Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΒΛΟΓΗΜΕΝΟ ΜΑΝΤΡΙ | Φώτης Κόντογλου


 ΤΟ ΒΛΟΓΗΜΕΝΟ ΜΑΝΤΡΙ | Φώτης Κόντογλου


Η ιστορία του διηγήματος του Φώτη Κόντογλου Το βλογημένο μαντρί διαδραματίζεται μία κρύα νύχτα με χιονιά, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Είναι μία ιστορία-ύμνος για την αγάπη που ζεσταίνει τις καρδιές των απλών φτωχών ανθρώπων.


"Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά. Μία χρονιὰ λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μὲ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ μ᾿ ἕνα ταγάρι περασμένο στὸν ὦμο του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ᾿ ἀνοίγανε τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατὶ ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.

Ἀφοῦ βολόδειρε(1) ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, κι ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ χῶρες πολλὲς κι ἀπὸ χιλιάδες χωριὰ καὶ πολιτεῖες, ἔφταξε στὰ ἑλληνικὰ τὰ μέρη, πού ῾ναι φτωχὸς κόσμος. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χωριὰ πρόκρινε τὰ πιὸ φτωχά, καὶ τράβηξε κατὰ κεῖ, ἀνάμεσα στὰ ξερὰ βουνὰ ποὺ βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά(2).

Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιᾶς βογκοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολὺ ἄγρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν ἀκουγότανε, ἐξὸν ἀπὸ κανένα τσακάλι ποὺ γάβγιζε.

Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπάγκιο ποὺ ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ῾να μικρὸ βουνό, κι εἶδε ἕνα μαντρὶ κολλημένο στὰ βράχια. Ἄνοιξε τὴν αὐλόπορτα ποὺ ἤτανε κανωμένη ἀπὸ ἄγρια ρουπάκια(3) καὶ μπῆκε στὴ μάντρα. Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ πιάσανε καὶ γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νὰ τὸν σκίσουνε· μά, σὰν πήγανε κοντά του, σκύψανε τὰ κεφάλια τους καὶ σερνόντανε στὰ ποδάρια του, γλείφανε τὰ χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καὶ κουνούσανε παρακαλεστικὰ τὶς οὐρές τους.

Ὁ Ἅγιος σίμωσε στὸ καλύβι τοῦ τσομπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ ραβδί του καὶ φώναξε:

«Ἐλεῆστε με, χριστιανοί, γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστὸς μᾶς διακόνεψε σὰν ἦρθε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».

Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μὲ μαῦρα γένια· καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸ γέροντα:

«Πέρασε μέσα στ᾿ ἀρχοντικό μας νὰ ζεσταθεῖς! Καλὴ μέρα καὶ καλὴ χρονιά!».

Αὐτὸς ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.

Μέσα στὴν καλύβα ἔφεγγε μὲ λιγοστὸ φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σὰν εἶδε στὸ φῶς πὼς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνασπάστηκε καὶ τό ῾βαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καὶ τὴ γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, ποὺ κουνοῦσε τὸ μωρό τους μέσα στὴν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε:

«Κόπιασε, παπποῦ, νὰ ξεκουραστεῖς».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στὴν πόρτα καὶ βλόγησε τὸ καλύβι κι εἶπε:

«Βλογημένοι νά ῾σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο τὸ σπιτικό σας! Τὰ πρόβατά σας νὰ πληθαίνουν ὡς τοῦ Ἰὼβ μετὰ τὴν πληγὴν καὶ ὡς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζί σας!».

Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι καὶ ξελόχισε(4) ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σὲ μία γωνιὰ τὸ ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τὸ μπαλωμένο τὸ ράσο του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του. Τὸν βάλανε κι ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιά, κι ἡ γυναίκα τοῦ ῾βαλε καὶ μία μαξιλάρα ν᾿ ἀκουμπήσει.

Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κι εἶδε γύρω του καὶ ξανάπε μέσα στὸ στόμα του:

«Βλογημένο νά ῾ναι τοῦτο τὸ καλύβι!».

Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε, γιὰ νὰ φέρει τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο. Ἡ γυναίκα του μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάριξε ξύλα στὴ φωτιά.

Μονομιᾶς φεγγοβόλησε τὸ καλύβι μὲ μίαν ἀλλιώτικη λάμψη καὶ ἐφάνηκε σὰν παλάτι. Τὰ δοκάρια σὰν νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οἱ πυτιὲς(5) ποὺ ἤτανε κρεμασμένες σὰν νὰ γινήκανε χρυσὰ καντήλια, καὶ τὰ τυροβόλια κι οἱ καρδάρες καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, λὲς κι ἤτανε διαμαντοκολλημένα. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὴ φωτιὰ εὐωδιάζανε σὰν μοσκολίβανο καὶ δὲν τρίζανε, ὅπως τρίζανε τὰ ξύλα τῆς φωτιᾶς, παρὰ ψέλνανε σὰν τοὺς ἀγγέλους πού ῾ναι στὸν Παράδεισο.

Ὁ Γιάννης ἤτανε καλὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν ἔφτιαξε ὁ Θεός.

Φτωχὸς ἤτανε, εἶχε λιγοστὰ πρόβατα, μὰ πλούσια καρδιά: «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια!». Ἤτανε αὐτὸς καλός, μὰ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα. Κι ὅποιος τύχαινε νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα τους, ἔτρωγε κι ἔπινε καὶ κοιμότανε. Κι ἂν ἤτανε καὶ πικραμένος, ἔβρισκε παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονὴ τῆς χάρης του, κι ἔδωσε τὴν εὐλογία του.

Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς οἰκουμένης, ἀρχόντοι, δεσποτάδες κι ἐπίσημοι ἀνθρώποι, πλὴν ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν τέτοιον ἄνθρωπο, παρὰ πῆγε στὸ μαντρὶ τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.

Σὰν βολέψανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸ γέροντα:

«Γέροντα, μεγάλη χαρὰ ἔχω ἀπόψε ποὺ ἦρθες, ν᾿ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς κανένα γράμμα, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἐκκλησία κοντά μας, μήτε κἂν ῥημοκλήσι. Ἐγὼ ἀγαπῶ πολὺ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας, κι ἂς μὴν τὰ καταλαβαίνω, γιατὶ εἶμαι ξύλο ἀπελέκητο. Μία φορὰ μᾶς ἦρθε ἕνας γέροντας Ἁγιονορίτης καὶ μᾶς ἄφησε τούτη τὴν ἁγιωτικὴ φυλλάδα, κι ἂν λάχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιὰ φορά, τὸν βάζω καὶ τὴ διαβάζει. Ἐγὼ ὅλα ὅλα τὰ γράμματα ποὺ ξέρω εἶναι τρία λόγια ποὺ τά ῾λεγε ἕνας γραμματιζούμενος, ποὺ ἔβγαζε λόγο στὸ χωριό, δυὸ ὧρες ἀπὸ δῶ, κι ἀπὸ τὶς πολλὲς φορὲς ποὺ τά ῾λεγε, τυπωθήκανε στὴ θύμησή μου. Αὐτὸς ὁ γραμματικὸς ἔλεγε καὶ ξανάλεγε: ῾Σκώνιτι οὐ μήτηρ του κι τοὺν ἀνισπάζιτι κι τοῦ λέγ᾿: Τέκνου μου! Τέκνου μου!᾿. Αὐτὰ τὰ γράμματα ξέρω...».

Ἤτανε μεσάνυχτα. Ὁ ἀγέρας βογγοῦσε. Ὁ Ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε ἀπάνου καὶ στάθηκε γυρισμένος κατὰ τὴν ἀνατολὴ κι ἔκανε τὸ σταυρό του τρεῖς φορές. Ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε ἀπὸ τὸ ταγάρι του μία φυλλάδα κι εἶπε:

«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων!».

Ὁ Γιάννης πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του. Ἡ γυναίκα του βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε κι ἐκείνη καὶ στάθηκε κοντὰ στὸν ἄντρα της.

Κι ὁ γέροντας εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», χωρὶς νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τ᾿ ἀπολυτίκιο, ποὺ λέγει : «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἔψελνε γλυκὰ καὶ ταπεινά, κι ὁ Γιάννης κι ἡ Γιάνναινα τὸν ἀκούγανε μὲ κατάνυξη καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους. Κι εἶπε ὁ Ἅγιος Βασίλης τὸν ὄρθρο καὶ τὸν κανόνα τῆς ἑορτῆς «Δεῦτε λαοί, ἄσωμεν», χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του κανόνα «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κι ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κι ἔκανε ἀπόλυση.

Καθίσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα - Μάρκος ὁ Βουβός, ποὺ τὸν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καὶ τὸν βοηθοῦσε.

Καί, σὰν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα κι εἶπε:

«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».

Κι ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κι εἶπε: «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τὸ δεύτερο κι εἶπε: «τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τὸ τρίτο καὶ δὲν εἶπε: «τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλὰ εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου!».

Πετάγεται ὁ Γιάννης καὶ τοῦ λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τὸν Ἅη-Βασίλη!».

Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

«Ἀλήθεια, τὸν ξέχασα!».

Κι ἔκοψε ἕνα κομμάτι κι εἶπε:

«Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!».

Ὕστερα ἔκοψε πολλὰ κομμάτια, καὶ σὲ κάθε ἕνα ποὺ ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Μάρκου τοῦ μογιλάλου(6)», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».

Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στὸν Ἅγιο:

«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιοσύνη σου;».

Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

«Ἔκοψα, εὐλογημένε!».

Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!

Ἔστρωσε ἡ γυναίκα, γιὰ νὰ κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νὰ κάνουνε τὴν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τὶς ἀπαλάμες του κι εἶπε τὴν δική του τὴν εὐχή, ποὺ τὴ λέγει ὁ παπᾶς στὴ λειτουργία:

«Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὔκ εἰμι ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου...».

Σὰν τελείωσε τὴν εὐχὴ κι ἑτοιμαζόντανε νὰ πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης :

«Ἐσύ, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, πές μας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστεν ἁμαρτωλοὶ καὶ κακορίζικοι, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε!».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τὶς ἀπαλάμες του καὶ ξαναεῖπε τὴν εὐχὴ ἀλλιώτικα:

«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἄξιός ἐστιν καὶ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».

Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος."


Φώτης Κόντογλου | Το βλογημένο μαντρί 


Λεξιλόγιο

1. Βολοδέρνω - βασανίζομαι γυρνώντας ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ

2. Λεμπεσουριὰ - φτωχολογιά

3. Ρουπάκι - ἀγριοβελανιδιά

4. Ξελοχίζω - ζωηρεύω τὴ φωτιά

5. Πυτιὰ (ἡ) - μαγιὰ ἀπ᾿ τὴν ὁποία γίνεται τὸ τυρί

6. Μογιλάλος - βουβός

 

Πηγή: Η Ποίησις Εντός Μας_post


2021------>2022

 
Μοσχομυριστές κατωρηγούσικες βιορέτες
2021!🎅

Μια όμορφη χρόνια με τα ωραία και τ άσχημά της. 

Με όμορφους ανθρώπους και όμορφες εμπειρίες.

Με  τα άτομα που αγαπώ και νοιάζομαι να είναι καλά!

Με όμορφα κλικ📷 κι ακόμα πιο βελτιωμένα.

Με υπομονή, ελπίδα, αισιοδοξία και πάνω απ' όλα υγεία όλα ξεπερνιουνται.

Εμείς φτιάχνουμε όμορφη μια χρονιά κι όχι η γκρίνια, η κακομοιριά για τα πάντα. 

Με ταπεινότητα, απλότητα και με το να απολαμβάνουμε τις μικρές καθημερινές στιγμές της ζωής!

                                      Αναστασία 💝💝


2022 ευχές για μία όμορφη χρόνια

με υγεία, 💎 χαμόγελα, 🙂 όμορφες στιγμές 🌹🧿
 

📌 100 χρόνια από την τελευταία Πρωτοχρονιά στη Σμύρνη!

 📌 100 χρόνια από την τελευταία Πρωτοχρονιά στη Σμύρνη!



👉Για τελευταία χρονιά η Σμύρνη της Ιωνίας- η Σμύρνη των Ελλήνων θα γιορτάσει την Πρωτοχρονιά. Θα υποδεχθεί το νέο έτος 1922 με χαρά και ελπίδα..!


Οι γιορτινές μέρες περνούσαν χαρούμενα καθώς δε έλειπε η καλή διάθεση από κανέναν. Στη Σμύρνη την παραμονή του Αγίου Βασιλείου έπρεπε όλοι να ετοιμαστούν για να καλοδεχτούν τον καινούριο χρόνο. Στην αλλαγή του χρόνου, μόλις ακούγονταν το δωδέκατο χτύπημα από τα καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής, αμέσως χτυπούσαν όλες μαζί οι καμπάνες  των  ορθοδόξων εκκλησιών και περιχώρων. Οι μπουρούδες όλων των βαποριών που τύχαινε να ήταν αραγμένα στο λιμάνι σφύριζαν καλωσορίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το νέο έτος. Τα πολεμικά πλοία έριχνα τους προβολείς τους στο μακρύ Και και έπειτα ψηλά στην πολιτεία της Σμύρνης από άκρη σε άκρη, μέχρι το βουνό Πάγο και το κάστρο του Μ. Αλέξανδρου.


Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές μπαινόβγαιναν φουριόζες κι όλο μουρμούριζαν για τα παιδιά που μπερδεύονταν μέσα στα πόδια τους. Τα σπίτια λαμποκοπούσαν και μοσχοβολούσαν κανέλα και γαρίφαλο. 


Πρωί πρωί ξεκινούσε όλη η οικογένεια, με την καλή τους φορεσιά να πάνε στην εκκλησία. Ο νοικοκύρης  κρατούσε στη τσέπη του το ρόδι που θα έσπαζε στην πόρτα του σπιτιού όταν επέστρεφαν. Για το καλό του χρόνου και για πολλά μπερικέτια όπως έλεγαν! 


Μετά από αυτό έπρεπε να μπει με το δεξί στο σπιτικό και να ευχηθεί σε όλη την οικογένεια φιλώντας έναν –έναν σταυρωτά. Όταν τελείωναν οι ευχές κάθονταν όλοι μαζί γύρω από το Αϊ –βασιλιάτικο τραπέζι. Η μητέρα έφερνε το θυμιατό και θύμιαζε με  μοσχολίβανο, πρώτα την πίττα και μετά κάθε έναν χωριστά κάνοντας το σημείο του σταυρού. Ο πατέρας έκοβε την βασιλόπιττα . Το πρώτο κομμάτι του Χριστού, το δεύτερο της Παναγιάς και μετά κατά ηλικία αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο. Το νόμισμα πάντα ήταν χρυσό, και σε εκείνον που θα έπεφτε θα έφερνε μεγάλο γούρι!


Πολλές φορές την ώρα που έκοβαν την πίττα τύχαινε να έρθουν τα παιδιά του μαχαλά να πουν τα κάλαντρα. Το σήμαντρο χτυπούσε με τέχνη , οι παιδικές φωνές συμπλήρωναν τη χαρούμενη ατμόσφαιρα του σπιτιού και τα λόγια τους έφερναν στον καθένα ένα καλό μήνυμα  για τελευταία φορά:


🎊Πρωτοχρονιάτικα κάλαντρα Σμύρνης🎊


Αρχιμηνιά κι’ Αρχιχρονιά κι  Αρχή του Γεναρίου,

Κι  Αρχή που βγήκεν ο Χριστός, τριώ χρονώ παιδάκι,

ούλο τον κόσμο ηγύρισε, σαν το καλογεράκι.

Κ’ εκεί που παραπάτησε, χρoυσή μηλίτσα βγήκε,

και μέσ’ τα φύλλα τση μηλιάς, δυο μήλα χρουσομένα.

Και ποιος τα παραχρούσωσε; O ήλιος της ημέρας,

το φεγγαράκι  της αυγής και τ’ άστρο της εσπέρας.

Σ’ αυτό το σπίτι τ’ αψηλό, το μαρμαροχτισμένο,

που οι πέτρες είνε μάλαμα, το χώμα ειν’ ασήμι,

και μες ’στη μέση του σπιτιού κοιμάτ’ ο Άης Βασίλης,

ποιος είναι άξιος κι’ αρκετός να πά ν’ τονέ ξυπνήσει;

Εγώ ‘ μαι άξιος κι’ αρκετός να πά  ν’ τονέ ξυπνήσω.

Δώστε μου μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε,

εγώ να μπω, εγώ να βγω, να τον πετροβολήσω,

κ΄ένα σταμνί ροδόσταμο, να τόνε περεχύσω.

Ξύπνησ’ αφέντη τσ’ αφεντιάς, και μη πολυκοιμάσαι

γιατίς ο ύπνος ο πολύς, μαραίνει και χαλά σε.

Εσένα πρέπ’  αφέντη μου, καράβι ν ’αρματώσεις,

στην Ιγγλιτέρα να το πας, φλουρί να το φορτώσεις,

στην πρύμη να’ ναι μάλαμα, στην πλώρη να ν’ ασήμι

και τα σκοινιά και τ’ άρμπουρα να τα μαλαματώσεις.

Εσένα , πρέπ’ αφέντη μου, καρέγλα καρυδένια,

Για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.

Και, πάλι, ξαναπρέπει σου βελούδο να καθίσεις,

Με το να χέρι να μετράς με τα ’άλλο να δανείζεις.

Και, πάλι, ξαναπρέπει σου δαμασκηνό τραπέζι

κι άμα θ’ ανθεί η δαμασκηνιά, ν’ ανθεί και το τραπέζι.

Πολλά’ παμε τ’ αφέντη μας, ας πούμ’ και τσή κεράς μας.

Κερά λιγνή κερά ψηλή, κερά καμαροφρύδα,

που’ χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρ’ αστήθι,

και του κοράκου το φτερό το χεις καμαροφρύδι.

Όντας σειστείς και λυγιστείς και πας στην εκκλησιά σου,

ή στράτα  ρόδα γέμωσε κ΄ ή εκκλησιά το μόσκο,

κι από τον μόσκο τον πολύ, οι τοίχοι ραϊστήκαν,

παπάδες, διάκοι σε κυττούν το διάβασμά τως χάνουν,

τα ψαλτικά τως λησμονούν ψαλτάδες κανονάρχες.

Πολλά ‘ παμε και τση κεράς, ας πούμε και του γιού τσης.

Έχεις και γιό στα γράμματα και γιόνε στο ψαλτήρι,

να σ’τον  χαρίνει ο Θεός να βάνει πετραχήλι.

Ο δάσκαλος τόνε ‘βανε για να κανοναρχήσει,

κ’ ηξέπεσέ του το κερί κ’ ήκαψε το ψαλτήρι,

κ’ ήκαψε και τσί κάρτσες του τσί χρουσοκεντημένες,

όπου του τσι κεντούσανε τρείς όμορφες κοπέλλες.

Πολλά ‘παμε του γιούκα σου, ας πούμε και τσή κόρης.

Έχεις και κόρην όμορφη, γραμματικός τη θέλει,

μ’ αν είναι και γραμματικός, πολλά προυκιά γυρεύει.

Γυρεύ αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχια,

γυρεύει και τη Βενετιά μ’ούλα τση τα καράβια,

γυρεύει και τον κύρ- Βορριά να τα καλαρμενίζει.

Πολλά ‘ παμε τση κόρης σου, ας πούμε για το σπίτι.

Σ’ αυτό το σπίτι που’ ρχαμε, τα ράφια ν’ ασημένια,

του χρόνου να ξανάρχωμε, να νε μαλαματένια.

Σ’ αυτό το σπίτι που’ ρχαμε, πέτρα να μη ραΐσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.

Σ’ αυτό το σπίτι που’ ρχαμε, ροδόσταμο μυρίζει,

να ζήσει η νοικοκερά όπου το συγυρίζει.

Ηφάαμε το πετεινό, ας φάμε και την κότα,

δώσε μας το φλουράκι μας, να πάμε σ ’άλλη πόρτα,

δώσε μας και τον κόπο μας απτό χρουσό σακούλι

να σας πολυχρονίσωμε να’ σαστε γεροί ούλοι.

Άντε παιδιά να φύωμε πριχού μας βαρεθούνε

πριχού μας δώσουν τσι κλωτσιές και μας κουτρουβαλούνε.

 Κι από χρόνου να’ στε καλά! 

 Κ’ εις έτη πολλά!


ℹΒιβλιογραφία

• Λαογραφικά Γ, Η ζωή στη Σμύρνη/ Δημήτρη Ι. Αρχιγέννη/ Αθήνα,1980

• Αντέτια Δωδεκαήμερου/Αργυρώ Μάμαλη –Κοπάνου/ΙΩΝΕΣ/Ν. Ιωνία Μαγνησίας, 2010

• Λαογραφικά της Σμύρνης/ Στέλλα Επιφανίου –Πετράκη/ Αθήνα,1966

• Φωτογραφία: Σύλλογος Μικρασιατών Σκάλας Λουτρών Λέσβου, «Το Δελφίνι», περίοδος β-τεύχος 27- χειμώνας 2022


Πηγή: Εστία Νέας Σμύρνης

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Ήθη κι έθιμα της Πόλης την παραμονή Πρωτοχρονιάς

Αύριο λοιπόν είναι κι η Καλή Βραδιά, η Παραμονή Πρωτοχρονιάς δηλαδή κι οι ετοιμασίες για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι στο Πολίτικο σπίτι ήδη έχουν ξεκινήσει. 

Κατά το έθιμο σε όλα τα Πολίτικα σπίτια την Καλή βραδιά γίνονται τραπεζώματα, με τις νοικοκυρές να ξεκινούν τις ετοιμασίες δυο-τρεις μέρες νωρίτερα, αφού το τραπέζι της Καλής Βραδιάς πρέπει να είναι πιο πλούσιο και γεμάτο απο των Χριστουγέννων για να είναι γουρλίδικος ο νέος χρόνος. Ο κόσμος μαζεύεται απο νωρίς στο σπίτι και το γιορτινό τραπέζι γεμίζει με όρνιθες ή κούρκους γεμιστούς με ιτς πιλάφι, από λογιών λογιών μπουρέκια με διάφορες γεμίσεις, απο διαφορά κρεατικά και θαλασσινά, όπως μίντγια σαλμάσι, λικουρίνους και ψάρια ολόκληρα. 

Διάφοροι μεζέδες όπως παστουρμάς, σουτζούκια, τσιροσαλάτες, σκορδαλιές, γαράτα, αλίπαστα κτλ, σίγουρα κάποιο λαδερό και σίγουρα ντολμάδες, κυρίως γεμιστούς με ρύζι για επίκληση της αφθονίας. Απαραίτητοι στο τραπέζι κι οι ξηροί καρποί και τα φρούτα. 

Με την αλλαγή του χρόνου σπάνε ένα ποτήρι με νερό στον δρόμο να φύγει η γρουσουζιά κι έπειτα κόβουν την αγιοβασιλιάτικη πίτα που μοιάζει με μεγάλο τσουρέκι ή διάφορες μικρές βασιλόπιτες, ενώ ένα μικρό παιδάκι απαγγέλλει το ποίημα της Πρωτοχρονιάς. 

Το γλέντι κρατούσε παλιά στην Πόλη μέχρι να βγεί ο σαλεπιτζής στον δρόμο, ενώ το πρωί όλοι πήγαιναν να πάρουν αγιασμό κι οι νοικοκυραίοι στον γυρισμό έσπαγαν το ρόδι στην εξώθυρα για το καλό. 

Καλή Πρωτοχρονιά λοιπόν σε όλους με υγεία, ευτυχία και καλοτυχία! 🎄🎅


Πηγή : ήθη κι έθιμα της Πόλης

 

Συστατικά μιας ευτυχισμένης ημέρας


Τα συστατικά μιας ευτυχισμένης ημέρας;
Κάτι γλυκό, κάτι απλό, κάτι χαρούμενο...
Ένα χαμόγελο, ένας καφές
και οι άνθρωποι που αγαπάμε!

 

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

Fall in love💕with moments💓


 Απολαμβανουμε την κάθε στιγμή🎁 κάνουμε ότι μας ευχαριστεί🎶κ μας χαρίζει χαμόγελα.

Fall in love💕with moments💓

Γλυκιά🍰 βροχερή☕Καλημέρα🎄❄🎅👼


Ξεκινήστε τη μέρα σας με χαμόγελο .....κι ένα καφέ!!!

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

«Το τραγούδι της ψυχής»



«Όποιος δεν δίνει, δεν έχει.
Η δυστυχία δεν είναι που δεν σ´ αγαπάνε, αλλά που δεν αγαπάς…»
(Albert Camus)



Καλλιτέχνης: Giuseppe Faraone
Έργο: «Το τραγούδι της ψυχής»



Πηγή : Elegant Radio



 

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Να τα πούμε;;


Να τα πούμε?

Καλήν ημέρα άρχοντες.

αν είναι ο ορισμός σας

Χριστού τη θεία γέννηση

να πω στ’ αρχοντικό σας




Προκαλεί συγκίνηση και θαυμασμό ο πίνακας που ζωγράφισε το 1872 ο Νικηφόρος Λύτρας αποτυπώνοντας μια ομάδα παιδιών διαφόρων εθνικοτήτων να λένε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Αρκούσε αυτό το έργο για να αποδοθεί στον κορυφαίο Έλληνα καλλιτέχνη ο τίτλος «ο ζωγράφος των Χριστουγέννων».

Το έργο αυτό θεωρείται ως η κορυφαία στιγμή στην ηθογραφική ζωγραφική της Ελλάδας.



 

~~Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.~~


 Η αγάπη μακροθυμεί,

χρηστεύεται, 

η αγάπη ου ζηλοί, 

η αγάπη ου περπερεύεται, 

ου φυσιούται, 

ουκ ασχημονεί, 

ου ζητεί τα εαυτής, 

ου παροξύνεται, 

ου λογίζεται το κακόν, 

ου χαίρει επί τη αδικία, 

συγχαίρει δε τη αληθεία, 

πάντα στέγει, 

πάντα πιστεύει, 

πάντα ελπίζει, 

πάντα υπομένει. 

Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.


| Προς Κορινθίους Α’ Επιστολή του Αποστόλου Παύλου | Καινή Διαθήκη |



{ Ευχαριστούμε για την αγάπη !Καλά Χριστούγεννα σε όλους με υγεία! }

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

Αυτά τα Χριστούγεννα...


Αυτά τα Χριστούγεννα...

Χαρίστε χαμόγελα🙂...γιατί γεμίσαμε απο σκυθρωπά πρόσωπα..

Χαρίστε ένα χάδι🥰...η ζεστασιά του μαλακώνει τις ψυχές...

Χαρίστε αγάπη❤️ γιατί ετούτος ο κόσμος γέμισε με πόνο...‼️🌹


 

Τι είναι τα Χριστούγεννα;;

 "Τι είναι τα Χριστούγεννα;

 Είναι τρυφερότητα για το παρελθόν, θάρρος για το παρόν και ελπίδα για το μέλλον!"





Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

Γιορτινά πλεξίματα🎄✨💝


 Γιορτινά πλεξίματα🎄✨💝

















Φώτη Κόντογλου| Ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως

Ὁ Χριστὸς πῆγε πρόσφυγας στὴν Αἴγυπτο, 

φασκιωμένος, ἀδύνατος, ὀρφανὸς καὶ φτωχός.


Πρὶν νὰ μᾶς διδάξει μὲ τὰ λόγια του νὰ κάνουμε 

ὑπομονὴ γιὰ τὰ κακὰ ποὺ μᾶς βρίσκουνε, 

μᾶς δίδαξε μὲ τὴν κατατρεγμένη τὴ ζωή του. 


Δὲν ἔφταξε πὼς γεννήθηκε μέσα στὸ παχνὶ 

μὲ τὰ πουλάρια καὶ μὲ τὰ πρόβατα, 

γιὰ νὰ περάσει ξεχασμένος καὶ παραπεταμένος, 

παρὰ τὸν κυνηγοῦσε ὁ σατανᾶς βάζοντας 

τὸν Ἡρώδη νὰ ὑποπτεύεται πὼς θὰ πάρει 

τὴν ψεύτικη τὴ βασιλεία του, 

ὅπως ἔβαζε ὑστερώτερα τοὺς φαρισαίους 

καὶ τοὺς γραμματισμένους νὰ γυρεύουνε 

ἀφορμὴ γιὰ νὰ τὸν θανατώσουνε. 


Ἀπὸ τὸ παχνὶ ἄρχισε ὁ κατατρεγμός.


Φώτη Κόντογλου| Ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως

Πηγή: Η Ποίησις Εντός Μας post
 

💮👗✨💎🎄




Αυτό το δέντρο στόλισαν φέτος στο Ρέθυμνο. 
Είναι αφιερωμένο στις γυναίκες που δολοφονήθηκαν από τους συντρόφους τους...

Ας ευχηθούμε όλοι κι ας συμβάλλουμε ο καθένας με τον τρόπο του να μη γίνει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο.









Πηγή:  elegantradio


Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

Ζήσε το όνειρο των Χριστουγέννων στη Χίο

 

 

 

Η Χίος μας φορά τα γιορτινά της !!

 

Καλές γιορτές με υγεία, πίστη, ελπίδα, αγάπη, χαμόγελα όμορφες στιγμές !!

 

Κάλαντα Χριστουγέννων στην Πόλη🎄

Στην Πόλη τα καλαντα λέγονταν Παραμονή Χριστουγεννων βράδυ 
οπου τα παιδιά παρεες παρεες, και στους δύσκολους καιρους με την συνοδεία ενηλίκων, έβγαιναν να υμνησουν το θείο βρέφος που γεννιοταν, πολλες φορες με την συνοδεία κι ενός αυτοσχέδιου καραβιου.



Τα πιο διαδεδομενα καλαντα ηταν τα βυζαντινά, 
τα οποία μέχρι σήμερα λέγονται απο μικρούς και μεγάλους :

Άναρχος Θεός καταβέβηκε και εν τη Παρθένω κατώκησε.
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.

Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.

Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρετε, τάξεις των Αγγέλων ευφραίνονται
Χερουβείμ, Χερουβείμ, χαίρε, χαίρε Παναγία Δέσποινα.

Δεύτε εν σπηλαίω κατίδωμεν, κείμενον εν φάτνη τον Κύριον.
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.

Εξ Ανατολών Μάγοι έρχονται, δώρα προσκομίζουσιν άξια
Χερουβείμ, Χερουβείμ, χαίρε, χαίρε Παναγία Δέσποινα.

Ήκουσεν Ηρώδης το μήνυμα κι όλος εταράχθη ο δόλιος.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.

Πύλαι ουρανών ηνεώχθησαν, άγγελοι αυτόν ανυμνήτωσαν.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.

Χαίρουσα η κτίσις αγάλλεται και πανηγυρίζει, ευφραίνεται
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.]

Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.

Ω Παρθενομήτωρ και Δέσποινα, σώζε τους εις Σε καταφεύγοντας
Χερουβείμ, Χερουβείμ, χαίρε, χαίρε Παναγία Δέσποινα.


Πηγή: ήθη και έθιμα της Πόλης




 

"Χριστούγεννα στη Σμύρνη - Τα κάλαντρα στη Σμύρνη"

 📌 "Χριστούγεννα στη Σμύρνη - Τα κάλαντρα στη Σμύρνη"



👉 Το δωδεκαήμερο στη Μ. Ασία συναντούσε κανείς  έθιμα που είχαν σχέση με την γέννηση του θεανθρώπου και είχαν ως ζητούμενο την καλή υγεία και την πλούσια καρποφορία. Η χάρη του Θεού έλαμπε στις καρδιές των ανθρώπων εκείνες τις μέρες.

  Τα σπίτια λαμποκοπούσαν και γέμιζαν μ’ εκείνο τον ανατολίτικο, γαστριμαργικό πλούτο που δεν υστερούσαν ούτε οι φτωχές οικογένειες, καθώς οι δωρεές από τους πιο εύπορους έφταναν άφθονες το βράδυ της παραμονής, χωρίς επίδειξη για τους μεγαλόψυχους δίχως ντροπή για τους φτωχούς. Καλάθια με κάθε λογής καλούδια άφηναν, κρυφά έξω από τις πόρτες των φτωχών. 

    Τα μεγάλα καταστήματα της Σμύρνης όπως του Ξενόπουλου, του Κοντορούση, του Γεωργιάδη κ.α. πρόσφεραν ζεστό φαγητό στους επαίτες. Ιδιαίτερη ήταν η προσφορά των Σμυρνιών εμπόρων στα Νοσοκομεία και στο Ορφανοτροφείο. Είδη ένδυσης, υπόδησης, σίτισης γέμιζαν τέτοιες μέρες τα ιδρύματα. Η Μητρόπολη με τη σειρά της  φρόντιζε να μαζεύει κάθε χρόνο χρήματα και να τα μοιράζει την παραμονή των Χριστουγέννων στους φτωχούς. 


- Τα κάλαντρα στη Σμύρνη


Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων τα παιδιά τραγουδούσαν από νωρίς τα κάλαντα στις πόρτες των σπιτιών με τουμπερλέκια και σιδερένια τρίγωνα, κρατώντας σήμαντρα και φαναράκια κρεμασμένα σε κοντάρι. Οι νοικοκυρές τους πρόσφεραν ως δώρα παράδες, φρούτα, αυγά, ξηρούς καρπούς ή παραδοσιακά γλυκίσματα τα φοινίκια.

Οι μεγαλύτεροι έλεγαν τα κάλαντα έχοντας μαζί τους ένα φωτισμένο καραβάκι. Χειροποίητο από χαρτί ή ξύλο, μπορεί να έφτανε μέχρι και τρία μέτρα μήκος. Το κατάρτι του έπρεπε να ήταν στολισμένο και πάντα στη πρύμνη είχε την ελληνική σημαία. 

Τα κάλαντα τελείωναν με την ευχή:

«Και εις έτη πολλά. Και του χρόνου να’ στε καλά»!


⭐Χριστουγεννιάτικα κάλαντρα Σμύρνης⭐


Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας

Χριστού τη Θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.


Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.


Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων

ο Βασιλεύς των ουρανών και Ποιητής των όλων.


Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το "Δόξα εν Υψίστοις"

και τούτο Άξιον εστί η των ποιμένων πίστις.


Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα

άστρο λαμπρό τους οδηγεί. Χωρίς να λείψει ώρα,

φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ, με πόθον ερωτώσι,

πού εγεννήθη ο Χριστός, να παν να Τον ευρώσι.


Διά Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης,

αμέσως εταράχθηκε κι έγινε θηριώδης,

ότι πολλά φοβήθηκε διά την βασιλείαν,

μη του την πάρη ο Χριστός και χάση την αξίαν.


Κράζει τους Μάγους κι ερωτά: -Πού ο Χριστός γεννάται;

-Εν Βηθλεέμ ηξεύρωμεν, ως η Γραφή διηγάται.


Τους είπε να υπάγωσι και όπου Τον ευρώσι,

Να Τονε προσκυνύσωσιν, κι ευθύς να του το ειπώσι,

οπώς υπάγη και αυτός για να Τον προσκυνήση,

με δόλον ο μισόθεος για να τον αφανίση.


Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντες και τον Αστέρα βλέπουν,

φως θεϊκό κατέβαινε και με χαρά προστρέχουν.


Στην Βηθλεέμ εφθάσανε, βρίσκουν την Θεοτόκον

Κρατούσε εις τας αγκάλας της τον Aγιόν της Τόκον.


Γονατιστοί Τον προσκυνούν και δώρα Του χαρίζουν:

σμύρναν, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.


Την σμύρναν μεν ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα,

τον λίβανον δε ως Θεόν σ’ όλη την ατμοσφαίραν.


Αφού Τον επροσκύνησαν, ευθύς πάλι μισεύουν

και τον Ηρώδη μελετούν να πάνε να τον εύρουν


Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει, τους εμποδίζει,

άλλην οδόν να πορευτούν, αυτός τους διορίζει.


Και πάλιν άλλος άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει

εις Αίγυπτον να πορευθή κι εκεί να ησυχάση,

να πάρη και την Μαριάμ ομού με τον Υιόν της,

ότι ο Ηρώδης εζητεί τον Τόκον τον δικόν της.


Μη βλέπων δε ο βασιλεύς τους Μάγους να γυρίζουν,

στην Βηθλεέμ επρόσταξεν παιδια να μην αφήσουν.


Όσα παιδία εύρισκον δύο χρονών και κάτω

όλα να τα περάσωσι ευθύς απ’ τα σπαθιά των.


Χιλιάδες δεκατέσσαρες σφάζουν σε μιαν ημέραν,

θρήνον, κλαυθμόν και οδυρμόν είχε κάθε μητέρα.


Κι εξεπληρώθη το ρηθέν προφήτου Ησαΐου

μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου:

«Φωνή ηκούσθη εκ Ραμά, Ραχήλ τα τέκνα κλαίει,

παραμυθία ουκ ήθελε, ότι αυτά ουκ έχει».


Ιδού ότι σας είπαμεν όλην την υμνωδίαν

του Ιησού μας του Χριστού Γέννησιν την Αγίαν

Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε, κοιμηθείτε,

ολίγον ύπνον πάρετε κι ευθύς να σηκωθήτε.


Στην Εκκλησίαν τρέξατε με θείαν προθυμίαν

και με πολλήν ευλάβειαν στην Θείαν Λειτουργίαν.


Κι ευθύς άμα γυρίσετε εις το αρχοντικό σας,

ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητό σας

και τον σταυρό σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε,

δώστε και κανενός φτωχού όστις να υστερήται.


Δώστε κι εμάς τον κόπο μας, ό,τι είναι ορισμός σας,

και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.


Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι, 

σωματικά και ψυχικά να είστε πλουτισμένοι


Εις έτη πολλά!  


ℹ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αντέτια δωδεκαημέρου/Αργυρώ Μάμαλη- Κοπάνου /Νεα Ιωνία Μαγνησίας/ΙΩΝΕΣ,/2010                                                                 

Δημήτρη Ι. Αρχιγένη   / Λαογραφικά Γ’: Η ζωή στη Σμύρνη / Αθήνα ,1980


Πηγή: ΕΣΤΙΑ Νέας Σμύρνης

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

6 ημέρες πριν τα Χριστούγεννα...


6 ημέρες πριν τα Χριστούγεννα
προλαβαίνουμε
να αναθεωρήσουμε,να μαλακώσουμε
να αισθανθούμε και να κατανοήσουμε...
να δώσουμε αγάπη και στήριξη
να αναζητήσουμε ξεχασμένες άξιες
να γεμίσουμε το ίσως άδειο
από συναισθήματα μέσα μας...
να πιστέψουμε ότι η ανθρωπιά
δεν είναι ξεπερασμένη ούτε η ανάγκη να αγαπάς και να αγαπιέσαι..




 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

(Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948)





Εἶναι παραμονή Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.
- Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:
- Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι... Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.
Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.
Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.
Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.
Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά, χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.
Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
- Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
- Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της:
- Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν ἄγνωστο.
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε: - Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
- Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
- Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός.
Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά.
Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
- Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
- Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε.
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
- Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
- Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
- Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του.
Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση.
Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου.
Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.
Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
- Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ Χριστός!
῎Ε, γιαγιάκα;
- Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθῆτε.

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Ζωγραφική 🎨🖌️

 Ζωγραφική 🎨🖌️

Χριστουγεννιάτικες εικόνες 🎄✨💝













































Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | Της Κοκκώνας το σπίτι

 

Την εσπέραν εκείνην, παραμονήν των Χριστουγέννων του έτους 185... δύο παιδία κατήρχοντο με ζωηρά βήματα το λιθόστρωτον και οι πόδες των, ασυνήθιστοι εις τα πέδιλα τα οποία είχον φορέσει ίσως εκτάκτως την εσπέραν εκείνην, έκαμνον μέγαν κρότον επί των πλακών του εδάφους. Αμφότεροι εκράτουν ελαφράς ράβδους. Ο είς εκράτει φανόν με την άλλην χείρα. Ήτο εβδόμη ώρα. Νυξ αστροφεγγής και ψυχρά. Σφοδρός άνεμος κατήρχετο παγετώδης από τα χιονισμένα βουνά. Ο άνεμος έκαμνε τα σφικτοκλεισμένα παράθυρα και τας κλειδομανδαλωμένας θύρας να στενάζωσιιν υπό την ψυχράν πνοήν του. Τα παιδία εμάλωναν ως δύο γνήσιοι φίλοι.


          - Εγώ είδα π’ σο’ δωκε ένα εικοσιπενταράκι, βρε Αγγελή, έλεγε το έν.


          - Όχι, μα το θεριό, έλεγε το άλλο· μια πεντάρα μο’ δωκε. Να τηνε.


          Και εδείκνυε μεταξύ των δακτύλων του μίαν πεντάραν.


          - Όχι, επέμενε το άλλο, το οποίον εκράτει το φανάριον. Το είδα εγώ που ήταν εικοσιπενταράκι· δε με γελάς.


          - Όχι, μα την παναγίδα, βρε Νάσο. Μιά πεντάρα, σου λέω.


          - Μ' αφήνεις να σε ψάξω;


          - Θα σ' πέσει το φανάρι.


          Διά μιάς ο Νάσος άφησε το φανάρι καταγής και ητοιμάζετο να ψάξει τον Αγγελήν. Είχον λάβει το μέτρον, επειδή δεν ενεπιστεύοντο αλλήλους (ήσαν δεκαετείς την ηλικίαν), ευθύς άμα κατήρχοντο από εκάστην των οικιών, όπου ανέβαινον κι ετραγουδούσαν τα Χριστούγεννα, να κάμνωσιν ευθύς μερίδιον πεντάρα και πεντάρα και κανείς εκ των δύο να μην είναι κάσσα μέχρι τέλους της επιχειρήσεως. Αλλά την τελευταίαν φοράν ο Νάσος είχε υποπτευθεί τον Αγγελήν.

  Εν τη θέρμη της λογομαχίας των, είχον λησμονήσει ότι έφθασαν ήδη εις το στενόν του λιθοστρώτου, του άγοντος εις την επάνω συνοικίαν, και ευρίσκοντο υποκάτω εις το σπίτι της Κοκκώνας, όπου έβγαιναν φαντάσματα. Εκεί είχον σταματήσει και ο Νάσος ήρχισε να ψάχνει τον Αγγελήν.


          Ο Αγγελής, ενόσω ο άλλος ηρεύνα τα θυλάκια της περισκελίδος του, ίστατο αδιάφορος, αλλ' άμα η χειρ ανήλθε και ήρχισε να ψαύει τον κόλπον, έπιασεν ο ίδιος το γελέκον του αριστερά προς την μέσην, και το έσφιγγε με όλην την δύναμιν του, εμποδίζων την χείρα του φίλου του να φθάση έως εκεί.


          - Δεν μ' αφήνεις να σε ψάξω!


          - Άφησέ με! Δεν έχω τίποτε.


          - Είσαι ψεύτης!


          Ο Αγγελής ύψωσε απειλητικήν χείρα.


          - Είσαι ψεύτης και κλέφτης!


          Ελαφρός κόλαφος ηκούσθη, και συγχρόνως φωνή παραδόξου όντος μελανού την όψιν, με μαλλιά ανατσουτσουρωμένα, με αλλόκοτα ράκη ως ενδυμασίαν, αντήχησε:


          - Τι μαλώνετε, βρε;

Τα δύο παιδία αφήκαν συγχρόνως διπλήν πεπνιγμένην κραυγήν και εδοκίμασαν να τραπώσιν εις φυγήν, αφήνοντα το φανάριον καταγής. Αλλά το παράδοξον ον με τον πόδα ανέτρεψε το φανάριον, το οποίον έσβησεν ευθύς, και με τας δύο χείρας συνέλαβεν από τους βραχίονας τα δύο τρέμοντα παιδία.         


          - Ποιος είναι κάσσα, βρε;


          Τα δύο παιδία ήσπαιρον κι' εδοκίμαζαν να φύγουν.


          - Μη φοβάστε, δεν σας τρώω. Δώστε μου τους παράδες σας, για να μη μαλώσετε και σκοτωθήτε. Καλά που βρέθηκα εδώ και σας γλύτωσα.


          Έψαξε τες τσέπες των δύο παιδίων, και συγχρόνως τα έσυρε προς την θύραν του ισογείου της κατηρειπωμένης οικίας οπόθεν είχεν εξέλθει, ως φαίνεται, το παράδοξον ον. Εκεί έβαλε τον Νάσον υπό κράτησιν όπισθεν της θύρας, ωχύρωσε το άνοιγμα με το ίδιον σώμα του και έψαξεν εν ανέσει τον Αγγελήν. Εύρε δεκαπέντε ή είκοσι πεντάρες και δεκάρες εις τα θυλάκια. Είτα έψαξε τον Νάσον, εύρεν άλλα τόσα και εις αυτού το θυλάκιον. Ακολούθως απέπεμψε τα δύο παιδία.


          -Πηγαίνετε τώρα, και μη φοβάσθε. Άλλη φορά να μην μαλώνετε.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | Της Κοκκώνας το σπίτι 

Πηγή: #Ηποίησιςεντοςμαςpost

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Μέτρησα...🍬🎄✨

~~Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα ότι, μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ' ότι έχω ζήσει έως τώρα...

 Αισθάνομαι όπως εκείνο το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: 
τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση...✓~~🎄✨🍬🍬

~~Mario de Andrade~~



 

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

Χριστούγεννα της Πόλης


 Τέτοιες μέρες το Πολίτικο σπίτι είναι ανάστατο καθώς γίνονται όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα.

Η νοικοκυρά πρέπει να καθαρίσει με περίσσεια φροντίδα και μεράκι το σπιτικό της και να κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες για την Άγια ημέρα.Μια πολύ σημαντική δουλειά της νοικοκυράς ύστερα από το καθάρισμα του σπιτιού είναι κι  η διακόσμησή του.

Η διακόσμηση λοιπόν του σπιτιού αποτελεί μέριμνα κάθε Πολίτικης οικογένειας. Οι στολισμοί των εορτών γινόντουσαν μόλις λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα κι όχι αρκετό καιρό πριν όπως είναι η συνήθεια σήμερα.

Τα Χριστούγεννα συνηθίζεται να στολίζετε στο Πολίτικο σπίτι μια μεγάλη και πλούσια φάτνη ως προσφορά στο θείο βρέφος, ενώ το δεντρό που είναι αγιοβασιλιάτικο κι όχι χριστουγεννιάτικο τιμάται περισσότερο την Πρωτοχρονιά. Έτσι η νοικοκυρά κι η οικογένεια στολίζουν τα νταλιά (κλαδιά) του αγιοβασιλιάτικου με πολύχρωμες και γυαλιστερές φούσκες (μπάλες), με ξύλινα σκαλιστά ή μπρούτζινα τζιτζιά (διακοσμητικά), τοποθετούν την κορυφή και τα φώτα.

Στο υπόλοιπο σπίτι βάζουν γιρλάντες και στολίδια στρώνουν τα γιορταστικά τους τραπεζομάντηλα και τσεβρέδες και φυσικά στολίζουν την σαλαμανζέ τους με πιατέλες με εγλεντζελίκια και αποξηραμένα φρούτα, που κατακλύζουν εκείνες τις μέρες τα σπίτια.

Τέλος στο σπίτι συνήθιζαν παλαιότερα να στέλνουν κάρτες σε συγγενείς και φίλους που ήταν μακριά κι οι οποίες τοποθετούνταν στο μπουφεδάκι, συμπληρώνοντας το γιορταστικό κλίμα με εγκάρδιες ευχές για καλά Χριστούγεννα κι ένα ευτυχισμένο μπερκετλίδικο νέον έτος.


Πηγή: ήθη και έθιμα της Πόλης

Ζωγραφική Elsa & Anna ❄️❄️

 Ζωγραφική frozen❄️



Elsa & Anna 💎❄️



























Οκτωβρης... Νοεμβρίος... 🍂🍂🍂🍂🍂

 Πρέπει να φύγω!!!  Αναστέναξε ο Οκτώβρης και χιλιάδες φύλλα έπεφταν από τη θλίψη... Ήρθε η ώρα!! Ψιθύρισε ο Νοέμβριος.. Σε παρακαλώ δώσε μο...