Τα πολύχρωμα κουβάρια μένουν τυλιγμένα στο καλάθι όπως τα άφησαν τα δύο ταλαίπωρα χέρια.
Η ανέμη τα στριφογύρισε μαζί με πολλές εικόνες και αναμνήσεις.
Δεν ξέρω αν θα ξετυλιχτούν ποτέ , αν θα πλεχτούν ποτέ ...
Ίσως αν κάποιος στην ανέμη
δώσει κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι ν' αρχινίσει;
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι μόλις πέντε χρονών που ξαφνικά μια μέρα απο τη φτωχική αυλή της μάνας του με τα έξι αδέρφια του, βρέθηκε σε ε΄να μεγάλο σπίτι. Κι εκεί μπροστά σε έναν ψηλό μαρμάρινο νεροχύτη και σκαρφαλωμένη πάνω στο ξύλινο σκαμνάκι για να φτάνει, απο πέντε χρονών έγινε είκοσι πέντε. Έτσι ξαφνικά.
Το δίπατο σπίτι με τις βαριές βελούδινες κουρτίνες το χειμώνα και τις σεζλόνγκ στη μαρμάρινη βεράντα το καλοκαίρι, την ταξίδεψε είκοσι χρόνια μπροστά αφήνοντας πίσω τη μικρή αθώα παιδούλα.
Τα παιδικά της χέρια αντί για πορσελάνινες κούκλες χάιδευαν και καθάριζαν με πράσινο σαπούνι πορσελάνινα σερβίτσια για την καθημερινή λάτρα του σπιτιού. Στα μαλλιά της αντί για μεταξωτές κορδέλες φορούσε ένα πράσινο φακιόλι που , για να ξεγελά τη σκληρή καθημερινότητα, είχε κοφτό κέντημα γύρω απο το πρόσωπο της.
Μόνο κάποιες Κυριακές, ανοιξιάτικες και σπάνιες, φορούσε τα καλά της και έβγαινε με τους δύο κηδεμόνες την καθιερωμένη βόλτα ως το ζαχαροπλαστείο της πόλης για το περίφημο γλυκό με τις φράουλες.
Τα είκοσι πιο τρυφερά χρόνια της ζωής της τα έζησε μαθαίνοντας να μένει σιωπηλή, ήσυχη και ταπεινή με σκυμμένο το κεφάλι. Κι έτσι κύλησε η ζωή της στα καλά και στα άσχημα. Σταυρωμένα τα χέρια και σκυμμένο το κεφάλι, σιωπηλή ώσπου τα μαύρα σγουρά μαλλιά της έγιναν ασημένια χιονάτα και μοσχομυρωδάτα.
Ώσπου η μαυρομαλλούσα κοπελιά έγινε η χιονομαλλούσα γιαγιά που δεν είπε ποτέ της παραμύθια στην εγγόνα της πέρα απο ετούτο εδώ, με τα μάτια χαμηλά και το χαμόγελο να ισορροπεί τη θλίψη των ματιών της.
Μπορεί να μην ξετυλιχτούν ποτέ ετούτα τα κουβάρια, δεν έχει σημασία όμως.
Γιατί τυλίχτηκαν με τόση αγάπη σε καιρούς μεγάλης μοναξιάς με την προσμονή γιαγιάς και εγγόνας για τα Σαββατοκύριακα τους με την ανέμη να γυρίζει.
Στη γιαγιά μου και στα δυο ταλαίπωρα χέρια της που με φρόντισαν, με χάιδεψαν, με μάλωσαν, μού τύλιξαν ετούτα τα πολύχρωμα κουβάρια.
Παραμύθι της ανέμης
Μαρία Φασουλάκη
Πηγή ο ομφαλός της γης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου