Ταξίδι με ένα υπέροχο βιβλίο γεμάτο φωτογραφίες από τον Πόντο.
Λέγεται "Πόντος στην άκρη του ορίζοντα" και είναι μια σπουδαία εκδοτική στιγμή του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού.
Μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου θα κάνουμε ένα ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων κατά μήκος της νότιας ακτογραμμής του Πόντου: από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τα σύνορα της Γεωργίας και της Αρμενίας. Θα δούμε για πρώτη φορά τοπία που κόβουν την ανάσα, θα προσκυνήσουμε σε έρημα μοναστήρια, θα χορέψουμε στα πανηγύρια των ορεινών λιβαδιών. Θα ανακαλύψουμε έναν τόπο απίστευτα όμορφο αλλά και τραγικό μαζί, αναπόσπαστα δεμένο με την ιστορία και τη μοίρα του Ελληνισμού και θα διαβάσουμε την ιστορία του Πόντου από αρχαιοτάτων χρόνων, ήδη από το 10ο αιώνα π.Χ., οπότε και παρατηρείται πρώιμη ελληνική παρουσία στο ευξεινοποντιακό χώρο, έως τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή των πληθυσμών.
Θα ξεκινήσουμε να ταξιδεύουμε στον Πόντο χιλιάδες χρόνια πριν. Περίπου στο 400 π.Χ. σε μια από τις παραθαλάσσιες πόλεις της περιοχής, στη Σινώπη γεννιέται ο φιλόσοφος Διογένης. Σύμφωνα με μια αναφορά του Πλούταρχου γεννήθηκε την ίδια ημέρα που πέθανε ένας άλλος μεγάλος φιλόσοφος ο Σωκράτης και πέθανε, σύμφωνα μ' ένα θρύλο, το 323 στην Κόρινθο, την ίδια μέρα που ξεψυχούσε ο Μέγας Αλέξανδρος στη Βαβυλώνα. Ο Διογένης εξορίστηκε από τον Πόντο και αναγκάστηκε να έρθει στην Αθήνα και εδώ παρακολούθησε μαθήματα κυνικής φιλοσοφίας. Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε. Προσπάθησε με τα επιχειρήματα του να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά τη γνώμη του θα γινόταν δυνατό αν ο άνθρωπος επέστρεφε στη φύση. Πίστευε, δηλαδή, πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. Το πλέον σημαντικό όμως είναι, ότι ο Διογένης έκανε πράξη τις φιλοσοφικές του τοποθετήσεις, ζώντας πραγματικά σαν σκύλος. Η συμπεριφορά του είχε μια απαράμιλλη αξιοπρέπεια, γιατί ότι έκανε, το έκανε συνειδητά και δεν περιείχε κανενός είδους δραματοποίηση ή παραίτηση από την ζωή. Η παράδοση λέει ότι είχε μόνιμη κατοικία του ένα πιθάρι και γυρνούσε στους δρόμους όλη μέρα με ένα φανάρι. Όταν τον ρωτούσαν τι το χρειάζεται το φανάρι την ημέρα, αυτός απαντούσε: "Αναζητώ τον άνθρωπο". Ήταν ο κύριος εκπρόσωπος της κυνικής φιλοσοφίας. Η κυνική φιλοσοφία λέγεται έτσι γιατί είχε ως έμβλημά τον "κύνα" (σκύλος στα αρχαία ελληνικά). Δήλωναν πως "εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκάνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε".
Μια μέρα ο Διογένης έτρωγε ένα πιάτο φακές καθισμένος στο κατώφλι κάποιου σπιτιού. Δεν υπήρχε σ’ όλη την Αρχαία Ελλάδα πιο φτηνό φαγητό από ένα πιάτο φακές. Μ’ άλλα λόγια, αν έτρωγες φακές, σήμαινε ότι βρισκόσουν σε κατάσταση απόλυτης ανέχειας. Πέρασε ένας απεσταλμένος του άρχοντα και του είπε: «Α, Διογένη! Αν μάθαινες να μην είσαι ανυπότακτος κι αν κολάκευες λιγάκι τον άρχοντα, δεν θα ήσουν αναγκασμένος…να τρως συνέχεια φακές». Ο Διογένης σταμάτησε να τρώει, σήκωσε το βλέμμα και κοιτάζοντας στα μάτια τον πλούσιο συνομιλητή του αποκρίθηκε: «Α, φουκαρά αδερφέ μου! Αν μάθαινες να τρως λίγες φακές, δεν θα ήσουν αναγκασμένος να υπακούς και να κολακεύεις συνεχώς τον άρχοντα». Όταν ρωτήθηκε ποιανού ζώου το δάγκωμα είναι το χειρότερο, λέγεται πως απάντησε: «Ανάμεσα στα άγρια, του συκοφάντη, και ανάμεσα στα ήμερα του κόλακα». Ζούσε, χωρίς να φοβάται, ούτε να αποδέχεται την υποταγή στον οποιονδήποτε. Πίστευε πως ο άνθρωπος μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητές ανάγκες και επιθυμίες, που τελικά τον υποδουλώνουν. Κάποτε είχε πει σε έναν μουσικό που ξεκινούσε να χορδίζει την άρπα του: "Πριν ξεκινήσεις να εναρμονίσεις τις χορδές, φροντίστε πρώτα να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου.." Όταν είδε μια μέρα ένα παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, έβγαλε, καθώς λένε, το κύπελλο, με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε αναφωνώντας «παιδίον μὲ νενίκηκεν εὐτελεία!» (ένα παιδί με ξεπέρασε στην απλότητα).
Πάμε να ξαναγυρίσουμε στον Πόντο. Αυτή τη φορά θα φτάσουμε εκεί το 386 μ.Χ. τότε που αρχίζει να κατασκευάζεται το υπέροχο μοναστήρι της Παναγίας της Σουμελά στην Τραπεζούντα. Εκεί πάνω σε έναν βράχο χτίστηκε. Και οι ανάγκες για ύδρευση λύθηκαν με μια μοναδική πηγή που αποτελεί πραγματικό θαύμα. Ακόμα και σήμερα αναβλύζει θεραπευτικό νερό μέσα από ένα γρανιτώδη βράχο! Oι θεραπευτικές του ιδιότητες έκαναν πασίγνωστο το μοναστήρι όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους. Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, μέχρι τον ξεριζωμό. Mέσα στη βιβλιοθήκη της μονής βρήκε το 1868 ο ερευνητής Σάββας Iωαννίδης το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Aκρίτα. Σύμφωνα με τον μύθο ήταν ένας από τους Ακρίτες, τους φρουρούς των Βυζαντινών συνόρων και απέκτησε το προσωνύμιο Διγενής εξαιτίας της εθνικής καταγωγής του: η μητέρα του ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του άραβας εμίρης από την Συρία. Το τέλος του θρυλικού του έπους θα μας βοηθήσει να φτάσουμε στην τρίτη και τελευταία επίσκεψή μας στον Πόντο. Ο Διγενής παλεύει με τον χάρο και όποιος νικήσει, αυτός θα πάρει την ψυχή του αντιπάλου του.
Κ' επήγαν κ' επαλέψανε 'ς τα μαρμαρένια αλώνια,
κι' όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι' όθε χτυπάει ό Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.
Η επόμενη επίσκεψη στην περιοχή θα είναι το 1908. Ήταν μια χρονιά - ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής. Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας». Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες. Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000. Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Η 19η Μαΐου έχει ανακηρυχθεί ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
Πολλές μαρτυρίες κάνουν λόγο για πόντιους που έκρυβαν και τάιζαν ανθρώπους από την Αρμενία κατά τον δικό τους διωγμό που είχε συμβεί νωρίτερα. Όμως όσοι σώθηκαν και ταξίδεψαν μακριά από τον τόπο τους μαζί τους πήραν τις αναμνήσεις, πήραν τις ιστορίες, τα παραμύθια τους, πήραν τα τραγούδια τους. Και έγραψαν κι άλλα. Ο Καβάφης που είχε ρίζες από την Τραπεζούντα (Ο παππούς του από την μεριά της μητέρας του είχε γεννηθεί στον Πόντο) έγραφε για τη συγκίνηση που αισθάνθηκε για το τραγούδι "Ρωμανία Πάρθεν". "Ὅμως ἀπ’τ’ ἄλλα πιὸ πολὺ μὲ ἄγγιξε τὸ ἆσμα τὸ Τραπεζούντιον μὲ τὴν παράξενὴ του γλῶσσα καὶ μὲ τὴ λύπη τῶν Γραικῶν τῶν μακρυνῶν ἐκείνων ποὺ ἴσως ὅλο πίστευαν πὼς θὰ σωθοῦμε ἀκόμη.." Όπως γράφει στο ποίημα "Η Πόλις"
..Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό...
Όπως έλεγε και ο συγγραφέας Καστανέντα "Δεν έχει σημασία ποιο μονοπάτι θα διαλέξεις. Υπάρχουν ένα εκατομμύριο μονοπάτια και όλα είναι ίδια γιατί δεν οδηγούν πουθενά. Αρκεί το μονοπάτι να το ακολουθήσεις χωρίς φόβο και χωρίς φιλοδοξία. Αρκεί το μονοπάτι να έχει καρδιά..."
Πάμε και σήμερα να συναντήσουμε ανθρώπους που ταξίδεψαν, πέρασαν δυσκολίες, επέζησαν ακόμα και μιας γενοκτονίας και δεν το έβαλαν κάτω, μίλησαν, έγραψαν και τραγούδησαν γι' αυτό. Μας άφησαν εφόδια τις μαρτυρίες τους για την αντοχή μιας ανθρώπινης ψυχής...