Στις 22 Ιανουαρίου 1788 γεννιέται στο Λονδίνο ο Τζώρτζ Γκόρντον Νοέλ Μπάιρον.
Το όνομα του ήρωα ποιητή και φιλέλληνα δεν θα πάψει ποτέ να συγκινεί κάθε ελληνική καρδιά. Νους και ψυχή θα στρέφεται πάντα προς το ηρωικό τέκνο της Αλβιόνος, που μια σελίδα από τη ζωή του είναι συνυφασμένη και με την Ιωνική πρωτεύουσα.
Πολλοί είναι οι περιηγητές και διάσημες προσωπικότητες που επισκέφθηκαν τη Σμύρνη από τα τέλη του 16ου αιώνος μέχρι της Μικρασιατικής καταστροφής. Από τον ιππότη Ντ΄Αρβιέ ως τον Τουρνεφόρ, από τον βασιλέα της Ελλάδος «Όθωνα» ως τον αυτοκράτορα της Βραζιλίας Πιέτρο και από το δούκα της Ραγούζης ως το Λαμαρτίνο. Ανάμεσα όμως σε βασιλείς και σ΄αυτοκράτορες, σε ιστορικούς και σε λογοτέχνες ξεχωρίζει η φυσιογνωμία του Βύρωνος.
Ο «κύκνος της Αγγλίας», μετά το πρώτο ταξίδι στην Αθήνα, φτάνει στις 5 Μαρτίου στο 1810 στη Σμύρνη, επιβαίνοντας της φρεγάτας «Πυλάδης». Στην Ιωνική πρωτεύουσα παραμένει ως τις 11 Απριλίου 1810, οπότε με το αγγλικό δίκροτο «Σαλσέτ», αναχωρεί για την Κωνσταντινούπολη. Ο Βύρων στα χειρόγραφα του περίφημου «Τσάϊλντ Χάρολδ» αναφέρει πως τα δύο πρώτα μέρη του άσματός του άρχισε να τα γράφει στις 31 Οκτωβρίου ου 1809, όταν βρισκόταν στα Γιάννινα και ση Ζίτσα. Το τέλος όμως του δεύτερου μέρους του ποιήματός του συμπλήρωσε στις 28 Μαρτίου 1810 όταν βρισκόταν στη Σμύρνη..
Γράφει ο ίδιος:
«Ύστερα από την εποχή του Ομήρου δεν γράφτηκαν κάτω από τον γλαυκό ουρανό της Ιωνίας στίχοι ωραιότεροι. Ο Τυφλός Ραψωδός της Σμύρνης στα αθάνατα έπη του, υμνεί τη δόξα των ηρώων της Ελλάδος. Κι΄ ένας έφηβος της Αγγλίας, κλαίει με τα τραγούδια του τα λείψανα της αφανισμένης αλλ’ αθάνατης, Ελλάδας:
Ωραία, Ελλάδα! Θλιβερό λείψανο
ενός αφανισμένου μεγαλείου
Αθάνατη, κι ας μην υπάρχεις πια,
Κατάχαμα πεσμένη, αλλά μεγάλη.
Ποιος θα συνάξει κάτω απ’ τη σημαία σου
τα διασκορπισμένα παιδιά σου;
Ποιος θα σε λυτρώσει από μια σκλαβιά
που τη συνήθισες πάρα πολύ;
Ήταν πολύ διαφορετικά τα παιδιά σου,
που κάποτε πολεμιστές χωρίς ελπίδα,
αψηφώντας τη μοίρα,
περίμεναν στα στενά του θανάτου,
στις έρημες Θερμοπύλες.
Ω! ποιος θα ξαναβρεί
το ηρωικό αυτό πνεύμα;
Ποιος θα πηδήξει από τις όχθες του Ευρώτα
και θα σε ξυπνήσει μέσα στον τάφο σου;
Ο Βύρων στις 36 μέρες που παρέμεινε στη Σμύρνη, κατέλυσε αρχικά στο εκεί αγγλικό προξενείο, αργότερα δε στην έπαυλη του Γκούτ, στο μυρόπνοο προάστιο της Σμύρνης, Μπουτζά. Η έπαυλη ήταν ωραιότατη, περιβαλλόταν από μεγάλο πάρκο και από αλλέα με παράλληλες σειρές από πανύψηλα κυπαρίσσια. Εκεί, κάνοντας ο Βύρων τον καθημερινό του περίπατο, εμπνεύστηκε και συμπλήρωσε το δεύτερο μέρος του άσματός του. Έως και τη Μικρασιατική καταστροφή έδειχναν τη θέση και τα κυπαρίσσια, κάτω από τα οποία, γράφτηκαν οι περίφημοι στίχοι του Τσάιλντ Χάρολν».
Πολλοί θαυμαστές του Βύρωνος, που επισκέπτονταν την έπαυλη Γκούτ έκοβαν αναμνηστικά κλωνάρια από τα κυπαρίσσια, που πρώτα αυτά άκουσαν τους στίχους του φιλέλληνα βάρδου.
Για το λόρδο Βύρωνα σαν άνθρωπο, σαν ήρωα και σαν ποιητή θα μιλάει για πάντα η Ιστορία. Η προσφορά του στην Τέχνη και στην Ελληνική Επανάσταση μένει ανάμεσα στους καιρούς, στις θεωρίες και στα ρεύματα σαν ένα κάτασπρο μνημείο. Κάθε φορά που θ’ ακούσει τ όνομά του η παγκόσμια πνευματική γνώμη, θα γονατίσει ευλαβικά στη μεγαλοφυΐα που ανατινάχτηκε στον αέρα με το δυναμίτη μιας υπέρτατης ιδέας της Λευτεριάς ενός ξένου λαού.
Προς αυτή τη θυσία στρεφόμαστε εμείς οι Έλληνες όταν κάνουμε τον εθνικό μας απολογισμό. Στο μικρό και ταλαιπωρημένο Μεσολόγγι έμεινε αδιάφθορη η ψυχή του Βύρωνα για να θυμίζει τη φλόγα που αγάπησε κι έκαψε έναν ευπατρίδη ποιητή, έναν τραγικό άνθρωπο, έναν πραγματικό αγωνιστή.
Έτσι τον είδε κι ο Παλαμάς:
«Της θείας της γης διαλαλητής
μα και κριτής
της έφερε τη λύρα του και το σπαθί του αντάμα,
κι ήρθε και σβεί στη ματωμένη λιμνοθάλασσα
τη φλόγα της ζωής του και το δράμα».
Σ’ αυτή τη «ματωμένη λιμνοθάλασσα» ο νεώτερος Τυρταίος θαυματούργησε, αγρύπνησε και πόνεσε. Εδώ πέρα ο λόρδος περιφρόνησε τη δόξα, τους τίτλους και τις τιμές. Εδώ το άτομο συμμερίστηκε την ομαδική τραγωδία κι ανυψώθηκε. Η τελική προσφορά του Βύρωνα πότισε την πρώτη κιόλας αυγή το δέντρο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Μπροστά στην ώρα τούτη ο Σολωμός θρηνολογεί:
Λευτεριά για λίγο πάψε
Να χτυπάς με το σπαθί
Τώρα σίμωσε και κλάψε
Εις του Μπάϋρον το κορμί.
Με το αίμα πού ‘χυσε ο Βύρων. Υπόγραψε το συμβόλαιό του με την αιωνιότητα…
Ο λόρδος Μπάϋρον πέθανε με την Ελλάδα στην καρδιά στις 7 Απριλίου 1824 σε ηλικία 36 ετών. Πέθανε πάνω στην άνοιξη της ζωής του, μα και νεκρός βοήθησε να γίνουν πραγματικότητα όλα του τα μεγαλόπνοα όνειρα κι όλες του οι ελπίδες για την αποκατάσταση του ελληνικού λαού. Η Ελλάδα ελευθερώθηκε κι έγινε κράτος γερό και ακμαίο μέσα στο πέρασμα των χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Η ανάμνηση του ωραίου εκείνου νέου του Ευεργέτη της ζει ακόμα μέσα σε κάθε ελληνική καρδιά που ξέρει να εκτιμά και να φυλάγει κάθε αληθινή αξία σε πρόσωπα και πράγματα.
Βιβλιογραφία
1.Χρήστου Σωκρ. Σολομωνίδη, «Της Σμύρνης Αθήνα, [τυπογραφεία Αρ. Μαυρίδη], 1957
2.Τάκη Δόξα «Ο ήρωας κι’ ο ποιητής», Αθήνα, Πειραϊκή Πατραϊκή, 1971
3.Σίτσας Καραϊσκάκη, Μπάϋρον: Πέθανε με την Ελλάδα στην καρδιά», Αθήνα, [Μαυρίδης], 1971
Πηγή: ΕΣΤΙΑ Νέας Σμύρνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου