📌"ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ"
🖊 Την Καθαρά Δευτέρα πρωί - πρωί στους δρόμους της Σμύρνης ακούγονταν οι φωνές των τσιγγάνων, οι οποίοι κρατώντας διάφορα σκεύη έβγαιναν και μάζευαν όλα τα αρτύσιμα φαγητά που είχαν περισσέψει από το κραιπάλη της αποκριάς. Οι νοικοκυρές πλένανε τα μπακιρικά που είχανε μαγειρέψει μέσα, με βραστό νερό και τα καθαρίζανε καλά από τα αρτύσιμα κι ετοιμάζανε τα νηστίσημα. Μερικοί φύλαγαν λίγα μακαρόνια από την ύστερη Αποκριά για να τα πάνε έξω στα χωράφια να τα θάψουν, συμβολίζοντας έτσι όλους τους δαίμονες της σάρκας που τους νικούν οι αγνοί – με προσευχή και με νηστεία για να περιμένουν το Άγιο Πάσχα.
Τα μπακάλικα, τα ψαράδικα, τα χαλβατζίδικα, οι φούρνοι , ήταν ανοικτοί από το πρωί ως τη μια το μεσημέρι και περίμεναν τον κόσμο να αγοράσει τα σαρακοστιανά του, τα χορταρικά και τα φρούτα. Θαλασσινά που ήταν άφθονα και φρέσκα: αστακοί, στρείδια γαρίδες, μύδια , χτένια, χάβαρα, σουλίνες, αχινοί κολιτσιάνοι, τσαγανιοί. Λογιών λογιών χαλβάδες. Τα απαραίτητα μαρούλια και φρέσκα κρεμμυδάκια με τα σκόρδα, ελιές και την καθιερωμένη ραμαζανόπιττα. Απαραίτητα ήταν και τα πιοτά: το κρασί, το ρακί, το τσίπουρο και η τσιτσιμπίρα. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν ταχινόπιτα, ταραμοσαλάτα, χαβιαροσαλάτα, ντολμάδες γιαλαντζί, τουρσιά, έβραζαν ρύζι με ζάχαρη και κρόκο ή χοσάφι από ξερά βερίκοκα, δαμάσκηνα , σταφίδες, ξύσμα πορτοκαλιού και λίγη ζάχαρη.
Από την Καθαρά Δευτέρα μαζί με τα Σαρακοστιανά ερχόταν και η εποχή του πετάγματος των τσερκενιών. Όποιο σπίτι είχε ψηλό δώμα, ταράτσα δηλαδή ήταν εύκολο το πέταγμα του αετού, αλλιώς για να πετάξουν τον αετό πήγαιναν εκδρομή στα προάστια της Σμύρνης. Η αριστοκρατία πήγαινε στο Μπουτζά, στο Μπουρνόβα, στο Κορδελιό και στη φημισμένη μπυραρία του Αθανασούλα, στο Κοκαργιαλί. Οι λαϊκές πάλι τάξεις στο Μερσινλή, στον Προφήτη Ηλία και στην Αγία Άννα. Από τη διασκέδαση δεν έλειπε η μουσική, με την κιθάρα, το τουμπερλέκι ή το μαντολίνο!
Για τους χαρταετούς χρησιμοποιούσαν σπάγκους - τον ψιλό βενέτικο, τον χοντρό βενέτικο και όποιος είχε οικονομική ευχέρεια τον δαμασκηνό, όπως τον έλεγαν ο οποίος ήταν και πανάκριβος. Τα αετουδάκια της Σμύρνης λόγω κατασκευής ήταν ευέλικτα, έκαναν ωραίους ελιγμούς στα ύψη αλλά ταυτόχρονα μπλέκονταν το ένα με το άλλο και όποιος είχε πιο δυνατό σπάγκο, στο τράβηγμα το έσπαζε κι έτσι νικούσε τον αντίπαλό και το έπαιρνε ως λάφυρο.
Αληθινός πόλεμος! Με μεγάλο πείσμα φροντίζαν να καταστρέψει ο ένας του άλλου το τσερκένι. Ολόκληρες γειτονιές ξεσηκώνονταν σε αυτές τις τσερκενομαχίες και παίρνανε το μέρος του γείτονά τους που πέταγε το τσερκένι του. Πολλοί βάζανε πάνω στα τσερκένια τους και φαναράκια, κι όταν βράδιαζε ο ουρανός φάνταζε μαγευτικός.
Με τους πρώτους μενεξεδένιους ίσκιους, που άπλωνε το δείλι, χτυπούσαν οι καμπάνες κι οι εορταστές ετοιμάζονταν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Στις εκκλησίες και τα ξωκλήσια που θα περνούσαν, άναβαν το ευλαβικό τους κεράκι και άκουγαν με κατάνυξη τη ψαλμωδία ..…Κύριε των Δυνάμεων..!
Το βράδυ, στη Σμύρνη, στους δρόμους και στα άλλοτε πολυσύχναστα σοκάκια δεν υπήρχε ψυχή. Όλοι ήταν μέσα στα σπίτια τους. Όπως λέει και το λαϊκό ρητό:
«Κάθε κατεργάρης στο μπάγκο του»!
📚Βιβλιογραφία:
- Δημήτρης Αρχιγένης/ Λαογραφικά Γ’: Η ζωή στη Σμύρνη/ Αθήνα ,1980
- Χρήστος Σολομωνίδης/ Της Σμύρνης/ Αθήνα ,1957
- Στέλλα Επιφανίου –Πετράκη/ Λαογραφικά της Σμύρνης: βιβλίο πρώτο/ Αθήνα, Το ελληνικό βιβλίο, 1964
Πηγή: Εστία Νέας Σμύρνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου