📝📌Μικρασιάτικα Έθιμα από τη γιαγια Λωξάντρα
Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά
Από τις λαμπρότερες και σπουδαιότερες θρησκευτικές εορτές του νεοελληνικού ημερολογιακού κύκλου είναι αυτές που εντάσσονται στην περίοδο του Δωδεκαημέρου. Πρόκειται για ένα χρονικό διάστημα δώδεκα ημερών, το οποίο αρχίζει την παραμονή των Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου) και λήγει την ημέρα των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου), κατά τη διάρκεια του οποίου γιορτάζονται σημαντικά θρησκευτικά γεγονότα, αλλά και ο ερχομός του νέου έτους, την 1η Ιανουαρίου. Τα γεγονότα αυτά μπολιάστηκαν μέσα στο πέρασμα των αιώνων με αρχαιοελληνικά έθιμα και δοξασίες, αλλά και με βυζαντινές αντιλήψεις, διαμορφώνοντας ένα πλούσιο εθιμικό τοπίο.
Όπως συνέβαινε στο σύνολο του ελληνισμού, έτσι και στην ευρύτερη περιοχή των μικρασιατικών παραλίων, οι ελληνικοί πληθυσμοί γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μια σειρά εθίμων που εμφανίζουν σε γενικό βαθμό μεγάλες ομοιότητες, αλλά διατηρούν και επιμέρους διαφοροποιήσεις, στα πλαίσια της πολυμορφίας των τοπικών παραδοσιακών κοινωνιών. Η μελέτη και διατήρηση των εθίμων αυτών έχει ενδιαφέρον, τόσο για τη συνέχιση της συλλογικής μνήμης, όσο και για τις πληροφορίες που μπορούμε να συλλέξουμε, σχετικά με τις κοινωνικές και θρησκευτικές αντιλήψεις, αλλά και των πολιτιστικό επίπεδο των ανθρώπων μιας δεδομένης εποχής. Πιο συγκεκριμένα, θα εξεταστούν έθιμα του Δωδεκαημέρου των κατοίκων της Ερυθραίας, του αστικού περιβάλλοντος της Σμύρνης και της Αιολίδας. Στην τελευταία περίπτωση θα αναφερθούμε και σε έθιμα του γειτονικού νησιού της Λέσβου, καθώς συνδέεται πολιτιστικά με την απέναντι μικρασιατική ακτή.
📍Έθιμα των Χριστουγέννων
Κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους τα Χριστούγεννα συνηθίζονταν να γιορτάζονται μαζί με την ημέρα των Θεοφανείων. Αργότερα, όμως, η γιορτή μεταφέρθηκε δώδεκα ημέρες πριν, την 25η Δεκεμβρίου, ημέρα που οι Ρωμαίοι γιόρταζαν τη γέννηση του Μίθρα, θεού του Ήλιου. Έτσι, ο Χριστός αποτέλεσε το νέο πνευματικό Ήλιο και η γέννησή του σηματοδοτούσε τη νίκη του φωτός απέναντι στο σκοτάδι και του καλού απέναντι στο κακό.
Οι ετοιμασίες για τα Χριστούγεννα στα παράλια της Μ. Ασίας, τα χαζιρέματα όπως έλεγαν οι Ερυθραιώτες, ξεκινούσαν αρκετές μέρες πριν, ακόμα και σε περιοχές με έντονη ελαιοπαραγωγική δραστηριότητα, όπως η Λέσβος, όπου την περίοδο αυτή ήταν μεγάλος ο φόρτος εργασίας. Τη μεγάλη σημασία των γιορτών αυτών για τους κατοίκους της Ερυθραίας δείχνει και το γεγονός ότι ο Δεκέμβρης ονομάζονταν και Χρουστουεννάρης ή Χρουστουεννάς ή Χριστουγεννάς και το σύνολο των γιορτών Καλές Μέρες ή Μεγάλες Σκολάδες ή Μεγάλες Γιορτάδες και θεωρούνταν μέρες πίσηνες (επίσημες). Επίσης, στην ίδια περιοχή καθ’ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου έλεγαν μόνο «Καλημέρα!» όταν συναντιούνταν στο δρόμο και ποτέ «Καλησπέρα!» ή «Καληνύχτα!».
Έτσι, λοιπόν, τα σπίτια ασπρίζονταν, καθαρίζονταν σχολαστικά και στολίζονταν με τα καλύτερα διακοσμητικά σκεύη και τα πιο βαρύτιμα εργόχειρα, κιλίμια (χοντρές κουβέρτες) και χαλιά. Στα Μοσχονήσια φρόντιζαν να επισκευάσουν και όλες τις βλάβες, γιατί πίστευαν ότι δεν ήταν σωστό να γεννηθεί ο Χριστός σε σπίτι «βλαμμένο». Στο Ρεΐσντερε της Ερυθραίας στόλιζαν τα σπίτια με κλωνάρια ελιάς, στα οποία κρεμούσαν φουντούκια και αμύγδαλα, ενώ στην Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ διακοσμούσαν τους εσωτερικούς χώρους με πρασινάδες που φύτρωναν το χειμώνα , όπως οι μυρσίνες, οι κουμαριές, οι δάφνες και οι ελιές. Οι χρήση τέτοιων φυτών που διατηρούσαν ακέραιο το φύλλωμά τους, προφανώς ενέχει και το συμβολισμό της διατήρησης και της νίκης της ζωής απέναντι στις αντίξοες συνθήκες του χειμώνα. Στο Παλαιοχώρι της Λέσβου τα παιδιά στόλιζαν μεταγενέστερα ένα μεγάλο κλαρί πεύκου με βαμβάκι, κουκουνάρες (κουκτζέλις) τυλιγμένες σε χρυσόχαρτα και διάφορα άλλα διακοσμητικά.
Την παραμονή των Χριστουγέννων οι βαριές δουλειές του σπιτιού είχαν τελειώσει και οι νοικοκύρηδες πηγαινοέρχονταν στα καταστήματα για να εφοδιαστούν με τα απαραίτητα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Στο Παλαιοχώρι οι άντρες έκαναν κάποιες μέρες πριν και τα χοιροσφάγια, έσφαζαν δηλαδή ένα γουρούνι το οποίο έτρεφαν έναν ολόκληρο χρόνο. Αφού το έγδερναν και κρατούσαν το κρέας που θα χρειάζονταν άμεσα, εκμεταλλεύονταν ό,τι μπορούσαν, όπως το δέρμα για την κατασκευή παπουτσιών και το λίπος του, ενώ το υπόλοιπο κρέας το έκαναν παστό ή λουκάνικα. Στη διαδικασία αυτή, που έπαιρνε το χαρακτήρα τελετουργίας και γλεντιού βοηθούσε ο ένας τον άλλο. Στη Σμύρνη όσοι έσφαζαν γουρούνι σχημάτιζαν με το αίμα το ένα σταυρό στο κατώφλι της πόρτας για να αποτρέψουν τα θανατικά.
Οι νοικοκυρές καταγίνονταν με την προετοιμασία των γλυκών και των χριστόψωμων. Στα διαφόρων ειδών γλυκά χρησιμοποιούσαν αρκετούς ξηρούς καρπούς και σουσάμι, σύμβολα ευφορίας και ευγονίας, καθώς και φύλλα και δίπλες που συμβόλιζαν τα σπάργανα του Χριστού. Ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα έδιναν στην παρασκευή του χριστόψωμου, το οποίο θα έκοβαν πρώτο στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Πρόκειται για ένα είδος γλυκού ψωμιού, ο τρόπος παρασκευής και τα υλικά του οποίου παρουσιάζουν μικρές διαφοροποιήσεις ανά περιοχή. Έτσι, για παράδειγμα, στα Βουρλά της Ερυθραίας το χριστόψωμο ζυμωνόταν επτά φορές (επτάζυμο) και όταν το έβγαζαν από το φούρνο το ράντιζαν με ροδόνερο και το πασπάλιζαν με ζάχαρη και κανέλα, ενώ στα Αλάτσατα έπρεπε να βάλουν απαραιτήτως μαστίχα, γλυκάνισο και σουσάμι για να έχουν καλή σοδειά.
Για τη διακόσμηση του χριστόψωμου έφτιαχναν ένα μεγάλο Σταυρό από ζυμάρι στο κέντρο ή χρησιμοποιούσαν εναλλακτικά εκκλησιαστικές σφραγίδες. Επίσης, πάνω τοποθετούσαν απαραιτήτως ξηρούς καρπούς, κυρίως καρύδια και αμύγδαλα για να διασφαλίσουν την ευφορία της γης τους, ενώ στο Μελί και το Λυθρί της Ερυθραίας έβαζαν στο κέντρο ένα κλωνάρι ελιάς. Στο Μελί εκτός από το χριστόψωμο έφτιαχναν και τα κολίκια, ζυμαρένια κουλούρια σε σχήμα σπείρας, σύμβολο της αιωνιότητας και της αέναης κίνησης των πραγμάτων. Το μεγαλύτερο από αυτά το έστελναν στην εκκλησία να το λειτουργήσουν, ενώ μικρότερα έστελναν οι ανάδοχοι στα βαφτιστήρια τους. Χριστόψωμα και γλυκά συνήθιζαν να στέλνουν το πρωί ή το απόγευμα της παραμονής σε φίλους, συγγενείς και δασκάλους των παιδιών, στο πλαίσιο της σύσφιξης των οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών. Επίσης, φαγητά, γλυκά και χριστόψωμα έστελναν στους φτωχότερους κατοίκους των χωριών, αλλά και σε όσους είχαν βαρύ πένθος, κάτι που δείχνει τους δεσμούς αλληλοϋποστήριξης και αλληλοβοήθειας που υπήρχαν στις παλαιότερες αγροτικές κοινωνίες, καθώς φαίνεται ότι θεωρούσαν ανεπίτρεπτο μια τέτοια μέρα να υπάρχουν άνθρωποι δίπλα τους που να στερούνται τα αναγκαία. Εντύπωση προκαλεί ένα έθιμο στην Καλλονή της Λέσβου, σύμφωνα με το οποίο, όσοι είχαν πένθος έπρεπε την παραμονή των Χριστουγέννων να μοιράσουν στους φτωχούς ρεβίθια (πλατσέντις) και την ημέρα των Χριστουγέννων γλυκά, για την ψυχή (σχώριου) αυτού που είχε πεθάνει.
Το απόγευμα της παραμονής τα αγόρια έβγαιναν να πουν τα κάλαντα στις γειτονιές. Στη χερσόνησο της Ερυθραίας τα αγόρια έλεγαν τα κάλαντρα, όπως συνήθιζαν να τα αποκαλούν, σε παρέες, κρατώντας χάρτινα φαναράκια (βενέτικα) και ένα χάρτινο ομοίωμα εκκλησίας που συμβόλιζε της Αγιά Σοφιά, φωτισμένο με ένα κερί, που συμβόλιζε την πίστη που ήταν θερμή. Στο Μελί αντί για ομοίωμα εκκλησίας κρατούσαν ένα ομοίωμα καραβιού, τενεκεδένιο ή ξύλινο. Στο Μανταμάδο της Λέσβου ο αρχηγός των καλαντιστών χτυπούσε την πόρτα των νοικοκυραίων με ένα ραβδί, ην κουσ’κούδα. Τα κάλαντα που λέγονταν την ημέρα αυτή αφορούσαν κυρίως στην εξιστόρηση του θαυμαστού γεγονότος της γέννησης του Χριστού και συνέχιζαν με παινέματα των νοικοκύρηδων και προτροπές για κεράσματα των καλαντιστών. Τα κεράσματα, τα καρτάκια, όπως έλεγαν στον Τσεσμέ αυτά ήταν συνήθως γλυκά, αυγά, κολίκια και ξηροί καρποί και πολύ σπανιότερα νομίσματα.
Από το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων σε πολλές περιοχές της Μ. Ασίας φρόντιζαν να μην σβήσει η εστία της φωτιάς για να μπορεί να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός. Τις πρώτες πρωινές ώρες των Χριστουγέννων παρακολουθούσαν τη λειτουργία στην εκκλησία και όταν γύριζαν κάθονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το οποίο συνήθως ετοίμαζαν από το προηγούμενο βράδυ. Στα Χύδηρα της Λέσβου οι βοσκοί συγκέντρωναν την ώρα εκείνη τα κοπάδια τους γύρω από το Μοναστήρι του Κουρούκλου και παρακολουθούσαν τη Λειτουργία, θυμίζοντας την προσκύνηση των ποιμένων στο Θείο Βρέφος.
Κύριο χριστουγεννιάτικο φαγητό στα μικρασιατικά παράλια ήταν η σούπα από κότα, αφού ήταν κατάλληλο μετά από τη μακρά περίοδο της αυστηρής νηστείας που είχε προηγηθεί. Επίσης, έφτιαχναν χοιρινό ψητό, παστό, λουκάνικο ή με σέλινο, καθώς το τελευταίο αποτελούσε μία από τις πρασινάδες που φύτρωναν το χειμώνα και άρα συμβόλιζε την ευφορία και τη νίκη της φύσης απέναντι στο βαρύ χειμώνα. Τέλος, προτιμούσαν και φαγητά τα οποία τύλιγαν, όπως οι ντολμάδες και οι σαρμάδες, αφού, όπως συνέβαινε και με τα γλυκά, συμβόλιζαν το σπαργανωμένο Χριστό.
Η μέρα των Χριστουγέννων, όπως και η επόμενη, κυλούσαν με γενικότερη χαρά ευφορία και ανταλλαγές επισκέψεων. Μάλιστα, στο Αϊβαλί οι νοικοκυρές έστηναν μπροστά από τα σπίτια τους χάλκινα τραπέζια με κεράσματα, τα κουμούσια, για να τρώνε, να πίνουν και να εύχονται οι περαστικοί. Στο Παλαιοχώρι της Λέσβου οι άντρες τη δεύτερη μέρα πήγαιναν στην τοποθεσία Λαγκαδούρα. Εκεί έβαζαν σημάδι έναν πετεινό και όποιος τον πετύχαινε τον έπαιρνε μαζί του σαν έπαθλο.
Τέλος, μια ευρύτερη αντίληψη, με τη μορφή πρόληψης, η οποία επικρατούσε στην Ιωνία και την Αιολίδα ήταν ότι αποτελούσε πολύ κακό σημάδι η γέννηση ενός παιδιού την ημέρα των Χριστουγέννων. Αυτό συνέβαινε διότι πίστευαν ότι το παιδί αυτό είχε συλληφθεί την ημέρα του Ευαγγελισμού, δηλαδή την ημέρα της ασπόρου συλλήψεως. Για τα παιδιά αυτά διαβάζονταν ειδικές ευχές για να αποτρέψουν το κακό, ενώ στην Καλλονή της Λέσβου για τον ίδιο λόγο τα βάφτιζαν ανήμερα των Φώτων. Η ορθότητα αυτής της αντίληψης ίσως να ήταν συζητήσιμη.
📍Έθιμα Πρωτοχρονιάς
Παρά το γεγονός ότι κατά την αρχαιότητα ως αρχή του έτους θεωρούνταν η 1η Μαρτίου ή σύμφωνα με το εκκλησιαστικό έτος η 1η Σεπτεμβρίου, από το 48 π.Χ., επί αυτοκρατορίας Καίσαρα καθιερώθηκε να γιορτάζεται η έναρξη του νέου έτους την 1η Ιανουαρίου, καθώς συνέπιπτε με τη μεγάλη ρωμαϊκή γιορτή των Σατουρναλίων. Οι εορτασμοί αυτοί συνεχίστηκαν και κατά τους χριστιανικούς χρόνους, ενώ κατά την ημέρα αυτή εορτάζονταν το γεγονός της περιτομής του Χριστού και η μνήμη ενός από τους μεγαλύτερους ιεράρχες του χριστιανισμού, του Μεγάλου Βασιλείου. Η εορτή την ημέρα εκείνη ενός από τους πιο ελεήμονες και δοτικούς Αγίους της ορθόδοξης πίστης αποτέλεσε τη σύνδεση, με την οποία προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν αφθονία, ευφορία της γης που άρχιζε να ξυπνά και ευετηρία.
Αμέσως μετά την ανάπαυλα των Χριστουγέννων, λοιπόν, ξεκινούσαν στα σπίτια οι ετοιμασίες για τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς. Εκτός από τα γλυκά με πολλές στρώσεις φύλλων και δίπλες που συμβόλιζαν την αφθονία και τον πλούτο και την ευρεία χρήση των ξηρών καρπών που θεωρούσαν ότι θα ενίσχυαν τη γονιμότητα, φρόντιζαν και πάλι να εφοδιάσουν τα σπίτια τους με όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά και να στείλουν στους αναξιοπαθούντες ή πενθούντες συγχωριανούς και συγγενείς, γιατί πίστευαν ότι την ημέρα εκείνη έπρεπε όλοι να περνούν καλά, για να περάσει καλά και ο υπόλοιπος χρόνος. Στην Πέργαμο υπήρχαν ειδικές τεχνίτρες που αναλάμβαναν την Παρασκευή του μπακλαβά, καθώς αποτελούσε το πρώτο γλυκό της νέας χρονιάς και έπρεπε να είναι αψεγάδιαστο.
Σε ορισμένα χωριά της Ερυθραίας κρεμούσαν στις πόρτες και τα μπαλκόνια κρομμυδασκέλες (βολβούς κρεμμυδιών) και ασπερδούλια (βολβούς ασφόδελου), σαν σύμβολα αναγέννησης της φύσης μέσα από τις ρίζες της, τα οποία παράλληλα προφύλασσαν και από το κακό μάτι. Στο Παλαιοχώρι Λέσβου κρεμούσαν έξω από τις πόρτες κλωνάρια λισσού (κισσού) για να αναπτυχθεί η ευημερία του σπιτιού, βάγιας (βατσ’νιά) για να κολλούν οι νύφες και οι γαμπροί εάν είχαν παιδιά σε ηλικία γάμου, συκιάς για να γυρίσουν οι ξενιτεμένοι και ελιάς για να έχουν καλή σοδειά. Μάλιστα, φρόντιζαν να κόψουν τα κλαδιά αυτά από κτήμα καλού και πλούσιου χωριανού για να τους φέρει τύχη.
Η σημαντικότερη, όμως, από τις υποχρεώσεις της νοικοκυράς ήταν η προετοιμασία της πρωτοχρονιάτικης βασιλόπιτας. Όπως συνέβαινε με το χριστόψωμο έτσι και οι τύποι βασιλόπιτας διέφεραν ανά περιοχή, ως προς τα υλικά και τον τρόπο παρασκευής. Τα σύμβολα με τα οποία συνήθως τη διακοσμούσαν ήταν ο σταυρός και ο δικέφαλος αετός, ενώ το στολισμό συμπλήρωναν οι ξηροί καρποί και το σουσάμι. Οι Σμυρνιές εκτός από τη σφραγίδα με το δικέφαλο στο κέντρο κεντούσαν γύρω γύρω στην πίτα τους, που έμοιαζε με ένα αφράτο μπισκότο, στολίδια με το ζυμάρι και συχνά φιλοτεχνούσαν με αυτό και τη χρονολογία. Με την ίδια ζύμη έφτιαχναν και τα αετουδάκια, μεγάλα κουλούρια στα οποία έδιναν το σχήμα με τη σφραγίδα του δικέφαλου. Οι Αϊβαλιώτισσες έφτιαχναν τη βασιλόπιτα με αλεύρι, λάδι και μυρωδικά. Έπειτα, με ένα πιρούνι σχημάτιζαν ένα σταυρό τσιμπιστό (τσιμπιτό) για να βγουν, όπως, έλεγαν τα μάτια των εχθρών και να μην γλωσσοτρώνε την οικογένεια και στη συνέχεια έκαναν διάφορα σχέδια χρησιμοποιώντας ένα κλειδί για να κλειδώνουν τα στόματα των εχθρών και με μία δαχτυλήθρα για να υπάρχει νοικοκυροσύνη στο σπιτικό. Στα Μοσχονήσια οι νοικοκυρές ιστορούσαν ολόκληρες παραστάσεις πάνω στη βασιλόπιτα με σφραγίδες που είχαν στα σπίτια του. Ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωση των αγροτικών χωριών της Ερυθραίας, όπως το Λυθρί, το Μελί και τα ορεινά χωριά των Καραμπούρνων, όπου η βασιλόπιτα ήταν ένα απλό ψωμί ή μια χορτόπιτα ή κρεατόπιτα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, απαραίτητο ήταν να μπει μέσα στην πίτα ένα νόμισμα, μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα της οικογένειας. Στο Παλαιοχώρι, μάλιστα, ονόμαζαν τα νόμισμα παράδα και το τύλιγαν σε βαγιόφυλλο.
Την ίδια μέρα, της παραμονής, τηρούνταν και μια σειρά εθίμων. Έτσι, για παράδειγμα, στον Τσεσμέ της Ερυθραίας έσφαζαν μπροστά στην πόρτα μια κότα ή ένα διάνο για να υπάρχει καλή σοδειά και καλή τύχη. Στο Μελί οι κοπέλες πήγαιναν στη βρύση του χωριού και άφηναν ένα πιάτο με λουκουμάδες ή διπλάκια, για να καλοπιάσουν τις Καλές Κυράδες, δηλαδή τα πνεύματα που προστάτευαν τη βρύση. Η συνήθεια αυτή του ταΐσματος της βρύσης απαντά ευρύτερα σε πολλές περιοχές του ελληνισμού και συνδέεται με την παράδοση του Αγίου Γεωργίου και του δράκου και την αγωνία των ανθρώπων για την εξασφάλιση του πολύτιμου αγαθού, του νερού. Οι άντρες την ίδια ώρα φρόντιζαν να τελειώσουν τις δουλειές τους και να κλείσουν τα χρέη τους, για να μην τους βρει χρεωμένους ο νέος χρόνος. Έπειτα πήγαιναν στα καφενεία για να παίξουν τυχερά παιχνίδια με χαρτιά και ζάρια, για το καλό, όπως έλεγαν.
Την τιμητική τους, όπως είναι φυσικό, είχαν το απόγευμα της παραμονής οι ομάδες των καλαντιστών που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι για να ευχηθούν την καλοχρονιά. Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα επικεντρώνονταν σε ευχές για το νέο έτος, παινέματα για το νοικοκύρη και τα μέλη της οικογένειας, προτροπές για κεράσματα και βέβαια, αναφορές στον τιμώμενο Άγιο, το Μέγα Βασίλειο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Άγιος κατά βάση παρουσιάζεται σαν καλόγερος. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, όπως στα καραμπουρνιώτικα χωριά αναφέρεται ως βοσκός που βόσκει τα πρόβατά του, ενώ στο Κάτω Ντεμερλί Βουρλών και στο Αϊβαλί, σαν ζευγάς που συνομιλεί με το Χριστό. Για τη συνοδεία των τραγουδιών χρησιμοποιούσαν τουμπελέκια, σίδερα και μικρά σήμαντρα, ενώ μαζί τους έφεραν χαρτοφάναρα (βενέτικα) και ομοιώματα καραβιών. Όπως συνέβαινε και τα Χριστούγενννα, τα φιλοδωρήματά τους αποτελούνταν από φρούτα, γλυκά και ξηρούς καρπούς σπανιότερα από νομίσματα. Στο Μόλυβο της Λέσβου, τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια πήγαιναν και έπαιρναν νερό από τη βρύση της Φανερωμένης. Μετά σε παρέες γύριζαν με το νερό στους δρόμους του χωριού τραγουδώντας τα κάλαντα και οι νοικοκυρές έβγαιναν και τους έδιναν κεράσματα. Στη Σμύρνη ανήμερα την Πρωτοχρονιά οι φιλαρμονικές γύριζαν και έλεγαν τα κάλαντα, μαζεύοντας χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Το βράδυ της παραμονής, την Καλή Βραδιά, όπως έλεγαν στην Ερυθραία, η οικογένεια μαζευόταν στο σπίτι και έστρωνε γιορτινό τραπέζι. Σε ορισμένα χωριά, όπως την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ, το Αϊβαλί και την Αγιάσο και το Παλαιοχώρι της Λέσβου περίμεναν τα μεσάνυχτα για να κόψουν την πίτα. Στο Παλαιοχώρι, μάλιστα, ο τυχερός που θα έβρισκε το φλουρί έπρεπε να κοιμηθεί το βράδυ πάνω στα άχυρα σκ’μπακή, δηλαδή στην αποθήκη με τα γεννήματα για να σκορπίσει και εκεί η τύχη του (μπακή λεγόταν η αποθήκη με τα γεννήματα, από τη λέξη εμπατή).
Πριν πάνε για ύπνο φρόντιζαν να μείνει στρωμένο το τραπέζι. Πάνω άφηναν ένα ποτήρι με νερό και πιάτα με γλυκά και βασιλόπιτα, εφόσον την είχαν ήδη κόψει. Αυτό το έκαναν γιατί πίστευαν ότι το βράδυ θα περνούσε ο Άη Βασίλης από το σπίτι τους και έπρεπε να βρει μέρος να ξαποστάσει και να φάει. Μάλιστα, στην Αγιάσο έβαζαν στο τζάκι, στο ύψος της καμινάδας (π’καρί) ένα μεγάλο κούτσουρο όρθιο, για να βρει σκαλοπάτι ο Άγιος και να κατέβει να ευλογήσει το σπίτι.
Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, πολύ νωρίς το πρωί, έπρεπε κάθε σπίτι να πάρει το πρώτο νερό της χρονιάς από τη βρύση ή το πηγάδι του χωριού. Στη Σμύρνη όσοι έμεναν κοντά στο βουνό Γιαμανλάρ νταγ έπρεπε ξυπνώντας να κοιτάξουν πρώτα το βουνό και να ευχηθούν να είναι «στερεωμένοι», ενώ το θεωρούσαν πολύ καλό σημάδι να δουν χιόνια. Στην Πέργαμο και το Αϊβαλί τα κορίτσια που πήγαιναν να πάρουν το νερό άφηναν λίγο ανοιχτή τη βρύση για να γεμίσουν τα αυλάκια της και να έχουν πολλά μπερεκέτια (αφθονία). Στο Ρεΐσντερε της Ερυθραίας έλεγαν το νερό αυτό μάλαμα και όταν το έπαιρναν άφηναν εκεί μια πιατέλα με λουκουμάδες ή δίπλες. Στην ίδια περιοχή, στα χωριά Μελί, Λυθρί και Σιβρισάρι ο αφέντης του σπιτιού πήγαινε αξημέρωτα στη βρύση για να πάρει το αμίλητο νερό, δηλαδή να πάρει νερό, κατά τη μεταφορά του οποίου προς το σπίτι δεν έπρεπε ούτε να μιλήσει ούτε να γελάσει. Μαζί του είχε, επίσης, μια πέτρα και ένα ρόδι, το οποίο έπαιρνε να λειτουργηθεί στην εκκλησία. Όταν η οικογένεια γύριζε από τη Λειτουργία, ο νοικοκύρης έχυνε στην αυλή το νερό για να κυλήσει ανεμπόδιστα ο νέος χρόνος, πετούσε την πέτρα στο κατώφλι για να βαρύνουν οι τσέπες του (πουζούδες) από το χρυσάφι και έσπαγε το ρόδι για να υπάρχουν στο σπίτι τόσα καλά, όσα τα σπόρια του ροδιού. Παρόμοιο έθιμο απαντά και στη Λέσβο, στο Παλαιοχώρι. Εκεί, επιφορτισμένοι με τη μεταφορά του νερού ήταν η νοικοκυρά ή ο νοικοκύρης ή εκείνος που κέρδισε την προηγούμενη μέρα το φλουρί της βασιλόπιτας. Όποιος πήγαινε στη βρύση έπρεπε να αφήσει εκεί, εκτός από γλυκά και ένα κομμάτι από την πίτα, συνήθως του φτωχού ή του Αγίου Βασιλείου. Έπειτα, ο νοικοκύρης έκανε την ίδια διαδικασία με το νερό και την πέτρα, με τη διαφορά ότι πατούσε και ένα σιδερένιο αντικείμενο για να είναι γεροί και σιδερένιοι όλοι μέσα στο σπίτι. Επίσης, πίστευαν ότι, όπως σκορπίζουν τα σπυριά από τα ρόδια, έτσι θα σκορπίσουν και οι εχθροί του σπιτιού. Τα σπυριά αυτά τα έδιναν έπειτα να τα φάνε οι κότες για να κάνουν πολλά αυγά. Στην Καλλονή, τη Μήθυμνα και την Ερεσό της Λέσβου το νερό το κουβαλούσαν την προηγούμενη μέρα οι κοπέλες της οικογένειας με ένα αχρησιμοποίητο δοχείο (κμάρι) και φρόντιζαν να προετοιμάσουν το διαδικασία τοποθετώντας δίπλα στην πόρτα το δοχείο, ένα κλαδί ελιάς, ένα καρβέλι ψωμί, μια πέτρα χορταριασμένη (μαλλιαρή) και ένα ρόδι.
Άλλο ένα σημαντικό πρωτοχρονιάτικο έθιμο ήταν το ποδαρικό, δηλαδή το να μπει πρώτο στο σπίτι την πρώτη μέρα του χρόνου ένα άτομο τυχερό. Στις περισσότερες περιπτώσεις επέλεγαν να κάνει ποδαρικό ένα αγόρι υγειές που είχε και τους δύο γονείς εν ζωή ή κάποιος γείτονας, τον οποίο θεωρούσαν γουρλή. Στην Πέργαμο, τη Σμύρνη και το Αϊβαλί επιδίωκαν να κάνει ποδαρικό ένα από τα αρσενικά μέλη της οικογένειας, κατά ιεραρχία, ο πατέρας, ο γιος ή αν δεν υπήρχαν οι προηγούμενοι ένα στενός συγγενής. Όποιον έκανε ποδαρικό τον αντάμειβαν με κάποιο φιλοδώρημα και στο Παλαιοχώρι του έδιναν τα κομμάτια της βασιλόπιτας που είχαν μελετήσει στο Χριστό, την Παναγία και τον Άγιο Βασίλειο. Στο χωριό Γέρα της Λέσβου ένα μέλος της οικογένειας έπρεπε να σηκωθεί και χωρίς να μιλήσει έπρεπε να πλυθεί και να προσευχηθεί. Έπειτα έμπαινε και έκανε ποδαρικό στο σπίτι, λέγοντας ευχές για όλους και κρατώντας ένα κλαδί ελιάς με καρπό φώναζε «Ξύλα και κλαδιά στο εχθρού τα μάτια. Όπως είναι αυτό φορτωμένο με ελιές, έτσι να είναι φορτωμένα και τα ελαιοκτήματά μας».
Το γιορτινό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, όπως και αυτό της παραμονής, έπρεπε να είναι πλούσιο. Τα φαγητά που επέλεγαν συνήθως ήταν το χοιρινό, καθώς και φαγητά, τα οποία γέμιζαν ή τύλιγαν όπως οι ντολμάδες. Όπως πίστευαν, τα γεμιστά φαγητά θα εξασφάλιζαν ένα χρόνο γεμάτο καλά, ενώ οι δίπλες ήταν οιωνοί και σύμβολα της αφθονίας και του πλούτου. Πριν ή μετά το φαγητό, ο νοικοκύρης έκοβε τη βασιλόπιτα, σε περίπτωση που δεν την είχαν κόψει την προηγούμενη μέρα. Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση των βοσκών στα Καράμπουρνα, οι οποίοι έκοβαν μία πίτα την Πρωτοχρονιά και μία την ημέρα των Θεοφανείων στο μαντρί τους. Αφού σταύρωνε την πίτα τρεις φορές έκοβε κομμάτια για το Χριστό, την Παναγία, τον Άγιο Βασίλειο, το φτωχό, το σπίτι, τα ζώα και τα κτήματα και έπειτα ιεραρχικά για όλα τα μέλη της οικογένειας, ακόμα και τους απόντες. Στα Βουρλά οι ανύπαντρες κοπέλες έβαζαν το κομμάτι τους από τη βασιλόπιτα στο προσκεφάλι τους, για να ονειρευτούν αυτόν που επρόκειτο να παντρευτούν. Στο Παλαιοχώρι μάζευαν τα ψίχουλα του τραπεζιού και τα κρατούσαν για να τα πετάξουν την ημέρα των Φώτων στα χωράφια τους. Επίσης, στις περισσότερες αγροτικές περιοχές τάιζαν τα ζώα τους με τα φαγητά και τα γλυκά που έτρωγαν και οι ίδιοι, καθώς και με το κομμάτι που τους αντιστοιχούσε από τη βασιλόπιτα, καθώς πίστευαν ότι εάν περνούσε ο Άη Βασίλης έπρεπε να βρει τα ζώα ευχαριστημένα και καλοταϊσμένα, προκειμένου να τα ευλογήσει. Στα Αλάτσατα το βράδυ της Πρωτοχρονιάς συνήθιζαν να τρώνε μακαρόνια για να κάνουν πολλά κουκούλια, καθώς πολλοί κάτοικοι ασχολούνταν με τη σηροτροφία.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς όλοι φρόντιζαν να περάσουν όσο το δυνατόν καλύτερα, γιατί πίστευαν πως έτσι θα κυλήσει και ο υπόλοιπος χρόνος. Επίσης, πρόσεχαν με ποιους θα συναναστραφούν και ποιους θα συναντήσουν. Στο Παλαιοχώρι, μάλιστα, όταν συναντούσαν την ημέρα εκείνη ένα άσπρο πρόβατο το θεωρούσαν καλό οιωνό, ενώ όταν συναντούσαν ένα μαύρο πρόβατο, κακό. Επιπλέον, απέφευγαν να δανείζουν πράγματα και δεν έβγαζαν έξω από το σπίτι αντικείμενα. Επισκέψεις, βίζιτες όπως τις έλεγαν, συνήθιζαν να κάνουν μόνο οι άντρες. Στη Σμύρνη οι νοικοκυρές έβγαζαν τραπέζια έξω από τα σπίτια τους με γλυκά και ποτά, τα οποία κερνούσαν σε φίλους και γνωστούς που περνούσαν από εκεί. Στο Αϊβαλί όσοι πήγαιναν επίσκεψη κάπου έπαιρναν μαζί τους και μια πέτρα για να είναι στερεωμένοι οι νοικοκύρηδες. Οι γυναίκες συνήθως έμεναν μέσα και έκαναν τις επισκέψεις τους την επόμενη μέρα.
Η ανταλλαγή δώρων δεν συνηθιζόταν, παρά μόνο μεταξύ των αρραβωνιασμένων, ενώ στα χωριά της Ερυθραίας συνήθιζαν ο πατέρας να στερνιάζει τα παιδιά της οικογένειας, να τους δίνει, δηλαδή, ορισμένα νομίσματα. Στα Βουρλά, για παράδειγμα, ο αρραβωνιαστικός έστελνε στη μέλλουσα σύζυγό του ένα φόρεμα και ένα πανέρι με φρούτα και εκείνη έπρεπε να του επιστρέψει το πανέρι γεμάτο με γλυκά.
Πηγή: εστία Νέας Σμύρνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου