Συνοικίες της Πόλης: Πέραν ή Σταυροδρόμι.
Η περιοχή Πέρα ή Μπέγιογλου (Beyoğlu) της Κωνσταντινούπολης, όπως περιγράφεται η πέρα από το Γαλατά περιοχή στα οθωμανικά διοικητικά έγγραφα από τα τέλη του 15ου αιώνα, αποτελούσε κατά τους πρώτους χρόνους μετά την Άλωση προάστιο του Γαλατά εκτεινόμενο πάνω από αυτόν σε υψόμετρο περίπου 110 μ. από τη θάλασσα. Η περιοχή μέχρι και το 18ο αιώνα ήταν σχετικά αραιοκατοικημένη, κυρίως από μη μουσουλμάνους.
Την ονομασία Μπέογιγλου τη χρησιμοποιούν και οι ορθόδοξοι χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι ήταν λιγοστοί κατά τους πρώτους αιώνες μετά την Άλωση. Οι χριστιανοί ορθόδοξοι αποκαλούσαν την περιοχή και Σταυροδρόμι – από όπου πήρε την ονομασία της και η ορθόδοξη κοινότητα που δημιουργήθηκε εκεί το 19ο αιώνα. Σύμφωνα με το Μανουήλ Γεδεών, πριν από το 19ο αιώνα το Σταυροδρόμι και το Μπέγιογλου αποτελούσαν δύο διακριτές συνοικίες, από τις οποίες το μεν Μπέγιογλου περιλάμβανε τους πυκνοκατοικημένους συνοικισμούς μεταξύ του πύργου του Γαλατά και του σημείου όπου χτίστηκε η ρωσική πρεσβεία, το δε Σταυροδρόμι την έκταση πάνω από το πρώτο σταυροδρόμι της περιοχής. Αναλυτικότερα, η ονομασία Σταυροδρόμι, ή Dörtyol στα τουρκικά, ουσιαστικά αποτυπώνει τη μορφολογία του χώρου, ο οποίος μεταβάλλεται σταδιακά και επεκτείνεται προς τα βόρεια· έτσι μέχρι το 18ο αιώνα η ονομασία Σταυροδρόμι παραπέμπει στο σημείο τομής δύο κάθετων κύριων οδικών αρτηριών (των οδών Kumbaracı και Asmalı Mecit) που ένωναν τις συνοικίες Τοπχανέ και Κασίμ Πασά από «μια στενή και μακράν κατά την μέσην οδό» – τον Ίσιο Δρόμο ή Doğru Yol, γνωστό αργότερα ως Μεγάλη Οδό του Πέρα. Έναν αιώνα αργότερα το σταυροδρόμι μετατοπίστηκε βορειότερα.
Οι πληροφορίες που έχουμε για την περιοχή από το 16ο έως το 19ο αιώνα προέρχονται κυρίως από περιηγητές και γηγενείς ιστοριοδίφες. Η ιστορία της περιοχής συνδέεται άρρηκτα με αυτήν του Γαλατά, o οποίος αποτελούσε ήδη από τους Βυζαντινούς χρόνους τόπο παραμονής και συναλλαγής κυρίως εμπόρων από τη Βενετία, τη Γένοβα και τη Φλωρεντία. Μέχρι το 17ο αιώνα η περιοχή συγχέεται με το Γαλατά και δεν της αποδίδεται πάντα αυθύπαρκτη οντότητα από τους περιηγητές, όπως για παράδειγμα κάνει ο Pierro della Valle, που περιγράφει το Γαλατά και την περιοχή του Πέρα ως ενιαίο σύνολο.
Η επέκταση και η αύξηση των δραστηριοτήτων των εμπόρων του Γαλατά, που ενισχύονται σε σημαντικό βαθμό από τις οικονομικές διευκολύνσεις που παρέχει η Υψηλή Πύλη, είχε αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν και οι εμπορικές εγκαταστάσεις στην περιοχή δημιουργώντας έτσι σημαντικό χωροταξικό πρόβλημα. Σταδιακά από το 16ο αιώνα οι έμποροι και οι εκπρόσωποι των ξένων κρατών αρχίζουν να μεταφέρουν τις οικίες τους και, στη συνέχεια, τις διοικητικές έδρες των κρατών τους στο Πέρα. Από τους πρώτους ήταν ο Γάλλος πρέσβης Jean de la Forest, ο οποίος το 1535, και έπειτα από συνεννόηση μεταξύ του Φραγκίσκου Α΄ και του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, μετέφερε τη γαλλική πρεσβεία στο Πέρα.
Την εποχή εκείνη η περιοχή του Γαλατά ήταν γεμάτη αμπέλια και περιβόλια, με διάσπαρτες αγροικίες και καλυβόσπιτα, όπως μας πληροφορεί μεταξύ άλλων ο περιηγητής Jerôme Maurand, κάτι που καταδεικνύεται και από τα γράμματα των Γάλλων πρέσβεων. Το παράδειγμα των Γάλλων ακολούθησαν σταδιακά οι πρέσβεις και των υπόλοιπων χωρών. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα είχε αποκρυσταλλωθεί στο Πέρα η θέση των ξένων πρεσβειών, οι οποίες χτίζονταν σε αυτή την περιοχή κυρίως λόγω της αίσθησης κοσμοπολιτισμού της περιοχής.
Το 17ο αιώνα η περιοχή συνεχίζει να κατοικείται, ενώ τα όριά της εκτείνονται ουσιαστικά από τον Κεράτιο μέχρι το Τοπχανέ. Νέες συνοικίες, όπως το Φιντικλί και το Τζιχανγκίρ, δημιουργούνται. Ωστόσο, ο κύριος πυρήνας του Μπέγιογλου φτάνει μέχρι το Γαλατά Σαράι, ενώ βορειότερα υπάρχουν νεκροταφεία. Είναι η περίοδος που αυξάνεται έντονα η παρουσία Δυτικών στην περιοχή –με τους Γάλλους να έχουν, τουλάχιστον στην αρχή του αιώνα, την πρωτοκαθεδρία– οι οποίοι φέρνουν μαζί τους και τους θρησκευτικούς λειτουργούς τους. Η κοινότητα των Λατίνων στο Πέρα, η Magnifica Communita di Pera, έχει, σύμφωνα με σύγχρονους περιηγητές, σημαντική ελευθερία. Η κοινότητα ουσιαστικά αυτοδιοικούνταν από τη θρησκευτική της ηγεσία, αν και τυπικά υπαγόταν διοικητικά στον καδή του Γαλατά. Είναι επίσης η περίοδος που, εκτός από τα σπίτια και τις πρεσβείες με τους όμορφους κήπους, στην περιοχή του Πέρα οικοδομούνται καθολικές εκκλησίες, παρεκκλήσια και μοναστήρια. Από την εποχή αυτή αρκετοί εύποροι χριστιανοί υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα αρχίσουν να οικοδομούν τα αρχοντικά τους εδώ. Η περιοχή εξελίσσεται σε προάστιο που κατοικείται από ευκατάστατους αστούς.
Οι περιγραφές του Πέρα στις αρχές του 18ου αιώνα από τη σύζυγο του Άγγλου πρεσβευτή λαίδη Montagu, όσο και αν καθορίζονται από την τάξη και τη θέση της, παρουσιάζουν μια περιοχή που θυμίζει, κατ’ εκείνη, προάστιο του Λονδίνου και πύργο της Βαβέλ, λόγω της πολυπολιτισμικής σύνθεσης του πληθυσμού.25 Ωστόσο, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα η ανάπτυξη της συνοικίας Ταταύλα και η εισροή στην περιοχή και ατόμων από κατώτερες κοινωνικές τάξεις μετασχηματίζει τη φυσιογνωμία της σε μια περιοχή με μεικτό χαρακτήρα από οικονομική και κοινωνική άποψη.
Ο 19ος αποτελεί τον κατεξοχήν αιώνα του Πέρα και σημαδεύεται κυρίως από την παρουσία των αστών εκπροσώπων των διάφορων μιλλέτ της Αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός της περιοχής αυξάνεται την περίοδο αυτή σημαντικά, ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα το Μπέγιογλου φτάνει στα όρια της ανάπτυξής του και μετατρέπεται σε διεθνούς βεληνεκούς εμπορικό κέντρο.
Γενικά, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η εξέλιξη και η ίδια η μορφή του Πέρα την περίοδο αυτή είναι επακόλουθο των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων και των μεταρρυθμίσεων που δρομολογούνται στην Αυτοκρατορία ουσιαστικά μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο και την υπογραφή της Συνθήκης του Παρισιού (1856). Οι πληθυσμοί που συγκεντρώνονται στην περιοχή απολαμβάνουν σημαντικά εμπορικά προνόμια, λόγω των διομολογήσεων ή/και της προστασίας των ξένων πρεσβειών και έτσι δημιουργείται ένα περιβάλλον διοικητικής-νομικής ελευθερίας που δημιουργεί με τη σειρά του μεγάλα περιθώρια κέρδους.
Μέσα σε αυτό το κλίμα γεννήθηκε η ανάγκη μεταρρυθμίσεων και σε δημοτικό επίπεδο. Η αναδυόμενη αστική τάξη προώθησε ένα πρότυπο αυτοδιοίκησης του Πέρα, το οποίο θα καλλιεργούσε το δυτικό προφίλ της –και έτσι θα τόνωνε την εικόνα της Αυτοκρατορίας στα μάτια των Δυτικών–, αλλά και θα δημιουργούσε περαιτέρω περιθώρια πολιτικής και οικονομικής δύναμης κυρίως των μη μουσουλμάνων. Μέσα σε αυτό το κλίμα δημιουργείται το 6ο διοικητικό διαμέρισμα στην αναδιαρθρωμένη διοικητικά από το 1854 Κωνσταντινούπολη. Το 6ο διαμέρισμα περιλαμβάνει το Πέρα και λειτουργεί ως συνοικία-πρότυπο. Τα δημοτικά συμβούλια της περιοχής, στα οποία συμμετέχουν και μη μουσουλμάνοι, προσπαθούν να αναμορφώσουν την περιοχή με βάση τα πρότυπα των ευρωπαϊκών πρωτευουσών.
Κατά μήκος της Μεγάλης Οδού του Πέρα, στα γαλλικά Grande Rue de Pera και στα τουρκικά Cadde-i Kebir (η οδός Istiklal της δημοκρατικής περιόδου), χτυπούσε πλέον η εμπορική και πολιτιστική φλέβα της πόλης. Στα περίφημα passages παρισινού τύπου που δημιουργούνται κατά μήκος της έβρισκε κανείς πολυτελέστατα καταστήματα, θέατρα και αργότερα κινηματογράφους. Ξενοδοχεία, διαμερίσματα και κτήρια πρεσβειών ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος που παντρεύουν διάφορους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς (εκλεκτικισμό, αρ νουβό, κλασικισμό κ.ά.) βρίσκονταν σε πολλά σημεία του δρόμου.
Η εικόνα αυτή του κοσμοπολίτικου Πέρα συμπληρώνεται από κακόφημες συνοικίες και γειτονιές που δημιουργήθηκαν γύρω από την περιοχή, όπως η πολυπληθής λαϊκή γειτονιά Γενί Σεχίρ ή οι περιοχές γύρω από το Κασίμ Πασά, όπου συγκεντρώνονταν χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα Ρωμιών, Βουλγάρων αλλά και μουσουλμάνων, πολλές φορές μεταναστών που έχουν συρρεύσει στην πρωτεύουσα αναζητώντας εργασία. Οι περιοχές αυτές φημίζονταν για τα κρασοπουλειά, τα χαμαιτυπεία και τα «κακόφημα σπίτια».
Πηγή: ήθη και έθιμα της Πόλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου