Καλημέρα! Σήμερα η καρτ ποστάλ θα υμνήσει τη λέξη μαζί. Η Δήμητρα Γαλάνη τραγουδάει: "Τέσσερα πόδια δυνατά και μια κουτσή κιθάρα, να ‘χαμε τώρα δυο τσιγάρα και δύο για μετά, θα ‘ταν ο κόσμος μαγικός παράδεισος η πλάση, στου φεγγαριού το τάσι καφές βαρύ γλυκός.."
Στα τραγούδια και τα ταξίδια ο Βαγγέλης Περάκης / 7:00 με 10:00 / Μέντα 88
Μας ακούτε εδώ: http://www.menta88.gr/player/
Σήμερα η ευχετήρια κάρτα μας θα συναντήσει τον Γάλλο συγγραφέα και φιλόσοφο του Διαφωτισμού Μοντεσκιέ. Θα κρατήσουμε τις φράσεις του πως: "Αν θέλαμε απλώς να ήμασταν ευτυχισμένοι, θα ήταν εύκολο. Αλλά θέλουμε να είμαστε πιο ευτυχισμένοι από τους άλλους και αυτό -σχεδόν πάντα- είναι δύσκολο, μιας και τους νομίζουμε πιο ευτυχισμένους από ό,τι είναι.. Γι' αυτό πάντα να θυμάσαι πως για να κάνεις μεγάλα πράγματα, δεν είναι ανάγκη να είσαι μεγαλοφυΐα. Δεν είναι ανάγκη να είσαι πάνω από τους άλλους ανθρώπους. Πρέπει να είσαι μαζί τους..."
Στο βιβλίο του "Περσικές επιστολές" είχε αναφέρει μια διδακτική ιστορία για μια φυλή που είχε το όνομα "Τρωγλοδύτες" (έτσι αποκαλούνταν από τους αρχαίους Έλληνες εκείνοι οι λαοί που η κοινωνική τους ανάπτυξη ήταν πολύ χαμηλή και ζούσαν μέσα σε σπηλιές. Υπάρχουν αναφορές γι’ αυτούς στον Ηρόδοτο).
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν στην Αραβία μια μικρή φυλή που ονομάζονταν Τρωγλοδύτες, απόγονοι των αρχαίων αυτών Τρωγλοδυτών, οι οποίοι, αν πιστεύαμε τους ιστορικούς, μοιάζανε περισσότερο με θηρία απ’ ότι με ανθρώπους. Οι δικοί μας δεν ήταν τόσο παραμορφωμένοι όσο οι παλιοί: δεν ήταν τριχωτοί σαν αρκούδες, δεν σφυρίζανε σαν ερπετά και είχαν δύο μάτια· αλλά ήταν τόσο κακόβουλοι και κτηνώδεις, που τους έλειπε κάθε έννοια δικαιοσύνης και ισότητας. Είχαν έναν αλλοδαπό βασιλιά, ο οποίος, στην προσπάθεια του να διορθώσει την φυσική τους κακία, τους αντιμετώπιζε με σκληρότητα· αλλά συνωμότησαν εναντίον του, τον σκότωσαν, και εξόντωσαν όλη τη βασιλική οικογένεια. Στη συνέχεια κάνανε μια συνέλευση για να διορίσουν κυβέρνηση και μετά από πολλές διαφωνίες εξέλεξαν υπουργούς. Αλλά μόλις τους επιλέξανε άρχισαν να τους βρίσκουν ανυπόφορους· και έτσι τους δολοφόνησαν και αυτούς.
Απελευθερωμένοι από αυτό το νέο ζυγό, το έθνος αφέθηκε να κυβερνιέται μόνο από την φυσική του αγριότητα. Κάθε άνθρωπος συμφώνησε ότι δεν θα υπακούει κανέναν άλλο πια, και θα κοιτούσε αποκλειστικά το δικό του συμφέρον, χωρίς να σκέφτεται αυτό των άλλων. Αυτή η ομόφωνη απόφαση έφερε καθολική ικανοποίηση σε όλους τους Τρωγλοδύτες. Έλεγαν: “Τι δουλειά έχω εγώ να σκοτώνομαι στη δούλεψη ανθρώπων που δεν μου είναι τίποτα; Θα σκέφτομαι μοναχά τον εαυτό μου· θα είμαι ευτυχισμένος, τι μ’ ενδιαφέρει αν οι άλλοι δεν είναι; Θα παίρνω ότι χρειάζομαι και εφόσον το κάνω, δεν θα νοιάζομαι αν όλοι οι άλλοι Τρωγλοδύτες είναι δυστυχισμένοι.” Ήταν η εποχή της σποράς. Όλοι είπαν: “Θα οργώσω τόση γη για να φυτρώσει το σιτάρι που είναι απαραίτητο για την διατροφή μου. Δεν θα χρειαστώ περισσότερο· δεν θα εξαντλήσω τον εαυτό μου χωρίς λόγο.”
Η γη σε αυτό το μικρό βασίλειο δεν ήταν όλη της ίδιας ποιότητας. Υπήρχαν άγονες, ορεινές περιοχές, και άλλες που βρίσκονταν σε πεδιάδα που αρδευόντουσαν από κάποια ποτάμια. Εκείνο το χρόνο έτυχε μια μεγάλη ξηρασία και όλα τα χωράφια που ήταν ψηλά δεν δώσανε καρπούς, ενώ εκείνα που μπορούσαν να ποτιστούν ήταν πολύ γόνιμα: έτσι σχεδόν όλος ο ορεινός πληθυσμός πέθανε από την πείνα εξαιτίας της σκληρότητας των άλλων, που αρνήθηκαν να μοιραστούν τη σοδειά τους. Το επόμενο έτος έριξε πολλές βροχές. Τα ορεινά είχαν ασυνήθιστες αποδόσεις, και τα πεδινά πλημμύρισαν. Για δεύτερη φορά λοιμοκτόνησε ο μισός πληθυσμός· αλλά οι άμοιροι φουκαράδες ανακάλυψαν ότι οι άλλοι ήταν τόσο σκληροί όσο οι ίδιοι την προηγούμενη χρονιά. Ένας από τους επιφανείς πολίτες της χώρας είχε μια πολύ όμορφη γυναίκα. Ο γείτονάς του την ερωτεύτηκε και την απήγαγε. Αυτό προκάλεσε μεγάλη διαμάχη, και μετά από πολλές προσβολές και μάχες συμφώνησαν να τηρήσουν την απόφαση ενός Τρωγλοδύτη ο οποίος, όσο είχε διαρκέσει η Δημοκρατία, είχε μια σημαντική επιρροή. Πήγαν σε αυτόν θέλοντας να παρουσιάσουν τα επιχειρήματα τους. “Τι με νοιάζει εμένα,” είπε, “αν αυτή η γυναίκα ανήκει σε εσένα ή στον άλλο; Πρέπει να οργώσω την γη μου· Δεν πρόκειται να χάσω τον καιρό μου με τις φιλονικίες σας, και κοιτάζοντας τις υποθέσεις σας ενώ παραμελώ τις δικές μου. Παρακαλώ αφήστε με στην ησυχία μου και μην με προβληματίζετε άλλο με τους καυγάδες σας.” Και αφήνοντας τους πήγε να εργαστεί στο χωράφι του.
Ο απαγωγέας, που ήταν και δυνατότερος, ορκίστηκε ότι θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να παραδώσει την γυναίκα, και ο άλλος νικημένος από την αδικία του γείτονα και την σκληρή συμπεριφορά του επιδιαιτητή, επέστρεφε απελπισμένος στο σπίτι του όταν συνάντησε μια ωραία νέα γυναίκα που επέστρεφε από την πηγή. Δεν είχε πλέον γυναίκα· την βρήκε όμορφη, και ακόμα ομορφότερη όταν έμαθε ότι ήταν η γυναίκα του ανθρώπου που είχε προτείνει ως επιδιαιτητή, και που αποδείχτηκε τόσο αναίσθητος στην δυστυχία του. Την πήρε λοιπόν μαζί του στο σπίτι του. Υπήρχε ένας άλλος άνθρωπος, που είχε ένα αρκετά παραγωγικό κομμάτι γης, το οποίο με κόπο είχε καλλιεργήσει. Δύο από τους γείτονες ένωσαν τις δυνάμεις τους, τον έδιωξαν από το σπίτι, και πήραν την γη του. Κάνανε μια συμμαχία να βοηθάει ο ένας τον άλλο ενάντια σε κάθε επίδοξο σφετεριστή, και κατάφεραν πράγματι να δώσουν αμοιβαία προστασία για αρκετούς μήνες. Αλλά ο ένας από τους δύο, βαρέθηκε να μοιράζεται κάτι που θα μπορούσε να το έχει ολόκληρο ο ίδιος, σκότωσε τον άλλο, και έγινε ο μοναδικός ιδιοκτήτης του χωραφιού. Η βασιλεία του ήταν σύντομη: δύο άλλοι Τρωγλοδύτες ήρθαν και του επιτέθηκαν. Ανακάλυψε ότι μόνος του ήταν πολύ αδύναμος για να αμυνθεί, και δολοφονήθηκε. Ένας άλλος Τρωγλοδύτης που δεν είχε σχεδόν τίποτα να φορέσει είδε κάποιον να πουλάει μαλλί.
Ζήτησε να μάθει την τιμή του. Ο πωλητής είπε στον εαυτό του: “Κανονικά θα περίμενα να πάρω γι’ αυτό το μαλλί περίπου όσα θα χρειαζόμουν για να αγοράσω δύο οκάδες σιτάρι· αλλά θα το πουλήσω τέσσερις φορές παραπάνω, ώστε να πάρω οκτώ.” Δεν υπήρχε εναλλακτική, και η τιμή πληρώθηκε. “Ωραία”, είπε ο πωλητής, “τώρα θα αγοράσω σιτάρι.”“Τι είπες;” ανταπάντησε ο αγοραστής, “Θέλεις σιτάρι; Έχω λίγο να σου πουλήσω. Αλλά η τιμή μάλλον θα σε εκπλήξει. Πρέπει να γνωρίζετε ότι είναι πολύ ακριβό, και υπάρχει λιμός σχεδόν παντού. Αν μου επιστρέψεις τα λεφτά μου, θα σου δώσω μια οκά: αλλιώς δεν θα σου δώσω ακόμα και αν πέθαινες από την πείνα.” Εν τω μεταξύ μια τρομερή ασθένεια εξαπλώθηκε στην περιοχή. Ένας ειδικευμένος γιατρός ήρθε από μια γειτονική χώρα, και κούραρε με τέτοια ικανότητα που θεράπευσε όλους τους ασθενείς που πήγαν σ`αυτόν.
Όταν η επιδημία σταμάτησε, πήγε σε όλους τους πρώην ασθενείς του για να ζητήσει την αμοιβή του, αλλά δεν εισέπραξε παρά μόνο αρνήσεις. Επέστρεψε στην χώρα του κουρασμένος από το μεγάλη του προσπάθεια και το ταξίδι. Αλλά σύντομα άκουσε ότι η ίδια ασθένεια ξαναχτύπησε , και ότι ο αριθμός των θυμάτων ήταν ακόμα μεγαλύτερος στον αχάριστο αυτό λαό. Αυτή τη φορά ήταν οι Τρωγλοδύτες που πήγαν σ’ αυτόν. “Φύγετε!” τους είπε, “γιατί είστε άδικοι. Στις ψυχές σας υπάρχει ένα δηλητήριο το οποίο είναι πιο θανατηφόρο από αυτό που χρειάζεστε θεραπεία. Δεν αξίζετε να έχετε θέση σ’ αυτή τη γη, επειδή δεν έχετε ανθρωπιά, και οι κανόνες τις ισότητας σάς είναι άγνωστοι. Νομίζω ότι θα προσέβαλα τους θεούς, που σας τιμωρούν, αν αντιστεκόμουν στο δίκαιο θυμό τους.”....
Οι Τρωγλοδύτες εξαφανίστηκαν από την κακία τους, και πέσανε θύματα της ίδιας τους της αδικίας. Απ’ όλες τις οικογένειες που υπήρχαν, μόνο δύο παρέμειναν, και ξέφυγαν την εθνική συμφορά. Υπήρξαν δύο πολύ αξιόλογοι άνδρες σ’ αυτή τη χώρα. Ήταν ανθρώπινοι· καταλάβαιναν τι είναι η δικαιοσύνη· και ήταν λάτρεις της αρετής. Ενωμένοι τόσο από την ακεραιότητα της καρδιάς τους όσο και από τη διαφθορά των άλλων, είδαν την γενική ερήμωση και αισθάνθηκαν μόνο οίκτο: ο οποίος ήταν ακόμα ένας δεσμός ανάμεσα τους. Δούλεψαν με την ίδια φροντίδα για το κοινό όφελος· δεν είχαν διαφωνίες εκτός από εκείνες που οφείλονταν στην τρυφερή και στοργική φιλία τους· και σε ένα απομονωμένο τμήμα της χώρας, απομονωμένοι από τους συμπατριώτες τους, που ήταν ανάξιοι για παρέα τους, ζήσανε μια ήσυχη και ευτυχισμένη ζωή. Η γη φαινόταν να αποδίδει καρπούς από μόνη της, καλλιεργούμενη από αυτά τα ενάρετα χέρια. Αγαπούσαν τις γυναίκες τους, οι οποίες τους λάτρευαν. Η μόνη τους φροντίδα δόθηκε στην ενάρετη εκπαίδευση των παιδιών τους.
Περιέγραφαν στα παιδιά τους συνεχώς τις δυστυχίες των συμπατριωτών τους, αφήνοντας την αθλιότητα τους να είναι ένα παράδειγμα γι ‘αυτά. Πάνω απ’ όλα, τους έκαναν να διαπιστώσουν ότι το συμφέρον του ατόμου μπορούσε πάντα να βρεθεί στο κοινό συμφέρον· ότι η επιθυμία να αποκοπείς από αυτό είναι το ίδιο με το να θέλεις να καταστρέψεις τον εαυτό σου· ότι η αρετή δεν είναι κάτι που μας κοστίζει τα πάντα, και δεν θα έπρεπε να μας φαίνεται σαν μια κοπιαστική εξάσκηση· και ότι η δικαιοσύνη στους άλλους είναι φιλανθρωπία στους εαυτούς μας... Σύντομα απολάμβαναν την ανταμοιβή των ενάρετων γονέων, η οποία συνίσταται στο να έχουν παιδιά που τους μοιάζουν. Η νέα γενιά που μεγάλωσε μπροστά στα μάτια τους αυξήθηκε μέσω ευτυχισμένων γάμων. Και καθώς μεγάλωναν οι αριθμοί τους παρέμειναν στενά συνδεδεμένοι, και η αρετή, αντί να γίνεται ασθενέστερη ανάμεσα στο πλήθος, ενισχύονταν από τον μεγαλύτερο αριθμό των παραδειγμάτων. Η φύση προμήθευε με αφθονία τόσο τις επιθυμίες όσο και τις ανάγκες τους. Σε αυτή την χαρούμενη χώρα, η απληστία ήταν κάτι άγνωστο. Έδιναν ο ένας στον άλλο δώρα, και αυτός που έδινε σκεφτόταν ότι αυτός είχε το πλεονέκτημα. Το έθνος των Τρωγλοδυτών θεωρούσε τους εαυτούς τους ως μέλη μιας οικογένειας..."
Ήταν ένα μέρος μιας ιστορία που έχει να μας διδάξει πολλά.
Πάμε και σήμερα να συναντήσουμε ανθρώπους που σκέφτηκαν, έζησαν, φιλοσόφησαν και μετά έγραψαν, μίλησαν και τραγούδησαν για την χαρά της ζωής που μας θέλει μαζί. Σε περιμένω και σήμερα μέχρι τις 10 στον Μέντα 88.
"Ένας γαλάζιος ουρανός παράθυρο και σκέπη, να ‘χαμε τρεις δραχμές στη τσέπη και τρεις ο διπλανός, Θα ‘ταν ο κόσμος μαγικός παράδεισος η πλάση στου φεγγαριού το τάσι καφές βαρύ γλυκός.." Καλημέρα!
Στα τραγούδια και τα ταξίδια ο Βαγγέλης Περάκης / 7:00 με 10:00 / Μέντα 88
Μας ακούτε εδώ: http://www.menta88.gr/player/
Σήμερα η ευχετήρια κάρτα μας θα συναντήσει τον Γάλλο συγγραφέα και φιλόσοφο του Διαφωτισμού Μοντεσκιέ. Θα κρατήσουμε τις φράσεις του πως: "Αν θέλαμε απλώς να ήμασταν ευτυχισμένοι, θα ήταν εύκολο. Αλλά θέλουμε να είμαστε πιο ευτυχισμένοι από τους άλλους και αυτό -σχεδόν πάντα- είναι δύσκολο, μιας και τους νομίζουμε πιο ευτυχισμένους από ό,τι είναι.. Γι' αυτό πάντα να θυμάσαι πως για να κάνεις μεγάλα πράγματα, δεν είναι ανάγκη να είσαι μεγαλοφυΐα. Δεν είναι ανάγκη να είσαι πάνω από τους άλλους ανθρώπους. Πρέπει να είσαι μαζί τους..."
Στο βιβλίο του "Περσικές επιστολές" είχε αναφέρει μια διδακτική ιστορία για μια φυλή που είχε το όνομα "Τρωγλοδύτες" (έτσι αποκαλούνταν από τους αρχαίους Έλληνες εκείνοι οι λαοί που η κοινωνική τους ανάπτυξη ήταν πολύ χαμηλή και ζούσαν μέσα σε σπηλιές. Υπάρχουν αναφορές γι’ αυτούς στον Ηρόδοτο).
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν στην Αραβία μια μικρή φυλή που ονομάζονταν Τρωγλοδύτες, απόγονοι των αρχαίων αυτών Τρωγλοδυτών, οι οποίοι, αν πιστεύαμε τους ιστορικούς, μοιάζανε περισσότερο με θηρία απ’ ότι με ανθρώπους. Οι δικοί μας δεν ήταν τόσο παραμορφωμένοι όσο οι παλιοί: δεν ήταν τριχωτοί σαν αρκούδες, δεν σφυρίζανε σαν ερπετά και είχαν δύο μάτια· αλλά ήταν τόσο κακόβουλοι και κτηνώδεις, που τους έλειπε κάθε έννοια δικαιοσύνης και ισότητας. Είχαν έναν αλλοδαπό βασιλιά, ο οποίος, στην προσπάθεια του να διορθώσει την φυσική τους κακία, τους αντιμετώπιζε με σκληρότητα· αλλά συνωμότησαν εναντίον του, τον σκότωσαν, και εξόντωσαν όλη τη βασιλική οικογένεια. Στη συνέχεια κάνανε μια συνέλευση για να διορίσουν κυβέρνηση και μετά από πολλές διαφωνίες εξέλεξαν υπουργούς. Αλλά μόλις τους επιλέξανε άρχισαν να τους βρίσκουν ανυπόφορους· και έτσι τους δολοφόνησαν και αυτούς.
Απελευθερωμένοι από αυτό το νέο ζυγό, το έθνος αφέθηκε να κυβερνιέται μόνο από την φυσική του αγριότητα. Κάθε άνθρωπος συμφώνησε ότι δεν θα υπακούει κανέναν άλλο πια, και θα κοιτούσε αποκλειστικά το δικό του συμφέρον, χωρίς να σκέφτεται αυτό των άλλων. Αυτή η ομόφωνη απόφαση έφερε καθολική ικανοποίηση σε όλους τους Τρωγλοδύτες. Έλεγαν: “Τι δουλειά έχω εγώ να σκοτώνομαι στη δούλεψη ανθρώπων που δεν μου είναι τίποτα; Θα σκέφτομαι μοναχά τον εαυτό μου· θα είμαι ευτυχισμένος, τι μ’ ενδιαφέρει αν οι άλλοι δεν είναι; Θα παίρνω ότι χρειάζομαι και εφόσον το κάνω, δεν θα νοιάζομαι αν όλοι οι άλλοι Τρωγλοδύτες είναι δυστυχισμένοι.” Ήταν η εποχή της σποράς. Όλοι είπαν: “Θα οργώσω τόση γη για να φυτρώσει το σιτάρι που είναι απαραίτητο για την διατροφή μου. Δεν θα χρειαστώ περισσότερο· δεν θα εξαντλήσω τον εαυτό μου χωρίς λόγο.”
Η γη σε αυτό το μικρό βασίλειο δεν ήταν όλη της ίδιας ποιότητας. Υπήρχαν άγονες, ορεινές περιοχές, και άλλες που βρίσκονταν σε πεδιάδα που αρδευόντουσαν από κάποια ποτάμια. Εκείνο το χρόνο έτυχε μια μεγάλη ξηρασία και όλα τα χωράφια που ήταν ψηλά δεν δώσανε καρπούς, ενώ εκείνα που μπορούσαν να ποτιστούν ήταν πολύ γόνιμα: έτσι σχεδόν όλος ο ορεινός πληθυσμός πέθανε από την πείνα εξαιτίας της σκληρότητας των άλλων, που αρνήθηκαν να μοιραστούν τη σοδειά τους. Το επόμενο έτος έριξε πολλές βροχές. Τα ορεινά είχαν ασυνήθιστες αποδόσεις, και τα πεδινά πλημμύρισαν. Για δεύτερη φορά λοιμοκτόνησε ο μισός πληθυσμός· αλλά οι άμοιροι φουκαράδες ανακάλυψαν ότι οι άλλοι ήταν τόσο σκληροί όσο οι ίδιοι την προηγούμενη χρονιά. Ένας από τους επιφανείς πολίτες της χώρας είχε μια πολύ όμορφη γυναίκα. Ο γείτονάς του την ερωτεύτηκε και την απήγαγε. Αυτό προκάλεσε μεγάλη διαμάχη, και μετά από πολλές προσβολές και μάχες συμφώνησαν να τηρήσουν την απόφαση ενός Τρωγλοδύτη ο οποίος, όσο είχε διαρκέσει η Δημοκρατία, είχε μια σημαντική επιρροή. Πήγαν σε αυτόν θέλοντας να παρουσιάσουν τα επιχειρήματα τους. “Τι με νοιάζει εμένα,” είπε, “αν αυτή η γυναίκα ανήκει σε εσένα ή στον άλλο; Πρέπει να οργώσω την γη μου· Δεν πρόκειται να χάσω τον καιρό μου με τις φιλονικίες σας, και κοιτάζοντας τις υποθέσεις σας ενώ παραμελώ τις δικές μου. Παρακαλώ αφήστε με στην ησυχία μου και μην με προβληματίζετε άλλο με τους καυγάδες σας.” Και αφήνοντας τους πήγε να εργαστεί στο χωράφι του.
Ο απαγωγέας, που ήταν και δυνατότερος, ορκίστηκε ότι θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να παραδώσει την γυναίκα, και ο άλλος νικημένος από την αδικία του γείτονα και την σκληρή συμπεριφορά του επιδιαιτητή, επέστρεφε απελπισμένος στο σπίτι του όταν συνάντησε μια ωραία νέα γυναίκα που επέστρεφε από την πηγή. Δεν είχε πλέον γυναίκα· την βρήκε όμορφη, και ακόμα ομορφότερη όταν έμαθε ότι ήταν η γυναίκα του ανθρώπου που είχε προτείνει ως επιδιαιτητή, και που αποδείχτηκε τόσο αναίσθητος στην δυστυχία του. Την πήρε λοιπόν μαζί του στο σπίτι του. Υπήρχε ένας άλλος άνθρωπος, που είχε ένα αρκετά παραγωγικό κομμάτι γης, το οποίο με κόπο είχε καλλιεργήσει. Δύο από τους γείτονες ένωσαν τις δυνάμεις τους, τον έδιωξαν από το σπίτι, και πήραν την γη του. Κάνανε μια συμμαχία να βοηθάει ο ένας τον άλλο ενάντια σε κάθε επίδοξο σφετεριστή, και κατάφεραν πράγματι να δώσουν αμοιβαία προστασία για αρκετούς μήνες. Αλλά ο ένας από τους δύο, βαρέθηκε να μοιράζεται κάτι που θα μπορούσε να το έχει ολόκληρο ο ίδιος, σκότωσε τον άλλο, και έγινε ο μοναδικός ιδιοκτήτης του χωραφιού. Η βασιλεία του ήταν σύντομη: δύο άλλοι Τρωγλοδύτες ήρθαν και του επιτέθηκαν. Ανακάλυψε ότι μόνος του ήταν πολύ αδύναμος για να αμυνθεί, και δολοφονήθηκε. Ένας άλλος Τρωγλοδύτης που δεν είχε σχεδόν τίποτα να φορέσει είδε κάποιον να πουλάει μαλλί.
Ζήτησε να μάθει την τιμή του. Ο πωλητής είπε στον εαυτό του: “Κανονικά θα περίμενα να πάρω γι’ αυτό το μαλλί περίπου όσα θα χρειαζόμουν για να αγοράσω δύο οκάδες σιτάρι· αλλά θα το πουλήσω τέσσερις φορές παραπάνω, ώστε να πάρω οκτώ.” Δεν υπήρχε εναλλακτική, και η τιμή πληρώθηκε. “Ωραία”, είπε ο πωλητής, “τώρα θα αγοράσω σιτάρι.”“Τι είπες;” ανταπάντησε ο αγοραστής, “Θέλεις σιτάρι; Έχω λίγο να σου πουλήσω. Αλλά η τιμή μάλλον θα σε εκπλήξει. Πρέπει να γνωρίζετε ότι είναι πολύ ακριβό, και υπάρχει λιμός σχεδόν παντού. Αν μου επιστρέψεις τα λεφτά μου, θα σου δώσω μια οκά: αλλιώς δεν θα σου δώσω ακόμα και αν πέθαινες από την πείνα.” Εν τω μεταξύ μια τρομερή ασθένεια εξαπλώθηκε στην περιοχή. Ένας ειδικευμένος γιατρός ήρθε από μια γειτονική χώρα, και κούραρε με τέτοια ικανότητα που θεράπευσε όλους τους ασθενείς που πήγαν σ`αυτόν.
Όταν η επιδημία σταμάτησε, πήγε σε όλους τους πρώην ασθενείς του για να ζητήσει την αμοιβή του, αλλά δεν εισέπραξε παρά μόνο αρνήσεις. Επέστρεψε στην χώρα του κουρασμένος από το μεγάλη του προσπάθεια και το ταξίδι. Αλλά σύντομα άκουσε ότι η ίδια ασθένεια ξαναχτύπησε , και ότι ο αριθμός των θυμάτων ήταν ακόμα μεγαλύτερος στον αχάριστο αυτό λαό. Αυτή τη φορά ήταν οι Τρωγλοδύτες που πήγαν σ’ αυτόν. “Φύγετε!” τους είπε, “γιατί είστε άδικοι. Στις ψυχές σας υπάρχει ένα δηλητήριο το οποίο είναι πιο θανατηφόρο από αυτό που χρειάζεστε θεραπεία. Δεν αξίζετε να έχετε θέση σ’ αυτή τη γη, επειδή δεν έχετε ανθρωπιά, και οι κανόνες τις ισότητας σάς είναι άγνωστοι. Νομίζω ότι θα προσέβαλα τους θεούς, που σας τιμωρούν, αν αντιστεκόμουν στο δίκαιο θυμό τους.”....
Οι Τρωγλοδύτες εξαφανίστηκαν από την κακία τους, και πέσανε θύματα της ίδιας τους της αδικίας. Απ’ όλες τις οικογένειες που υπήρχαν, μόνο δύο παρέμειναν, και ξέφυγαν την εθνική συμφορά. Υπήρξαν δύο πολύ αξιόλογοι άνδρες σ’ αυτή τη χώρα. Ήταν ανθρώπινοι· καταλάβαιναν τι είναι η δικαιοσύνη· και ήταν λάτρεις της αρετής. Ενωμένοι τόσο από την ακεραιότητα της καρδιάς τους όσο και από τη διαφθορά των άλλων, είδαν την γενική ερήμωση και αισθάνθηκαν μόνο οίκτο: ο οποίος ήταν ακόμα ένας δεσμός ανάμεσα τους. Δούλεψαν με την ίδια φροντίδα για το κοινό όφελος· δεν είχαν διαφωνίες εκτός από εκείνες που οφείλονταν στην τρυφερή και στοργική φιλία τους· και σε ένα απομονωμένο τμήμα της χώρας, απομονωμένοι από τους συμπατριώτες τους, που ήταν ανάξιοι για παρέα τους, ζήσανε μια ήσυχη και ευτυχισμένη ζωή. Η γη φαινόταν να αποδίδει καρπούς από μόνη της, καλλιεργούμενη από αυτά τα ενάρετα χέρια. Αγαπούσαν τις γυναίκες τους, οι οποίες τους λάτρευαν. Η μόνη τους φροντίδα δόθηκε στην ενάρετη εκπαίδευση των παιδιών τους.
Περιέγραφαν στα παιδιά τους συνεχώς τις δυστυχίες των συμπατριωτών τους, αφήνοντας την αθλιότητα τους να είναι ένα παράδειγμα γι ‘αυτά. Πάνω απ’ όλα, τους έκαναν να διαπιστώσουν ότι το συμφέρον του ατόμου μπορούσε πάντα να βρεθεί στο κοινό συμφέρον· ότι η επιθυμία να αποκοπείς από αυτό είναι το ίδιο με το να θέλεις να καταστρέψεις τον εαυτό σου· ότι η αρετή δεν είναι κάτι που μας κοστίζει τα πάντα, και δεν θα έπρεπε να μας φαίνεται σαν μια κοπιαστική εξάσκηση· και ότι η δικαιοσύνη στους άλλους είναι φιλανθρωπία στους εαυτούς μας... Σύντομα απολάμβαναν την ανταμοιβή των ενάρετων γονέων, η οποία συνίσταται στο να έχουν παιδιά που τους μοιάζουν. Η νέα γενιά που μεγάλωσε μπροστά στα μάτια τους αυξήθηκε μέσω ευτυχισμένων γάμων. Και καθώς μεγάλωναν οι αριθμοί τους παρέμειναν στενά συνδεδεμένοι, και η αρετή, αντί να γίνεται ασθενέστερη ανάμεσα στο πλήθος, ενισχύονταν από τον μεγαλύτερο αριθμό των παραδειγμάτων. Η φύση προμήθευε με αφθονία τόσο τις επιθυμίες όσο και τις ανάγκες τους. Σε αυτή την χαρούμενη χώρα, η απληστία ήταν κάτι άγνωστο. Έδιναν ο ένας στον άλλο δώρα, και αυτός που έδινε σκεφτόταν ότι αυτός είχε το πλεονέκτημα. Το έθνος των Τρωγλοδυτών θεωρούσε τους εαυτούς τους ως μέλη μιας οικογένειας..."
Ήταν ένα μέρος μιας ιστορία που έχει να μας διδάξει πολλά.
Πάμε και σήμερα να συναντήσουμε ανθρώπους που σκέφτηκαν, έζησαν, φιλοσόφησαν και μετά έγραψαν, μίλησαν και τραγούδησαν για την χαρά της ζωής που μας θέλει μαζί. Σε περιμένω και σήμερα μέχρι τις 10 στον Μέντα 88.
"Ένας γαλάζιος ουρανός παράθυρο και σκέπη, να ‘χαμε τρεις δραχμές στη τσέπη και τρεις ο διπλανός, Θα ‘ταν ο κόσμος μαγικός παράδεισος η πλάση στου φεγγαριού το τάσι καφές βαρύ γλυκός.." Καλημέρα!
*Κάθε μέρα στις 7.00 στέλνουμε στην πόλη την καρτ ποστάλ της ημέρας με έναν στίχο-ευχή για το δρόμο. Σου αρέσει; Έλα να την μοιραστούμε.
ΚΟΥΤΣΗ ΚΙΘΑΡΑ
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Τραγούδι: Δήμητρα Γαλάνη
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Τραγούδι: Δήμητρα Γαλάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου