«Σσσσσ... παιδιά ησυχία! Ακούω βήματα. Πρέπει να έρχεται», ψιθύρισε η πράσινη κλωστή.
Κόκκινη κλωστή πλεγμένη (υπέροχο παραμυθι απο την Εύη Νικολαϊδου)
Στο παλιό αλουμινένιο μπισκοτόκουτο σήμανε συναγερμός. Τα μασουράκια, οι βελόνες, οι μουλινέδες, οι δαχτυλήθρες κι οι καρφίτσες διέλυσαν τα πηγαδάκια κι επέστρεψαν γρήγορα-γρήγορα στις θέσεις τους.
«Να μου το θυμηθείτε! Δεν είναι μακριά η μέρα που θα την πατήσουμε», είπε χαμηλόφωνα η μπλε κλωστή καθώς προσπαθούσε να βολευτεί δίπλα στη γαλάζια. Δεν θα προλάβουμε κι η γιαγιά Ερμιόνη θα μας βρει άνω-κάτω. Και τότε θα τα καταλάβει όλα!»
«Τίποτε δεν θα καταλάβει», της απάντησε η πορτοκαλί κλωστή. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να φανταστούν τι κάνουμε εμείς μέσα στα κουτιά μας. Ακόμη κι όταν μας βρίσκουν μπλεγμένες κουβάρι, νομίζουν ότι το έκαναν οι ίδιοι. Δεν πάει το μυαλό τους σας λέω!»
Η κόκκινη κλωστή λίγο πιο δίπλα δεν μπορούσε να βολευτεί με τίποτα. Δεν έβρισκε ησυχία πουθενά. Μια ξετυλιγόταν από το μασουράκι της για να ξανατυλιχτεί με προσοχή, μια χτένιζε την άκρη της για να είναι λεία. Κι όλο έριχνε κλεφτές ματιές στη φίλη της, την άσπρη κλωστή, που καθόταν απέναντι και παρακολουθούσε τη συζήτηση αμέριμνη. Άλλο πάλι και τούτο! Πώς μπορούσε να είναι τόσο ήρεμη; Η ίδια κόντευε να τρελαθεί από την αγωνία.
Η κίτρινη κλωστή που της άρεσε πολύ να βγάζει λόγους, δεν έχασε ευκαιρία. Σηκώθηκε όρθια για να τη βλέπουν όλοι, ξερόβηξε δυο φορές και πήρε το λόγο.
«Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ.. μάλλον όχι.. Σήμερα είναι μεγάλη μέρα, εεε... νύχτα ήθελα να πω. Όλοι το ξέρουμε αυτό. Νομίζω, λοιπόν, πώς είναι η κατάλληλη στιγμή να ενημερώσουμε και τους νέους κατοίκους της κλωστοαποικίας μας, τις καινούριες κλωστές που προστέθηκαν στην παρέα μας, τα αγαπητά νέα μέλη που ομορφαίνουν από χθες τη μικρή μας κοινωνία..»
«Μπες στο κυρίως θέμα επιτέλους!» τη διέκοψε η καφέ κλωστή που δεν άντεχε τις φλυαρίες.
«Ωχ! Συγνώμη! Ξεχάστηκα! Έχετε δίκιο», δικαιολογήθηκε η κίτρινη κλωστή και συνέχισε. «Κάθε χρόνο αυτή τη νύχτα, την τελευταία του Φεβρουαρίου, η άσπρη κι η κόκκινη κλωστή έχουν την τιμητική τους. Όπου να ΄ναι η γιαγιά Ερμιόνη θα έρθει να τις πάρει για να φτιάξει ασπροκόκκινα βραχιολάκια για τα εγγονάκια της. Και αύριο το πρωί, πριν πάνε σχολείο, θα περάσουν πρώτα από εδώ. Θα της δώσουν από ένα σβουριχτό φιλί στο μάγουλο κι η γιαγιά θα δέσει τον «Μάρτη» στο χέρι τους για να τα προστατεύει από τις ακτίνες του μαρτιάτικου ήλιου που θα προβάλει στον ουρανό».
«Ωραία τα λέει!», σχολίασε χαμηλόφωνα η πορτοκαλί κλωστή σκουντώντας τη δαχτυλήθρα που καθόταν δίπλα της.
«Και μετά;» ρώτησε ανυπόμονα η λαχανί κλωστή.
«Μετά τα παιδιά θα φορούν τα μαρτιάτικα βραχιολάκια μέχρι να τελειώσει ο μήνας. Κι ύστερα θα τα αφήσουν σε ένα δέντρο να τα πάρουν τα χελιδόνια για να χτίσουν τις φωλιές τους».
«Σε κάποια μέρη φορούν τον «Μάρτη» μέχρι το Πάσχα και τον καίνε με το αναστάσιμο φως», συμπλήρωσε η μωβ κλωστή.
«Ναι, ναι! Αλλού τον καίνε στις φωτιές που ανάβουν για να κάψουν τον Ιούδα» πρόσθεσε η γκρι κλωστή.
Μια όμορφη συζήτηση ξεκίνησε για την άνοιξη και τα έθιμά της. Οι κλωστές μίλησαν για τα «Χελιδονίσματα», τα κάλαντα που τραγουδούν τα παιδιά για να καλωσορίσουν το ξύπνημα της φύσης. Θυμήθηκαν τα «Κουδουνίσματα» που ξυπνούν τα φίδια από τη χειμερία νάρκη και τα διώχνουν από τα χωράφια των αγροτών. Οι ιστορίες δεν είχαν τελειωμό.
Η ροζ κλωστή, που ήταν καινούρια στην παρέα άκουγε δίχως να μιλά. Ξάφνου σήκωσε το χέρι της. «Έχω μια απορία! Γιατί ο Μάρτης γίνεται μονάχα από άσπρη και κόκκινη κλωστή»;
«Αυτό επιτρέψτε μου να το απαντήσω εγώ», είπε η άσπρη κλωστή κι έκανε νόημα στην κόκκινη να πλησιάσει. «Όλα τα χρώματα συμβολίζουν κι από κάτι. Το κόκκινο συμβολίζει τη χαρά και το άσπρο την αγνότητα. Και τα παλιά χρόνια πίστευαν ότι, όταν αυτά τα δύο χρώματα ενωθούν, αποτρέπουν το κακό και..»
Δεν πρόλαβε, όμως, να ολοκληρώσει τη φράση της. Ακούστηκε το τρίξιμο της ψάθινης πολυθρόνας. Η γιαγιά Ερμιόνη είχε καθίσει και φορούσε τα γυαλιά της. Πήρε το παλιό αλουμινένιο μπισκοτόκουτο στα γόνατά της και το άνοιξε. Η κλωστές ήταν τακτοποιημένες η μία δίπλα στην άλλη όπως την τελευταία φορά. Εκτός από δύο, που στέκονταν περήφανα στο κέντρο πιασμένες χέρι-χέρι και περίμεναν να τις διαλέξει. Η γιαγιά πήρε τις κλωστές και τις έστριψε μεταξύ τους. Πρώτη φορά είχε δει τη δική της γιαγιά να το κάνει. Τώρα πια το έκανε κι αυτή για τα δικά της εγγονάκια.
Καλό «Μάρτη» παιδιά!
Εύη Νικολαΐδου
Κόκκινη κλωστή πλεγμένη (υπέροχο παραμυθι απο την Εύη Νικολαϊδου)
Στο παλιό αλουμινένιο μπισκοτόκουτο σήμανε συναγερμός. Τα μασουράκια, οι βελόνες, οι μουλινέδες, οι δαχτυλήθρες κι οι καρφίτσες διέλυσαν τα πηγαδάκια κι επέστρεψαν γρήγορα-γρήγορα στις θέσεις τους.
«Να μου το θυμηθείτε! Δεν είναι μακριά η μέρα που θα την πατήσουμε», είπε χαμηλόφωνα η μπλε κλωστή καθώς προσπαθούσε να βολευτεί δίπλα στη γαλάζια. Δεν θα προλάβουμε κι η γιαγιά Ερμιόνη θα μας βρει άνω-κάτω. Και τότε θα τα καταλάβει όλα!»
«Τίποτε δεν θα καταλάβει», της απάντησε η πορτοκαλί κλωστή. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να φανταστούν τι κάνουμε εμείς μέσα στα κουτιά μας. Ακόμη κι όταν μας βρίσκουν μπλεγμένες κουβάρι, νομίζουν ότι το έκαναν οι ίδιοι. Δεν πάει το μυαλό τους σας λέω!»
Η κόκκινη κλωστή λίγο πιο δίπλα δεν μπορούσε να βολευτεί με τίποτα. Δεν έβρισκε ησυχία πουθενά. Μια ξετυλιγόταν από το μασουράκι της για να ξανατυλιχτεί με προσοχή, μια χτένιζε την άκρη της για να είναι λεία. Κι όλο έριχνε κλεφτές ματιές στη φίλη της, την άσπρη κλωστή, που καθόταν απέναντι και παρακολουθούσε τη συζήτηση αμέριμνη. Άλλο πάλι και τούτο! Πώς μπορούσε να είναι τόσο ήρεμη; Η ίδια κόντευε να τρελαθεί από την αγωνία.
Η κίτρινη κλωστή που της άρεσε πολύ να βγάζει λόγους, δεν έχασε ευκαιρία. Σηκώθηκε όρθια για να τη βλέπουν όλοι, ξερόβηξε δυο φορές και πήρε το λόγο.
«Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ.. μάλλον όχι.. Σήμερα είναι μεγάλη μέρα, εεε... νύχτα ήθελα να πω. Όλοι το ξέρουμε αυτό. Νομίζω, λοιπόν, πώς είναι η κατάλληλη στιγμή να ενημερώσουμε και τους νέους κατοίκους της κλωστοαποικίας μας, τις καινούριες κλωστές που προστέθηκαν στην παρέα μας, τα αγαπητά νέα μέλη που ομορφαίνουν από χθες τη μικρή μας κοινωνία..»
«Μπες στο κυρίως θέμα επιτέλους!» τη διέκοψε η καφέ κλωστή που δεν άντεχε τις φλυαρίες.
«Ωχ! Συγνώμη! Ξεχάστηκα! Έχετε δίκιο», δικαιολογήθηκε η κίτρινη κλωστή και συνέχισε. «Κάθε χρόνο αυτή τη νύχτα, την τελευταία του Φεβρουαρίου, η άσπρη κι η κόκκινη κλωστή έχουν την τιμητική τους. Όπου να ΄ναι η γιαγιά Ερμιόνη θα έρθει να τις πάρει για να φτιάξει ασπροκόκκινα βραχιολάκια για τα εγγονάκια της. Και αύριο το πρωί, πριν πάνε σχολείο, θα περάσουν πρώτα από εδώ. Θα της δώσουν από ένα σβουριχτό φιλί στο μάγουλο κι η γιαγιά θα δέσει τον «Μάρτη» στο χέρι τους για να τα προστατεύει από τις ακτίνες του μαρτιάτικου ήλιου που θα προβάλει στον ουρανό».
«Ωραία τα λέει!», σχολίασε χαμηλόφωνα η πορτοκαλί κλωστή σκουντώντας τη δαχτυλήθρα που καθόταν δίπλα της.
«Και μετά;» ρώτησε ανυπόμονα η λαχανί κλωστή.
«Μετά τα παιδιά θα φορούν τα μαρτιάτικα βραχιολάκια μέχρι να τελειώσει ο μήνας. Κι ύστερα θα τα αφήσουν σε ένα δέντρο να τα πάρουν τα χελιδόνια για να χτίσουν τις φωλιές τους».
«Σε κάποια μέρη φορούν τον «Μάρτη» μέχρι το Πάσχα και τον καίνε με το αναστάσιμο φως», συμπλήρωσε η μωβ κλωστή.
«Ναι, ναι! Αλλού τον καίνε στις φωτιές που ανάβουν για να κάψουν τον Ιούδα» πρόσθεσε η γκρι κλωστή.
Μια όμορφη συζήτηση ξεκίνησε για την άνοιξη και τα έθιμά της. Οι κλωστές μίλησαν για τα «Χελιδονίσματα», τα κάλαντα που τραγουδούν τα παιδιά για να καλωσορίσουν το ξύπνημα της φύσης. Θυμήθηκαν τα «Κουδουνίσματα» που ξυπνούν τα φίδια από τη χειμερία νάρκη και τα διώχνουν από τα χωράφια των αγροτών. Οι ιστορίες δεν είχαν τελειωμό.
Η ροζ κλωστή, που ήταν καινούρια στην παρέα άκουγε δίχως να μιλά. Ξάφνου σήκωσε το χέρι της. «Έχω μια απορία! Γιατί ο Μάρτης γίνεται μονάχα από άσπρη και κόκκινη κλωστή»;
«Αυτό επιτρέψτε μου να το απαντήσω εγώ», είπε η άσπρη κλωστή κι έκανε νόημα στην κόκκινη να πλησιάσει. «Όλα τα χρώματα συμβολίζουν κι από κάτι. Το κόκκινο συμβολίζει τη χαρά και το άσπρο την αγνότητα. Και τα παλιά χρόνια πίστευαν ότι, όταν αυτά τα δύο χρώματα ενωθούν, αποτρέπουν το κακό και..»
Δεν πρόλαβε, όμως, να ολοκληρώσει τη φράση της. Ακούστηκε το τρίξιμο της ψάθινης πολυθρόνας. Η γιαγιά Ερμιόνη είχε καθίσει και φορούσε τα γυαλιά της. Πήρε το παλιό αλουμινένιο μπισκοτόκουτο στα γόνατά της και το άνοιξε. Η κλωστές ήταν τακτοποιημένες η μία δίπλα στην άλλη όπως την τελευταία φορά. Εκτός από δύο, που στέκονταν περήφανα στο κέντρο πιασμένες χέρι-χέρι και περίμεναν να τις διαλέξει. Η γιαγιά πήρε τις κλωστές και τις έστριψε μεταξύ τους. Πρώτη φορά είχε δει τη δική της γιαγιά να το κάνει. Τώρα πια το έκανε κι αυτή για τα δικά της εγγονάκια.
Καλό «Μάρτη» παιδιά!
Εύη Νικολαΐδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου