Το έθιμο της κολοκύθας έχει ρίζες από ένα παλιό Ιρλανδικό μύθο, αυτόν του τσιγκούνη και πειραχτήρι Τζακ. Σύμφωνα λοιπόν με το μύθο, ο Τζακ είχε καλέσει το διάβολο να πιούν ένα ποτό μαζί. Όμως ο Τζακ δεν ήθελε να πληρώσει για το ποτό του και έτσι έπεισε το διάβολο να μεταμορφωθεί σε ένα νόμισμα, ώστε να μπορέσουν να πληρώσουν για τα ποτά τους. Μεταμορφώθηκε λοιπόν ο διάβολος σε νόμισμα, αλλά ο Τζακ αντί να πληρώσει τον έβαλε στην τσέπη του, δίπλα σε ένα σταυρό και έτσι ο διάβολος δεν μπορούσε να πάρει την κανονική του μορφή. Ύστερα από πολλά παρακάλια όμως, ο Τζακ αποφάσισε να τον ελευθερώσει, αρκεί να του έδινε την υπόσχεση ότι ο διάβολος δεν επρόκειτο να τον ενοχλήσει για ένα χρόνο και ούτε θα διεκδικούσε την ψυχή του όταν πέθαινε.
Έτσι πέρασε ο χρόνος και ο διάβολος ξαναεμφανίστητε την ώρα που ο Τζακ προσπαθούσε να κόψει ένα φρούτο από κάποιο δέντρο. Ζήτησε λοιπόν από το διάβολο να ανέβει στο δέντρο και να του κόψει ένα φρούτο. Ο διάβολος ανέβηκε και ο Τζακ γρήγορα γρήγορα σκάλισε ένα σταυρό στον κορμό του δέντρου. Έτσι ο διάβολος ήταν παγιδευμένος, δεν μπορούσε να κατέβει. Γι' αυτό παρακάλεσε τον Τζακ να τον ελευθερώσει και του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον ενοχλήσει για δέκα ολόκληρα χρόνια. Τότε ο Τζακ τον ελευθέρωσε.
Πέρασαν αρκετά χρόνια και ο Τζακ πέθανε. Πήγε στον παράδεισο, αλλά ο Θεός δεν τον δέχτηκε, καθώς ο Τζακ ήταν έναν άνθρωπος μίζερος και κακός. Έτσι τον έστειλε στην κόλαση. Όμως ούτε ο διάβολος τον ήθελε και του θύμισε την υπόσχεση που του είχε δώσει παλιότερα. Είπε λοιπόν στον Τζακ να φύγει. Όμως ο Τζακ τον ρωτάει: «Πως θα φύγω; Έξω έχει σκοτεινιά». Και ο διάβολος πήρε ένα αναμμένο κάρβουνο και του το έδωσε να πορευθεί μέσα στη νύχτα. Ο Τζακ έβγαλε ένα ραπάνι (που πάντα κουβαλούσε μαζί του, καθώς ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα του φαγητά), το χάραξε και έβαλε μέσα το κάρβουνο. Από τότε περιπλανιέται στον κόσμο μην μπορώντας να βρει κάποιο μέρος να αναπαύσει την ψυχή του.
Έτσι κάθε Χάλοουιν, οι Ιρλανδοί σκάλιζαν ραπάνια, πατάτες και κολοκύθες, έβαζαν μέσα ένα κερί και τα τοποθετούσαν κοντά σε παράθυρα, έτσι ώστε να κρατάνε μακριά τα κακά τα πνεύματα και κυρίως το πνεύμα του τσιγγούνη και πειραχτήρι Τζακ.
Έτσι πέρασε ο χρόνος και ο διάβολος ξαναεμφανίστητε την ώρα που ο Τζακ προσπαθούσε να κόψει ένα φρούτο από κάποιο δέντρο. Ζήτησε λοιπόν από το διάβολο να ανέβει στο δέντρο και να του κόψει ένα φρούτο. Ο διάβολος ανέβηκε και ο Τζακ γρήγορα γρήγορα σκάλισε ένα σταυρό στον κορμό του δέντρου. Έτσι ο διάβολος ήταν παγιδευμένος, δεν μπορούσε να κατέβει. Γι' αυτό παρακάλεσε τον Τζακ να τον ελευθερώσει και του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον ενοχλήσει για δέκα ολόκληρα χρόνια. Τότε ο Τζακ τον ελευθέρωσε.
Πέρασαν αρκετά χρόνια και ο Τζακ πέθανε. Πήγε στον παράδεισο, αλλά ο Θεός δεν τον δέχτηκε, καθώς ο Τζακ ήταν έναν άνθρωπος μίζερος και κακός. Έτσι τον έστειλε στην κόλαση. Όμως ούτε ο διάβολος τον ήθελε και του θύμισε την υπόσχεση που του είχε δώσει παλιότερα. Είπε λοιπόν στον Τζακ να φύγει. Όμως ο Τζακ τον ρωτάει: «Πως θα φύγω; Έξω έχει σκοτεινιά». Και ο διάβολος πήρε ένα αναμμένο κάρβουνο και του το έδωσε να πορευθεί μέσα στη νύχτα. Ο Τζακ έβγαλε ένα ραπάνι (που πάντα κουβαλούσε μαζί του, καθώς ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα του φαγητά), το χάραξε και έβαλε μέσα το κάρβουνο. Από τότε περιπλανιέται στον κόσμο μην μπορώντας να βρει κάποιο μέρος να αναπαύσει την ψυχή του.
Έτσι κάθε Χάλοουιν, οι Ιρλανδοί σκάλιζαν ραπάνια, πατάτες και κολοκύθες, έβαζαν μέσα ένα κερί και τα τοποθετούσαν κοντά σε παράθυρα, έτσι ώστε να κρατάνε μακριά τα κακά τα πνεύματα και κυρίως το πνεύμα του τσιγγούνη και πειραχτήρι Τζακ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου