν τα βαρέλια με το ρακί και να ριχτούν στο φαγοπότι. Κι έδινε ένα σακουλάκι λίρες στο Μεχμέτη
που είχε δώδεκα παιδιά, κι άλλο ένα σακουλάκι στο Γιώργη που είχε αστεφάνωτες τις πέντε κόρες του.
— Κι να ιδώ, κι να κι κει, έπισι του χρυσάφ' κι τ' ασήμι σαν του σπόρου... Ααχ! Δεν νταγιαντιόταν*
πιδάκια μ' άλλου η φτώχεια...
Τα μάτια της κόνα Αγγελικώς άστραφταν, τα χέρια της πλανιόνταν ανοιχτά στον αέρα, λες κι ήταν και η
ίδια εκειδά που μοίραζαν τις λίρες ν' αρπάξει κανένα σακουλάκι να το τρέξει στην κόρη της την Ασημίνα
και στα εγγόνια της... Μα μια κι δεν τον είχε πρόχειρο τον Τσάκιτζη να την ευεργετήσει, βόλευε τη
φτώχεια της ξαφρίζοντας τα δικά μας κελάρια.
Το βράδυ, όταν έφευγε κι έτρεχα ξοπίσω της ως το δρόμο τραβώντας την απ' τις φούστες, ένιωθαν τα
δάχτυλά μου όχι το αποσκελετωμένο κορμί που υποδεχόμουνα το πρωί, μα διάφορα κουτιά και δέματα
μαλακά και σκληρά, χωμένα μέσα στο μακρύ βρακί της, που έδενε στον αστράγαλο, και κάτω απ' τις
καμιζόλες* της, όπου κολυμπούσαν δυο πλαδαρά στήθια. Μα η ανακάλυψή μου αυτή δεν την τρόμαζε.
Ήξερε πως δε θα το πρόδινα σε κανέναν το μυστικό της, γιατί την αγαπούσα αληθινά.
Άλλωστε, στο σπίτι μας τέτοια «ψιλοπράματα» κανείς δεν τα υπολόγιζε τότε.
κατημέρι: είδος γλυκίσματος.
Αϊντίνι: πόλη της Μ. Ασίας κοντά στο Μαίανδρο ποταμό που είχε πριν από τη μικρασιατική καταστροφή
δέκα χιλ. περίπου Έλληνες.
αχμάκ καραβάν: (λ. τουρκ.)· το καραβάνι των κουτών.
χολή: μτφ. θυμός, οργή.
μουτσούνισμα: μορφασμός αποδοκιμασίας.
μοναχόζιτ', άντραζιμ': ιδιωματ. μονάχος του, άντρας μου.
τση σειράζιμ': της σειράς μου.
αλατζατιανά: τοπικό ελληνικό ιδίωμα της πόλης Αλάτσατα στην Ερυθραία, χερσόνησο της Μ.
Ασίας.
αρκαντάσης: (λ. τουρκ.)· σύντροφος, φίλος.
μάτι: μτφ. βασκανία.
κόνα: κυρά.
μπαξίσι: (λ. τουρκ.)· φιλοδώρημα.
τζιεράκια: συκωτάκια.
σαρλίκι: παιδ. αρρώστια, χρυσή.
μαγουλήθρες: παρωτίτιδα.
γητεύω: ξορκίζω.
κουκλού: είδος παιδ. αρρώστιας.
ψωροφύτης: παιδική αρρώστια στο δέρμα του κεφαλιού.
μπουνάρι: πηγή.
Βαλιντέ-χανούμ: η μητέρα του σουλτάνου.
παζβάντης: (λ. τουρκ.)· νυχτοφύλακας.
Τσάκιτζης ή Τσακιτζής: δημοφιλής ήρωας λαϊκών αναγνωσμάτων που λήστευε τους πλούσιους
τσιφλικάδες της περιοχής του Αϊδινίου και μοίραζε τα αγαθά τους στη φτωχολογιά.
εφές: αφέντης, κύριος.
σελμπέσης: κύριος, ευγενής.
κούλα ή κουλές: (λ. τουρκ.)·πύργος.
κιμέρι ή κεμέρι: πέτσινο ζωνάρι, όπου οι οδοιπόροι έκρυβαν τα χρήματά τους.
ντιλάλης ή τελάλης: κήρυκας.
νταγιαντώ: (λ. τουρκ.)· στηρίζομαι, κρατώ.
καμιζόλα: πουκαμίσα
Πηγή: ο ομφαλός της γης
Ο έρωτας στα χιόνια (απόσπασμα)
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος… Δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος. Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος… Αργὰ τὸ βράδυ, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.
Η χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον.
− Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ητο μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παραπότε… Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν… Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
− Ποιὸς εἶναι;
Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
− Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη… Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.
(1896)
Τι θα πει ο κόσμος....
Λες πως σκέφτεσαι , τι θα πει ο κόσμος...
Ποιος κόσμος ;
Τι ξέρει ο κόσμος για τα όσα περνάς;
Τι ξέρει για τον σταυρό σου , για τον δικό σου σταυρό , για αυτόν που καθημερινά κουβαλάς.
Μην αφήνεις αυτήν την σκέψη να σε κρατήσει πίσω.
Μην της επιτρέψεις να σε εγκλωβίζει.
Είναι από μόνο του αρκετό το φορτίο που σηκώνεις.
Που είναι ο κόσμος αυτός που φοβάσαι τι θα πει , όταν χίλιες στροφές παίρνει από τον πόνο το μυαλό σου ;
Που είναι ο κόσμος όταν τα βράδια , μόνος δακρύζεις στα σκοτεινά , έτσι, χωρίς κανένας να σε βλέπει ;
Που είναι ο κόσμος για να δεί , πως την βγάζεις μέρα με την μέρα;
Που είναι ο κόσμος , όταν , μόνο την μοναξιά φορές φορές , έχεις για παρέα;
Μια ώρα απ' την ζωή σου.
Ποιος πιστεύεις από αυτον τον κόσμο , θα τολμούσε να ζήσει τη ζωή σου, να μπει στην θέση σου , έστω και για μια ώρα ;
Ο κόσμος θα μιλήσει ...Να είσαι σίγουρος για αυτό.
Πολλές φορές άλλωστε, μη το ξεχνάς , για κάποιους άλλους , εγώ και εσύ , είμαστε αυτός ο κόσμος.
Πηγή:Web
λείπει η θέληση!
Σας εύχομαι λοιπον
μια όμορφη ημέρα με πολύ δύναμη και περισσότερη θέληση👑
| Ζακ Μπρελ|
Σας εύχομαι όνειρα ατελείωτα και την άγρια επιθυμία να πετύχετε κάποια απ' αυτά.
Σας εύχομαι να αγαπάτε ό,τι πρέπει ν' αγαπηθεί και να ξεχάσετε ό,τι πρέπει να ξεχαστεί.
Σας εύχομαι πάθη, σας εύχομαι σιωπές.
Σας εύχομαι να ξυπνάτε με τραγούδια πουλιών και γέλια παιδιών.
Σας εύχομαι να σέβεστε τη διαφορετικότητα των άλλων, γιατί είναι σπουδαίο να ανακαλύπτουμε την αρετή και την αξία του καθενός.
Σας εύχομαι να αντιστέκεστε στη στασιμότητα, στην αδιαφορία και στ' αρνητικά της εποχής μας.
Τέλος, σας εύχομαι να μην εγκαταλείψετε ποτέ την αναζήτηση, την περιπέτεια, τη ζωή, την αγάπη, γιατί η ζωή είναι μια θαυμάσια περιπέτεια που κανένας δεν πρέπει να εγκαταλείπει χωρίς να δώσει σκληρή μάχη.
Σας εύχομαι ιδιαίτερα, να είστε ο εαυτός σας, περήφανοι γι' αυτό που είστε, και να χαίρεστε -γιατί η ευτυχία είναι το πραγματικό μας πεπρωμένο.
Πηγή: #mikrokaravireposting
"Η μέση διάρκεια μιας αγκαλιάς μεταξύ δύο ανθρώπων είναι 3 δευτερόλεπτα.
Οι ερευνητές όμως ανακάλυψαν κάτι καταπληκτικό.
Όταν μια αγκαλιά διαρκεί 20 δευτερόλεπτα, προκαλεί θεραπευτική επίδραση στο σώμα και το μυαλό.
Ο λόγος είναι ότι μια ειλικρινής αγκαλιά παράγει μια ορμόνη που ονομάζεται "οξυτοκίνη", επίσης γνωστή ως η ορμόνη της αγάπης.
Αυτή η ουσία έχει πολλά οφέλη για την σωματική και ψυχική μας υγεία, μας βοηθά, παρεμπιπτόντως, να χαλαρώσουμε, να νιώσουμε ασφαλείς και να διώξουμε τους φόβους και το άγχος μας.
Αυτό το υπέροχο ηρεμιστικό προσφέρεται δωρεάν κάθε φορά που παίρνεις ένα άτομο στην αγκαλιά σου, που κουνάς ένα παιδί, που χαϊδεύεις ένα σκυλί ή μια γάτα, που χορεύεις με τον συνεργάτη σου, όταν είσαι κοντά σε κάποιον ή όταν απλά κρατάει ένα Φίλος τους ώμους σου."
Λεπτομέρειες
Από την εκδήλωση του Φάρου μας "Ενθύμιον"
Είναι κάποιες λεπτομέρειες που καμιά φορά
κάνουν τη διαφορά!
Χορταίνει καλοσύνη αυτός που τη χαρίζει απλόχερα
_Κώστας Κρομμύδας_
~~Ακάκιε~~
Χαρούμενη παγκόσμια ημέρα καλοσύνης!💝
Οι βεντούζες είναι μια πανάρχαια θεραπευτική μέθοδος που βασίζεται στην εφαρμογή ποτηριών με θερμότητα στο δέρμα
Οι πρώτες αναφορές στη συγκεκριμένη μέθοδο υπάρχουν στα κείμενα του Ιπποκράτη. Στον κλινικό του κατάλογο, ο Ιπποκράτης συνιστά τις βεντούζες, μεταξύ άλλων, για την αντιμετώπιση της στηθάγχης και των διαταραχών του εμμηνορυσιακού κύκλου. Ο Ιπποκράτης προτείνει οι βεντούζες να είναι μικρές σε διάμετρο, κωνικές σε σχήμα και ελαφρές, ακόμη και αν η ασθένεια για την οποία προορίζονται βρίσκεται βαθιά στο σώμα.
Τον 19ο αιώνα οι βεντούζες δέχτηκαν σκληρή κριτική από την ιατρική κοινότητα, τις τελευταίες δεκαετίες όμως έχουν ξαναανακαλυφθεί οι θεραπευτικές τους ιδιότητες. Στην Ελλάδα είναι αρκετά διαδεδομένες, ειδικά στα χωριά, ως βασικός τρόπος αντιμετώπισης του κρυολογήματος και της γρίπης. Έχει επικρατήσει η άποψη ότι αν π.χ. «σου κόψει βεντούζες η γιαγιά, θα γίνεις περδίκι». Ο κλασικός τρόπος που εφαρμόζονται οι βεντούζες είναι με μικρά ή μεγάλα ποτήρια τα οποία θερμαίνονται με ένα φλεγόμενο πιρούνι στο οποίο έχει τοποθετηθεί βαμβάκι με οινόπνευμα (σαν στουπί).
Αμέσως τοποθετούνται πάνω στο δέρμα, συνήθως στην πλάτη, με αποτέλεσμα το δέρμα να φουσκώνει. Αφού μείνουν για λίγα δευτερόλεπτα, αφαιρούνται και στη συνέχεια γίνεται μασάζ με οινόπνευμα ή αλοιφή τύπου βιξ. Πριν γίνει η εφαρμογή, το δέρμα πρέπει να έχει αλειφθεί με λάδι για είναι ομαλή η κίνηση. Η αναρρόφηση που γίνεται με τα ποτήρια διεγείρει τη ροή, κυρίως του αίματος και της λέμφου, στην περιοχή όπου εφαρμόζεται. Με τον τρόπο αυτόn κινητοποιείται το αίμα και η λέμφος σε επίπεδο δέρματος και μυϊκού ιστού τόσο στην περιοχή εφαρμογής της βεντούζας όσο και στις γειτονικές περιοχές απ’ όπου αναρροφώνται. Αποτέλεσμα αυτού είναι η βελτίωση της αιμάτωσης και της οξυγόνωσης των τοπικών ιστών. Με βάση αυτή την αρχή, οι βεντούζες χρησιμοποιούνται για τη χαλάρωση καταπονημένων μυών.
Συνοπτικά, λέγεται ότι οι βεντούζες έχουν θεραπευτικά αποτελέσματα γιατί:
– βελτιώνουν την ελεύθερη ροή του αίματος,
– αφαιρούν τις τοξίνες από τον οργανισμό,
– μειώνουν το οίδημα και τον πόνο,
– λύνουν συμφύσεις,
– ανακουφίζουν από ρευματικούς ή αρθριτικούς πόνους,
– ανακουφίζουν το αναπνευστικό, ειδικά όταν υπάρχει βήχας, άσθμα και κρύωμα,
– ανακουφίζουν από τους πόνους της περιόδου.
Οι βεντούζες αντενδείκνυνται αν υπάρχει υψηλός πυρετός, έντονες κράμπες, αλλεργικές δερματικές αντιδράσεις, έλκη σε περιοχές με πολύ λεπτή επιδερμίδα, στους μαστούς, στην περιοχή της κοιλιάς και της μέσης κατά την εγκυμοσύνη, πάνω από την καρδιά, πάνω από βασικά αιμοφόρα αγγεία, σε ανθρώπους ιδιαίτερα ευαίσθητους σε αιματώματα, σε περιοχές που ακόμη είναι ορατά σημάδια από προηγούμενες βεντούζες κ.ά.
Προσοχή: Μην επιχειρήσετε να κάνετε βεντούζες σε κάποιον αν δεν ξέρετε πως γίνεται ή να δεχθείτε να σας το κάνει κάποιος που δεν εμπιστεύεστε, καθώς υπάρχει κίνδυνος για την υγεία, τόσο από τη διαδικασία, όσο και από την κακή χρήση των εύφλεκτων υλικών που απαιτούνται.
Πηγή: ο ομφαλός της γης
🍁🍁Γλυκιά υπενθύμιση όσο το τέλος της χρονιάς είναι ακόμη φρέσκο..
Μη πιστέψεις σε ένα ευτυχισμένο τέλος, γιατί ίσως δεν υπάρχει ή ίσως δεν έρθει ποτέ...
Επέλεξε να πιστέψεις σε ένα τέλος με " νόημα" γιατί αυτό το φτιάχνεις εσύ!!...
Να κοιτάς μπροστά , και να προχωράς.
Ότι αξίζει να σωθεί , θα σωθεί .
Μη φοβάσαι , ούτε να αγχώνεσαι.
Ότι είναι αληθινό, θα φανεί , θα βρει τον τρόπο του , έστω και αργοπορημένα.
Κι αν χαθεί γρήγορα , μήτε να φοβηθεις , μήτε να τρέξεις ξωπισω του.
Αν μπορέσεις κιόλας , ούτε καν να στεναχωρηθεις.
Ότι δεν κρατάει , δεν ήταν δικό σου εξ αρχής.
Αυτό μονάχα να ξέρεις.
Απλά εσύ να κοιτάς μπροστά και να προχωράς.
Αλκυονη Παπαδάκη.
Η όμορφη εικόνα της ημέρας:
Ο Μικρός Πρίγκιπας και η Αλεπού βλέπουν τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα, σε λογοτεχνικό γκράφιτι σχολείου στην Αθήνα.
14 Ιανουαρίου Ημέρα «Θυσίας του Διασώστη»
Ημέρα μνήμης, τιμής και βαθιάς ενσυναίσθησης
για τους Διασώστες του ΕΚΑΒ σε όλη τη χώρα.! 🚑 🇬🇷🇬🇷
Ολο τον χειμώνα μυρίζανε τα χέρια της μανταρίνι. Καταλαβαίνανε στο σπίτι πως πλησίαζε η μάνα τους στον χώρο από το άρωμα του μανταρινιού που προπορευότανε, σαν να ανάγγελλε την επικείμενη άφιξή της. Σαν τώρα τη θυμούνται να κάθεται στην κουζίνα και να ξεφλουδίζει ασταμάτητα, μέχρι να γενεί βουνό μπροστά της η στοίβα από τις φλούδες και να ξεχειλίζουνε τα κουκούτσια απ’ τη χαρτοπετσέτα. Κι ενόσω καταβρόχθιζε το χειμωνικό φρούτο, να κουβεντιάζει για τα περασμένα, τα τρέχοντα και τα μελλούμενα.
Ολες οι ποικιλίες τής αρέσανε, μα πιότερο το κλασικό το μανταρίνι, με την κατακίτρινη φλούδα, τις μακρόστενες φέτες σαν βαρκούλες και την ξινή του γεύση. Στη γενέθλια γη την ταξίδευε αυτή η μυρωδιά, με τα περβόλια τα γεμάτα μανταρινιές που τα τρυγούσανε στο τέλος του χειμώνα. Είχανε και στο πατρικό της σπίτι μια θεόρατη, αιωνόβια μανταρινιά, στη μέση της αυλής, ποιος ξέρει από ποιο χέρι φυτεμένη, φορτωμένη κάθε χειμώνα με τον μυρωδικό καρπό της. Σάμπως μανταρίνι δεν θα μύριζε και το χνότο της μάνας της όταν την πρωτοβύζαξε, χειμωνικό γέννημα καθώς ήτανε κι η ίδια; Μάλλον είναι τελικά γραφτό τους, μερικών ανθρώπων, να συνδεθούνε ανεξίτηλα με κάποιες ευωδιές.
Πάντοτε κουβαλούσε επάνω της δυο-τρία μανταρίνια· ήτανε, άλλωστε, το μόνιμο δεκατιανό της στη δουλειά. Και στις κυριακάτικες εκδρομές, ειδικά στις πιο μακρινές, στρογγυλοκαθισμένη στη θέση του συνοδηγού, τα καθάριζε μες στο αυτοκίνητο και τα πρόσφερε στα παιδιά στο πίσω κάθισμα. Κι αυτά, μην αντέχοντας την όξινη αποφορά, ανοίγανε τα παράθυρα ίσαμε κάτω να ξεμυρίσει ο χώρος κι ακούγανε τα σκολιανά τους για την παγωνιά που εισέβαλε μες στην καμπίνα. Συνέχεια της μουρμουράγανε για τη μανταρινίλα, μέχρι που μεγαλώσανε, κάμανε δικές τους οικογένειες και το πήρανε πια απόφαση, ότι η μάνα τους και το μανταρίνι δεν πρόκειται να χωριστούνε σ’ ετούτη τη ζωή.
Πάνε πέντε-έξι χρόνια που τη χάσανε. Και κάθε που έρχεται από κάπου μια μυρωδιά μανταρινιού, θαρρούνε πάντα πως την επόμενη στιγμή θα ξεπροβάλει η μάνα τους ν’ αρχίσει την ψιλή κουβέντα, μασουλώντας το ευλογημένο φρούτο. Συλλαμβάνουνε πια τους εαυτούς τους, στη λαϊκή της γειτονιάς, να γεμίζουνε τσάντες με μανταρίνια, θαρρείς ασυνείδητα. Και κάθε που θα ’ρθει ο χειμώνας, στρογγυλοκαθίζουνε κι αυτοί μπρος στα δικά τους τα παιδιά και ξεφλουδίζουνε μανταρίνια ασταμάτητα, ενόσω κουβεντιάζουνε για τα περασμένα, τα τρέχοντα και τα μελλούμενα.
Μανταρίνι
Λευτέρης Κουγιουμουτζής
«Παππούς: Το κύμινο είναι κομματάκι δυνατό. Κάνει τους ανθρώπους να κλείνονται στον εαυτό τους.
Εγγονός: Και η κανέλλα;
Παππούς: Η κανέλλα τους φέρνει μαζί. Τους κάνει να κοιτάζονται στα μάτια.»
Τάσος Μπουλμέτης "Πολίτικη Κουζίνα"
Πηγή: Ο ομφαλός της γης
Την παραμονή των Θεοφανείων οι ενορίτες του Αγίου Γεωργίου συγκεντρώνονται στο Ναό και στολίζουν την εικόνα της Βαπτίσεως από το δάπεδο μέχρι τον τρούλο του Ναού, με μυρσινιές και τα ξακουστά χιώτικα μανταρίνια, αναπαριστώντας έτσι τη Βάπτιση του Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό.
Το μοναδικό αυτό έθιμο χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα όπου το έφερε από τα Ιεροσόλυμα στον Άγιο Γεώργιο Βροντάδου ο Ιερομόναχος Γερμανός Λίμας, ο οποίος διετέλεσε εφημέριος του Ναού.
Το έθιμο συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας από μικρούς και μεγάλους ενορίτες του Αγίου Γεωργίου.
Πηγή: alitheia tv ,chiosphotos
Αγάπη είπες?
Ο καθένας την πελεκάει όπως θέλει, άλλος με πέτρα, άλλος με χιόνι.
Η πιο σωστή να ξέρεις είναι από χιόνι κρατάει όσο και η αληθινή!
~~Μ. Λουντέμης~~
Πηγή: ο ομφαλός της γης post
Οι καρκάντζαροι
Παλιά, τις μέρες του Δωδεκάμερου τις ζούσαν με το φόβο των κακών πνευμάτων που ενσαρκώνονται κυρίως στη μορφή των καλκαντζάρων, οι οποίοι από τους Ερυθραιώτες ονομάζονται επίσης κάρκοι, κωλοβελόνηδοι, νυχοπόδαροι, καταχανάδες, οξαποδίτες, ξωτάρια ή τσιλικροτά. Ήταν πολύ ισχυρή η πίστη στην ύπαρξή τους και άφθονες οι δοξασίες γύρω απ’ αυτά τα δαιμονικά όντα, που τα φαντάζονταν κοντά, μαύρα, βρομερά και κακοβέσουλα (δύστροπα), κακομούτσουνα κι αξελέστατα (ακατάστατα), με άγρια νύχια, ουρά και γατίσια μάτια. Αυτά τα μικρά, κατσιποδιάρικα, αχαμνά και γουρσούζικα πλάσματα της λαϊκής φαντασίας εμφανίζονταν τη νύχτα των Χριστουγέννων και τυραγνούν κάθε βράδυ τους ανθρώπους ως την παραμονή των Φώτων, οπότε ηγενούσανε ανέφαντα (άφαντα) με τσι αγιασμοί.
Επί δώδεκα νύχτες, ανεσκαρδώνουν (αναρριχώνται) τσι τσιμινιέρες και τσι φλουγάροι (καμινάδες) και μπαίνουν κάρπα κάρπα (λαθραία) στα σπίτια, κατουρούν και μαγαρίζουν όπου βρουν, μολεύγουν στο μομέντο (λεπτό) τα τρόφιμα, προκαλώντας ανεπανόρθωτα ζαράρια (ζημιές) και χαταλίκια (βλάβες). Άμα τως έρκει το ράστι (σύμπτωση), κάθουνται ακόμας και στα λίγκια (ώμους) των αθρώπω και τσι σκεντζεύουνε (τυραννούν)!
Για την απομάκρυνση του φόβου και την αποτροπή του κακού γενικώς, ο λαός διαθέτει σωρεία εθιμικών συμβολικών πράξεων και συνηθειών. Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, αγιασμοί, πρασινάδες, σκόρδα και κρομμύδες, φώτα και τζάκια ξορκίζουν το κακό, αναγεννούν συμβολικά, φέρνουν γεροσύνη (υγεία) και χαρά, οδηγούν από το σκότος του χειμώνα στο φως της άνοιξης, στη ζωή.
Οι Ερυθραιώτες, για ν’ αποφύγουν τα τσιλικροτά και να ‘πομείνει το σπίτι αμουρντάρευτο κι αμούρκιστο (χαρούμενο), έβαζαν πίσω από τις πόρτες ή στις παραστιές (τζάκια) παλιά δίχτυα και μαβιές κλωστές με κόμπους και σταυρώματα, όπου οι οξαποδίτες, καθώς μετρούσαν τους κόμπους, μπερδεύονταν κι έτσιδα τσ’ ήβρισκε η ταχινή (αυγή), οπότε, με του πετεινού το λάλημα, ηγιαγέρνανε (ξαναγύριζαν) στα καταχώνια (κρυψώνες) και στα γιατάκια (κλίνες) ντως, χωρίς να βλάψουν το σπίτι.
Στα Βουρλά άφηναν έξω από το σπίτι ένα πιάτο με λουκουμάδες του πετιμεζού, για να τσι φάνε οι καρκάντζαροι και να μη μαγαρίσουνε τα άλλα γλυκά του σπιτιού.
Επίσης τους κάρκους αποτρέπουν τα πέταλα και τα σκόρδα στις εξώπορτες και κυρίως η φωτιά που άφτει στη στια (εστία) ουλημερνίς κι ουλονυχτίς, απαραιτήτως με πριναρόξυλα και λίτικα κουτούκια (κούτσουρα ελιάς), βαλμένα μάξους (επίτηδες) σταυρωτά. Επειδή το σβησμένο τζάκι πίστευαν ότι το κατούρησαν οι νυχοπόδαροι, η άσβηστη φλόγα, που καύει κι αλαμπουρίζει (λαμπυρίζει) στη στια μέρα νύχτα, έχει αρχαιότατους συμβολισμούς. Εκτός της προστασίας κατά των ξωτικών, ενισχύει την οικογενειακή ασφάλεια και τη θαλπωρή μέσα στο καταχείμωνο, δίνει διαρκώς το φως στο σπίτι (ας μην ξεχνούμε πως τότε είναι οι πιο βαθιές νύχτες του χειμώνα) και συμβολίζει τη λάμψη του Χριστιανισμού.
Στη διάρκεια του Δωδεκάμερου, Σιβρισαριανοί και Βουρλιώτες, όπως και στα δρίματα τ’ Αγούστου (τις έξι πρώτες μέρες), δεν ήστεναν μπουγάδα, για να μην τρυπήσουν τα ρούχα, κι απέφευγαν το λούσιμο, μη λάχει και ψειριάσει η κεφαλή τους. Αν ήταν ανάγκη να λουστούν, τότε έβαζαν στο νερό ένα καρφί, για να καρφώσουν το κακό. Επίσης όλοι οι Ερυθραιώτες θεωρούσαν καταραμένα, επαρμένα (προσβεβλημένα) αφ’ τα ξωτάρια, άβια (άτυχα) ή ότι θε’ να γενούνε για βουρβουλάκοι (βρυκόλακες) για καρκάντζαροι όσα παιδιά γεννιούνται τη νύχτα των Χριστουγέννων, γιατίς ηπιάστηκε το γκάστρι τους τη νύχτα του Βγαγγελισμού, δηλαδή η σύλληψή τους ήταν αμαρτωλή, επειδή έγινε σε γιορτινή μέρα, που οι γονείς δεν επιτρέπεται να έρθουν σε ερωτική συνεύρεση. Οι άνθρωποι πρόσεχαν πολύ τα παιδιά που γεννιούνταν κατά τις γιορτάδες, δένοντάς τους στο χέρι μια μαβιά κλωστή, να μην τα κουσουρέψουν (βλάψουν) οι κωλοβελόνηδοι και έκρυβαν ρούχα, φαγιά ή εργόχειρα, μην τα κατουρήσουν τα ξωτάρια και τα γουρσουζέψουν.
Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη – Γενάρη του 2011-12 στην εφημερίδα «Η Ν. Ερυθραία» από το Θοδωρή Κοντάρα, φιλόλογο.
Εύχομαι τη χρονιά που έρχεται να κάνεις λάθη.
Γιατί αν κάνεις λάθη σημαίνει ότι κάνεις νέα πράγματα, ότι δοκιμάζεις νέα πράγματα, ότι μαθαίνεις, ότι ζεις, ότι αναγκάζεις τον εαυτό σου να γίνει καλύτερος, ότι αλλάζεις τον εαυτό σου, ότι αλλάζεις τον κόσμο σου.
Σημαίνει ότι κάνεις πράγματα που δεν είχες κάνει ποτέ πριν και, το πιο σημαντικό, Κάνεις Κάτι.
Επομένως αυτή είναι η ευχή μου για σένα, και για όλους μας, και για τον ίδιο τον εαυτό μου: Κάνε Νέα Λάθη. Κάνε ένδοξα, υπέροχα λάθη. Κάνε λάθη που κανένας δεν έχει ξανακάνει. Μην κολλάς, μην σταματάς, μην ανησυχείς ότι κάτι δεν είναι αρκετά καλό ή ότι δεν είναι τέλειο -ό,τι κι αν είναι αυτό: τέχνη, ή αγάπη, ή δουλειά, ή οικογένεια, ή ζωή.
Ό,τι κι αν είναι αυτό που φοβάσαι να κάνεις, Κάνε Το.
Κάνε τα λάθη σου -την επόμενη χρονιά και πάντα.
| Neil Gaiman | Neil Gaiman's Journal |
πηγή: https://journal.neilgaiman.com/2011/12/my-new-year-wish.html?m=1
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα από την Ερυθραία της Ιωνίας (Τσεσμέ-Αγία Παρασκευή-Λυθρί).
Kalanda(Carols) of the New Year's Eve from the peninsula of Erythraea in Ionia (Tsesme-Agia Praskevi and Lithri)
Τα παραδοσιακά κάλαντα που έλεγαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς από σπίτι σε σπίτι ήταν σε όλο τον ελληνικό κόσμο πολύ ποιητικά δημοτικά τραγούδια. Άρχιζαν με αναφορά στο Χριστό και τον Αϊ Βασίλη και κατέληγαν σε παινέματα των σπιτονοικοκύρηδων.
Στις κωμοπόλεις και στα χωριά της Ερυθραίας τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα τα τραγουδούσαν ομάδες παιδιών κρατώντας καραβάκια που φιλοτεχνούσαν τα ίδια.
Τα κάλαντα από τον Τσεσμέ άρχιζαν με τα πιο κάτω λόγια :
Αρχιμηνιά κερά κι αρχιχρονιά, κι αρχή καλός μας χρόνος,
κι εκεί που βγήκε ο Χριστός, τριώ χρονών παιδάκι,
όλο τον κόσμο γύρισε, σαν το καλογεράκι!
Κι εκεί που περιπάτησε, χρυσή μηλίτσα βγήκε,
και μες τα φύλλα της μηλιάς, δυό μήλα χρυσομήλα,
όποιος τα πάρει χρύσωσε, ο ήλιος της ημέρας,
το φεγγαράκι της νυκτός, που βγαίνει την εσπέρα!
Μια άλλη παραλλαγή από την ίδια περιοχή λέει :
Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά κι αρκικαλός ο χρόνος
κι αρκή γεννήθη ο Χριστός, στη γης να περπατήσει
κι εκεί που ηπερπάτησε, χρουσά δέντρα φυτρώσαν
χρουσά ‘ταν τα κλωνάρια ντως, χρουσές και οι κορφές τως.
Στην Αγία Παρασκευή ή Κιόστε (σημερινό Dalyan) έλεγαν :
Κι εκεί που βγήκε ο Χριστός, τριώ χρονώ παιδάκι,
ούλο τον κόσμο γύρισε σαν το καλογεράκι
κι εκεί που περιπάτησε, χρυσή μηλίτσα βγήκε
και μέσ’ στα φύλλα τση μηλιάς κοιμάτ’ ο Άη-Βασίλης.
Μετά αρχίζουν τα παινέματα για τους σπιτονοικοκύρηδες.Στη Λυθριανή παραλλαγή, λένε για την κερά του σπιτιού :
Κιουρά ψηλή, κιουρά γλινή και λιανοκοκαλάτη,
οπού 'χουνε το κάντρο σου σε γυάλινο παλάτι,
έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό το 'χεις καμαροφρύδι.
Λένε για την κόρη του σπιτιού :
Έχεις και κόρην όμορφη που δεν έχει ψωρία,
μήτε στην Πόλη βρίσκεται μήτε στη Βενετία.
Γραμματικός τη γύρεψε, γραμματικός τση πρέπει,
μ’ αν είναι και γραμματικός, πολλά γρόσια γυρεύγει.
Γυρεύγει αμπέλια ατρύ’ητα, αμπέλια τρυ’ημένα,
γυρεύ’ χωράφια αθέριστα, χωράφια θερισμένα,
γυρεύγει μύλοι δώδεκα και με τις μυλωνάδες,
γυρεύγει και τη θάλασσα μ’ όλα της τα καράβια,
γυρεύγει και τον κυρ-Βοριά να τα γλυκαρμενίζει.
Ένας κόσμος που χάθηκε για πάντα
Στοιχεία από :
Μ.Ιντζέ : Δυτικά της Χίου ανατολικά της Σμύρνης
Κάλαντα από Τσεσμέ
Θ.Κοντάρα : Οι γιορτές του Δωδεκάμερου στην Ερυθραία της Ιωνίας
Πρέπει να φύγω!!! Αναστέναξε ο Οκτώβρης και χιλιάδες φύλλα έπεφταν από τη θλίψη... Ήρθε η ώρα!! Ψιθύρισε ο Νοέμβριος.. Σε παρακαλώ δώσε μο...