Καλοκαίρι
Η πρώτη φορά που χώνεις τα πόδια σου στη ζεστή άμμο
Πότισμα με λάστιχο, ξυπόλυτος, παντελόνια, βρακιά, μπλούζες, όλα βρεγμένα και η δροσιά που βγαίνει μέσα από τα βρεγμένα μπετά και τα ραντισμένα γεράνια
Εκείνα τα πρώτα τρία δευτερόλεπτα ντροπής όταν βγαίνεις με το μαγιώ στην παραλία. Άσπρο δέρμα, τα περιττά κιλά που δεν έφυγαν, όλη η μνήμη του χειμώνα που πρέπει να φύγει από το σώμα σου σε εκείνα τα τρία δευτερόλεπτα
Μετά, παγωμένο νερό, κύματα, άμμος στα μαλλιά / φασολάκια / γεμιστά
Το τρίπτυχο φράουλες-κεράσια-καρπούζι, αυτά δεν είναι φρούτα, αυτά είναι ο κόσμος όλος σε κάθε μπουκιά
Ο ήχος της παγωτομηχανής πάνω στον πάγκο της κουζίνας, όταν ετοιμάζεις το πρώτο παγωτό της χρονιάς Να δοκιμάσουμε σορμπέ σαγκουίνι, σκέφτεσαι. Αλλά μέσα σου ξέρεις πως όσο υπάρχουν κεράσια θα ψάχνεις εκείνο το βαθυκόκκινο παγωμένο νέκταρ που είναι το σορμπέ κεράσι
Καμένες μύτες και μάγουλα από τον ήλιο
Κολοκυθανθοί γεμιστοί που δεν τους έφτιαξες εσύ και ήρθαν σε τάπερ από κάποιον που σε αγαπά και σε σκέφτεται. Αλήθεια, η χειρονομία τού να στείλεις τάπερ σε κάποιον είναι η ύψιστη ένδειξη αγάπης και φιλίας. Για μένα και για όσους μόνο στέλνουν, ποτέ δεν παίρνουν
Η διαδρομή με το μηχανάκι προς Πετράλωνα και πίσω. Και πάντα να ρωτάς σαν παιδάκι «γιατί πάντα κάνει κρύο εδώ;» όταν περνάμε δίπλα από το λόφο
Οι είκοσι σελίδες από το μυθιστόρημα που διαβάζεις κάθε πρωί στη βεράντα και το έχεις χρονομετρήσει έτσι ώστε να τελειώσει πριν πλακώσει ο ήλιος στο μπαλκόνι
Shakshuka και όχι καγιανά, με φρέσκο κόλιαντρο για γαρνιτούρα και ξύσμα λεμονιού
Οι ιβίσκοι. Όσοι κατάφερες να κρατήσεις στο μπαλκόνι σου και όσοι θα δεις στην πατρίδα σου. Εκεί που δεν είναι μικρά φυτάκια, αλλά μεγάλα δέντρα και θάμνοι-φράχτες
Mεσημέρι Σαββάτου σε καφενείο του κέντρου, να σε πλακώνουν τα τσίπουρα και οι ρακές και να σου αρέσει που θα κοιμηθείς ζαβλακωμένος από το αλκόολ κι ευχαριστημένος
Yπνοβασίες στο ψυγείο στις τρεις το χάραμα και επιδρομές στο καρπούζι
Σύκα. Σκέτα, με λευκό μαλακό τυρί, με μέλι, με προσούτο, όπως και να είναι, το πιο παράξενο φρούτο της φύσης, μία από τις πιο ηδονικές τροφές
Άγρια ρόκα με τρεις σταγόνες λεμόνι
Φρεσκια τριμμένη ντομάτα, ρίγανη, αγουρέλαιο, ζυμωτό ψωμί και λίγο αλάτι
Ψάρι ψητό στα ελάχιστα μαγαζιά της πόλης που ακόμα μπορούν να σερβίρουν αληθινά ψάρια, με λίγα χόρτα στην άκρη, ούτε λεμόνι, ούτε λάδι, να γεύεσαι τη θάλασσα
Βερίκοκα, ροδάκινα, που στο νησί μου τα λέμε χρυσόμηλα
Βανίλιες, που στο νησί μου τις λέμε φορμόζες
Και σταφύλια. Και βόλτες σε αμπέλια, αν μπορείς
Η αγωνία αν θα προλάβεις τα αμπελοφάσουλα ή αν θα σ' τα πάρουν άλλοι στην ταβέρνα του χωριού
Οι Χώρες των νησιών
Η Χώρα της Αστυπάλαιας
Έμαθες μετά από χρόνια να εκτιμάς τη σπανιότητα των Κυκλάδων. Εσύ που μισούσες τα ξερά τοπία, τώρα τα αγαπάς επειδή έμαθες να τα κοιτάς σωστά. Να τα βλέπεις
Τάρτες με φρούτα του δάσους
ροδάκινα στον φούρνο με παγωτό
Μαχαλεμπί με φιστίκι Αιγίνης και γλυκό τριαντάφυλλο
Το απλούστατο, αλλά εξαιρετικό δείπνο που ετοίμασες χωρίς να βράσεις ή να ψήσεις οτιδήποτε, που είναι όμως το πιο βασιλικό πράγμα που μπορείς να σκεφτείς και που, φυσικά, η προσπάθεια για να το σχεδιάσεις και οι βόλτες που έκανες στα μπακάλικα, στα μανάβικα, στους φούρνους και στα ζαχαροπλαστεία ήταν ισότιμες με τρεις μέρες σκληρής μαγειρικής
Οι γιρλάντες με φωτάκια στο μπαλκόνι να φωτίζουν τα πρόσωπα των φίλων σου / τα τραπέζια στη μικρή βεράντα που μας χωράει τόσο όσο/ σεμιφρέντο / μελιτζάνες με ντομάτα, σκόρδο και βασιλικό / κρύα λαδερά / βασιλικός και δυόσμος παντού / ντομάτες παντού / καυτερές πιπεριές παντού / χταπόδι στα κάρβουνα ή καρπάτσο
Τα ξαφνικά πηγαινέλα στο λιμάνι του Πειραιά κάθε Σ/Κ / εκείνα τα τηλεφωνήματα μες τη νύχτα από τους φίλους σου.
Όλα καλά; Θα έρθεις στο νησί; Δεν μας πεθύμησες;
Ο γάτος που κοιμάται στις γλάστρες / ο γάτος που ζαλίζεται απ' τη ζέστη / Πρώτο καλοκαίρι χωρίς τη γάτα / Ο ακάλυπτος, οι συνομιλίες των άλλων που ακούς άθελά σου, οι σκιές των σωμάτων που βλέπεις στα απέναντι σπίτια να διασχίζουν ημίγυμνες ένα διάδρομο, μια κουρτίνα που την παίρνει απαλά ο αέρας
Όσα μαγειρεύονται στις άλλες κουζίνες / οι πικροδάφνες στις άκρες των δρόμων / Η αιώνια ιστορία μ' εκείνη τη βόλτα στην Ακρόπολη που λέμε να κάνουμε, αλλά ποτέ δεν γίνεται / Η καθιερωμένη αυγουστιάτικη βόλτα στο Αρχαιολογικό που πάντα γίνεται μεσημέρι Σαββάτου, εμείς και κάτι Αμερικάνοι ξέμπαρκοι που βρέθηκαν σε αυτή την πόλη λίγο πριν από την Ίο / η τελευταία νύχτα στο νησί
Το ξημέρωμα στον Πειραιά / Κυριακή μεσημέρι στο σπίτι, που έχεις ξεκόψει και δεν έχεις πάει για μπάνιο, που η ησυχία της γειτονιάς είναι τρομακτική και σέξι μαζί / Τα θερινά
Η υγρασία της πατρίδας μου το βράδυ, το χάραμα / Σαγιονάρες, παντόφλες, μακό, ψάθες, ελαφριά αρώματα, χαμηλά ολσταράκια, παρεό/ Σκοτεινά δωμάτια / Λευκά σεντόνια / Βρεγμένα μαλλιά / Ηλιοβασιλέματα
Η πικρή διαπίστωση πως το καλοκαίρι είναι η εποχή της νιότης. Και κάθε καλοκαίρι που ξοδεύεις, φεύγει ανεπιστρεπτί
Η ευγνωμοσύνη για τα χρώματα, τον ουρανό, τη θάλασσα
Που και φέτος θα περάσουμε μαζί κι αυτό το καλοκαίρι.
| Μιχάλης Μιχαήλ | πηγή: https://www.lifo.gr/articles/taste_articles/109134/kalokairi-apo-ton-mixali-mixail
| Φωτογραφία: Στέφανος Μαλικόπουλος, Πόρος, 1947, από τα φωτογραφικά αρχεία του Μουσείου Μπενάκη |
Πηγή: #mikrokaravireposting
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου