< αρχ. λάγανον =πλατιὰ λεπτὴ πίτα < λαγαίω =χαλαρώνω, αφήνω (ομόρριζα: λάγνος, λαγαρός, λήγω)
Πατροπαράδοτο πεπλατυσμένο άζυμο ψωμί ελλειψοειδούς σχήματος, με σουσάμι στην επιφάνειά του, που τρώγεται την Καθαρὰ Δευτέρα.
Η λαγάνα διατρέχει όλη τη διατροφική μας παράδοση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Αριστοφάνης- Εκκλησιάζουσες: "Λαγάνα πέττεται".
Αναφέρεται ότι ο Οράτιος την ονομάζει " γλύκισμα των φτωχών".
Παπαδιαμάντης: Εστρώνετο επάνω εις τον σοφάν σταυροπόδι, έπαιρνε μισό ψωμί ή κατά προτίμησιν δύο λαγάνες, έτρωγεν όλον το γιουβέτσι,κλπ...
Ανάλογος πρόχειρος (άζυμος) άρτος χρησιμοποιήθηκε από τους Ισραηλίτες τη νύχτα της Εξόδου τους από την Αίγυπτο, υπό την αρχηγία του Μωυσή.
Συμβολισμός: δεν πρέπει να "φουσκώνουν" από έπαρση και αλαζονεία.
Έκτοτε επιβαλλόταν από το Μωσαϊκό Νόμο τις μέρες τουΠάσχα, μέχρι που ο Χριστός στο τελευταίο του Πάσχα ευλόγησε τον ένζυμο άρτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου