Καλημέρα!! Σήμερα η καρτ ποστάλ θα ταξιδέψει με τον άνεμο. Ο Δημήτρης Παναγόπουλος τραγουδάει: "Γιατί είμ’ αέρας που περνά μέσα στης πόλης τα στενά και κάνει τα κλειστά παράθυρα να τρίζουν, γιατ’ είμαι αύρα εσπερινή πνοή καθάρια ζωντανή που κάνει τα γερμένα φύλλα να θροΐζουν.."
Στα τραγούδια και τα ταξίδια ο Βαγγέλης Περάκης / 7:00 με 10:00 / Μέντα 88
Μας ακούτε εδώ: http://www.menta88.gr/player/
Σήμερα η ευχετήρια κάρτα μας θα ταξιδέψει με τον μεγάλο μας συγγραφέα Μενέλαο Λουντέμη, σαν σήμερα έφυγε πριν 41 χρόνια. Ο Μενέλαος Λουντέμης ανάμεσα στα πολλά βιβλία που έγραψε μας έχει αφήσει κι ένα βιβλίο με τίτλο "Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους.." Εδώ ένας άνθρωπος τριγυρνά στους δρόμους της Χαλκίδας, της Αθήνας, του Αγίου Κωνσταντίνου. Ασκεί διάφορα επαγγέλματα και προσπαθεί να επιβιώσει, αρκείται σε ένα κομμάτι ψωμί και μια στέγη για να προφυλαχθεί από την αγριότητα της νύχτας. Κινητήριος δύναμη του, η αγάπη· η αγάπη για τα βιβλία, η αγάπη για μια κοπέλα. Θα αναζητήσει τις αλήθειες που θα τον βγάλουν από το αδιέξοδο, θα περιπλανηθεί - θα κυνηγήσει του ανέμους...
Πάμε να διαβάσουμε μερικές σκέψεις του Μενέλαου Λουντέμη που όπως έλεγε "Όλοι χρωστάμε κάπου ένα σ`αγαπώ και μια συγνώμη…
-Λέγε, ξέρω γιατί ήρθες, μου είπε. Θέλεις να τα πεις. Σε σκότωσε κι εσένα η μουγκαμάρα. Πες τα. Όλη η ιστορία είναι να τα πεις, γιατί αν δεν τα πεις θα σε φάει ο γκρεμός που άνοιξε μέσα σου η απονιά του κόσμου..
Κι εγώ άρχισα να μιλάω σιγά σιγά για την αγάπη. Γιατί χωρίς την αγάπη δεν θα βρισκόταν γλώσσα για να συνεννοηθούμε. Η αγάπη είναι η κόρη της χαράς. Ζευγαρώνει το φως με το νερό, αναγκάζει τη γη να γεννάει. Η αγάπη ανακάλυψε το γέλιο.
Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει… τρέχει… ασυλλόγιστα στους γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά. Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει. Να πεις «όχι» στην αγάπη είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά σ’ ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν’ ανοίξει. Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο...
...Κι όλα αυτά τα γράμματα, όλα αυτά τα τραγούδια. Σαν να είναι τα ξεφωνήματά μας, οι κλάψες μας έξω από την πόρτα μιας Εδέμ που τη λέμε αγάπη.
Κάτω από το πευκάκι ο κόσμος γίνεται απέραντος.
Σωπαίνουν όλες οι φωνές που είχες μέσα σου. Γίνεται ησυχία. Οι ιδέες που βουίζουν μεσ’ στ’ αυτιά σου….τα παράπονα που φουσκώνουν το στήθος σου…οι έγνοιες που χουν εκεί μέσα την φωλιά τους…όλα πέφτουν στο νερό, σκορπούνε, χάνονται. Ακουμπάς στη ρίζα, αντίκρυ στην πεντάμορφη πόλη. Ύστερα κλείνεις την πόλη όξω απ’ τα μάτια σου, και φέρνεις στη θέση της ένα κήπο. Δάσος, οι νερατζιές…και το παγκάκι ολομόναχο κάτω από μια νερατζιά. Είναι τα μάτια της λαμπερά και σε λούζουν. Κείνη λέει τ’ονομά σου πολλές φορές. Ακουμπάει το χέρι της στην άκρη των μαλλιών σου -έτσι. Κι εσύ νιώθεις -το χέρι της!- το νιώθεις να κοκκινίζεις απ’την ντροπή. Τόσο όμορφο, τόσο ντροπαλό χέρι…πάει, δεν είναι πια να ξαναγίνει.
Ύστερα κάτι γίνεται κι όλα σταματούν… Οι νερατζιές απόμειναν σκυφτές από πάνω μας…Το φιλί της μοσχοβολούσε νιότη!… Τ’ονομά σου έμεινε στα χείλη μου σαν το κλαδάκι της βραδυνής μας νερατζιάς. Το κρατώ και μοσχοβολά ο κόσμος.
Και είναι που η μοσκοβολιά της νερατζιάς με πήρε στο κατόπι και κοιμάται κάθε νύχτα στο μαξιλάρι μου, και ραίνει τους δρόμους που περνώ. Σου μιλώ, ναι εγώ είμαι που σου μιλώ. Μην τρομάζεις. Αυτός που σ' αγαπά είμαι. Ναι, εγώ. Ξέρω πως τούτη τη στιγμή πιάσαμε όλον τον αέρα εγώ κι εσύ. Αν πάει κανείς και βάλει το αυτί του σε μια κολόνα θα την ακούσει να βουίζει σαν να περνούν από μέσα της ζεστοί χείμαρροι. Είμαστε εμείς οι δύο μονάχα. Τώρα μιλούμε μια δική μας γλώσσα που κανείς δεν την καταλαβαίνει. Λέμε "γέφυρα" και εννοούμε αγάπη. Λέμε "μεσημέρι", "θάλασσα" και εννοούμε αγάπη. Μόνο τα πουλιά μιλούν έτσι. Κι εγώ τώρα ούτε και ξέρω αν είμαστε άνθρωποι. Μα μια φορά, ό,τι και αν είμαστε, ξέρω ότι αυτό είναι αγάπη.
Όμως τώρα ζηλεύω το παγκάκι που ακουμπούσε το φουστάνι σου…και ζηλεύω και τον εαυτό μου που ήταν εκεί και το ‘δε…. Θέλω να πω ένα τραγούδι και φοβάμαι μην καεί το στόμα μου.
Μα βλέπεις, η αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει την ζωή μας….μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας. Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν την χάνουμε. Όταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθηση της. Και την ξαναποκτούμε μόνο όταν την χάσουμε. Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες. Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις. Καν’την τραγούδια,ξενύχτια. Καν’την βιβλία, αταξίες. Μόνο μην την μοιρολογάς. Είναι σαν να την βρίζεις. Σαν να τη κλείνεις τον δρόμο να ξανάρθει.
Κοίταξέ με προσεκτικά και θα καταλάβεις. Για την αγάπη μιας γυναίκας έγινα ποιητής. Δεν τη συγκίνησα. Έγινα κλόουν, καραγκιόζης, Ρωμαίος, Νίγκελ, Άμλετ… Κείνη προσπέρασε πλάι απ’ τις τραγικές μεταμορφώσεις μου αγέρωχη και πήγε να θαφτεί στο άγνωστο. Ήταν τρελή; Ήταν άρρωστη; Χαλασμένη απ’ τα βιβλία; Δεν ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω: πως μ’ έκανε δυστυχισμένο.
Ο ουρανός είν' απέραντος πάνω απ' το κεφάλι μου, απέραντος και πιτσιλισμένος με φωτιά. Α, τα καημένα τα όνειρά μου πώς τα χάλασα με την αγάπη σου την άπονη. Εσένα η θάλασσα σε γέννησε... η θάλασσα... Κι είν' του γιαλού της, η καρδιά σου, ένα χαλίκι. Ο ανήφορος είναι απότομος και τα βήματά σου δεν είναι διόλου στέρεα. Ό,τι και να πεις όμως, κι όσο κι αν είναι η αγάπη της άπιαστη, χαμένη έξω απ' τα σύνορα της καρδιάς, το φιλί της... δε θα ξεχαστεί. Το φιλί της κείνο το δυνατό σαν χαμός. Να, όπως σαν να θέλεις ν' ανασάνεις κι έρχεται ένα φιλί και σου φράζει το στόμα. Κι εσύ πια δε θέλεις ν' ανασαίνεις... δεν έχεις ανάγκη πια ούτε από ανάσα, ούτ' από τίποτα...
Εκείνοι που είναι για να γίνουν μεγάλοι όχι μόνο δεν τους χρειάζεται η δυστυχία αλλά και τους μπαίνει εμπόδιο. Γιατί τώρα σ’ τα είπα όλα αυτά; Για να σε φέρω στα συγκαλά σου; Για να σε παρηγορήσω; Για να σε πλαντάξω; Δεν ξέρω. Η αγάπη είναι το φαρμάκι και το νέκταρ της ζωής μας. Αν θέλεις να πιεις, θα τα πιεις και τα δύο μαζί. Ένα ένα δεν σ’ τα δίνουν..."
Πάμε και σήμερα να συναντήσουμε ανθρώπους που ταξίδεψαν αναζητώντας την αγάπη. Κι αφού την έζησαν, μίλησαν, έγραψαν και τραγούδησαν γι' αυτήν. Και μαζί της κυνήγησαν τους ανέμους. Σε περιμένω και σήμερα μέχρι τις 10 στο Μέντα 88.
"Από την πόρτα σαν θα βγω θα δω τον ήλιο στρογγυλό και με το όμορφο στερνό χαμόγελό σου.. Μια καλημέρα θα σου πω μετά θα φύγω, θα χαθώ και ίσως με ξαναδείς μονάχα στ’ όνειρό σου.. Γιατί είμ’ αέρας που περνά μέσα στης πόλης τα στενά και κάνει τα κλειστά παράθυρα να τρίζουν, γιατ’ είμαι αύρα εσπερινή πνοή καθάρια ζωντανή που κάνει τα γερμένα φύλλα να θροΐζουν.." Καλημέρα!!!
*Κάθε μέρα στις 7.00 στέλνουμε στην πόλη την καρτ ποστάλ της ημέρας με έναν στίχο-ευχή για το δρόμο. Σου αρέσει; Έλα να την μοιραστούμε.
ΑΥΡΑ
Μουσική - στίχοι - τραγούδι: Δημήτρης Παναγόπουλος
https://www.youtube.com/watch?v=awduT9-vVRo
Στα τραγούδια και τα ταξίδια ο Βαγγέλης Περάκης / 7:00 με 10:00 / Μέντα 88
Μας ακούτε εδώ: http://www.menta88.gr/player/
Σήμερα η ευχετήρια κάρτα μας θα ταξιδέψει με τον μεγάλο μας συγγραφέα Μενέλαο Λουντέμη, σαν σήμερα έφυγε πριν 41 χρόνια. Ο Μενέλαος Λουντέμης ανάμεσα στα πολλά βιβλία που έγραψε μας έχει αφήσει κι ένα βιβλίο με τίτλο "Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους.." Εδώ ένας άνθρωπος τριγυρνά στους δρόμους της Χαλκίδας, της Αθήνας, του Αγίου Κωνσταντίνου. Ασκεί διάφορα επαγγέλματα και προσπαθεί να επιβιώσει, αρκείται σε ένα κομμάτι ψωμί και μια στέγη για να προφυλαχθεί από την αγριότητα της νύχτας. Κινητήριος δύναμη του, η αγάπη· η αγάπη για τα βιβλία, η αγάπη για μια κοπέλα. Θα αναζητήσει τις αλήθειες που θα τον βγάλουν από το αδιέξοδο, θα περιπλανηθεί - θα κυνηγήσει του ανέμους...
Πάμε να διαβάσουμε μερικές σκέψεις του Μενέλαου Λουντέμη που όπως έλεγε "Όλοι χρωστάμε κάπου ένα σ`αγαπώ και μια συγνώμη…
-Λέγε, ξέρω γιατί ήρθες, μου είπε. Θέλεις να τα πεις. Σε σκότωσε κι εσένα η μουγκαμάρα. Πες τα. Όλη η ιστορία είναι να τα πεις, γιατί αν δεν τα πεις θα σε φάει ο γκρεμός που άνοιξε μέσα σου η απονιά του κόσμου..
Κι εγώ άρχισα να μιλάω σιγά σιγά για την αγάπη. Γιατί χωρίς την αγάπη δεν θα βρισκόταν γλώσσα για να συνεννοηθούμε. Η αγάπη είναι η κόρη της χαράς. Ζευγαρώνει το φως με το νερό, αναγκάζει τη γη να γεννάει. Η αγάπη ανακάλυψε το γέλιο.
Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει… τρέχει… ασυλλόγιστα στους γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά. Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει. Να πεις «όχι» στην αγάπη είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά σ’ ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν’ ανοίξει. Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο...
...Κι όλα αυτά τα γράμματα, όλα αυτά τα τραγούδια. Σαν να είναι τα ξεφωνήματά μας, οι κλάψες μας έξω από την πόρτα μιας Εδέμ που τη λέμε αγάπη.
Κάτω από το πευκάκι ο κόσμος γίνεται απέραντος.
Σωπαίνουν όλες οι φωνές που είχες μέσα σου. Γίνεται ησυχία. Οι ιδέες που βουίζουν μεσ’ στ’ αυτιά σου….τα παράπονα που φουσκώνουν το στήθος σου…οι έγνοιες που χουν εκεί μέσα την φωλιά τους…όλα πέφτουν στο νερό, σκορπούνε, χάνονται. Ακουμπάς στη ρίζα, αντίκρυ στην πεντάμορφη πόλη. Ύστερα κλείνεις την πόλη όξω απ’ τα μάτια σου, και φέρνεις στη θέση της ένα κήπο. Δάσος, οι νερατζιές…και το παγκάκι ολομόναχο κάτω από μια νερατζιά. Είναι τα μάτια της λαμπερά και σε λούζουν. Κείνη λέει τ’ονομά σου πολλές φορές. Ακουμπάει το χέρι της στην άκρη των μαλλιών σου -έτσι. Κι εσύ νιώθεις -το χέρι της!- το νιώθεις να κοκκινίζεις απ’την ντροπή. Τόσο όμορφο, τόσο ντροπαλό χέρι…πάει, δεν είναι πια να ξαναγίνει.
Ύστερα κάτι γίνεται κι όλα σταματούν… Οι νερατζιές απόμειναν σκυφτές από πάνω μας…Το φιλί της μοσχοβολούσε νιότη!… Τ’ονομά σου έμεινε στα χείλη μου σαν το κλαδάκι της βραδυνής μας νερατζιάς. Το κρατώ και μοσχοβολά ο κόσμος.
Και είναι που η μοσκοβολιά της νερατζιάς με πήρε στο κατόπι και κοιμάται κάθε νύχτα στο μαξιλάρι μου, και ραίνει τους δρόμους που περνώ. Σου μιλώ, ναι εγώ είμαι που σου μιλώ. Μην τρομάζεις. Αυτός που σ' αγαπά είμαι. Ναι, εγώ. Ξέρω πως τούτη τη στιγμή πιάσαμε όλον τον αέρα εγώ κι εσύ. Αν πάει κανείς και βάλει το αυτί του σε μια κολόνα θα την ακούσει να βουίζει σαν να περνούν από μέσα της ζεστοί χείμαρροι. Είμαστε εμείς οι δύο μονάχα. Τώρα μιλούμε μια δική μας γλώσσα που κανείς δεν την καταλαβαίνει. Λέμε "γέφυρα" και εννοούμε αγάπη. Λέμε "μεσημέρι", "θάλασσα" και εννοούμε αγάπη. Μόνο τα πουλιά μιλούν έτσι. Κι εγώ τώρα ούτε και ξέρω αν είμαστε άνθρωποι. Μα μια φορά, ό,τι και αν είμαστε, ξέρω ότι αυτό είναι αγάπη.
Όμως τώρα ζηλεύω το παγκάκι που ακουμπούσε το φουστάνι σου…και ζηλεύω και τον εαυτό μου που ήταν εκεί και το ‘δε…. Θέλω να πω ένα τραγούδι και φοβάμαι μην καεί το στόμα μου.
Μα βλέπεις, η αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει την ζωή μας….μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας. Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν την χάνουμε. Όταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθηση της. Και την ξαναποκτούμε μόνο όταν την χάσουμε. Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες. Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις. Καν’την τραγούδια,ξενύχτια. Καν’την βιβλία, αταξίες. Μόνο μην την μοιρολογάς. Είναι σαν να την βρίζεις. Σαν να τη κλείνεις τον δρόμο να ξανάρθει.
Κοίταξέ με προσεκτικά και θα καταλάβεις. Για την αγάπη μιας γυναίκας έγινα ποιητής. Δεν τη συγκίνησα. Έγινα κλόουν, καραγκιόζης, Ρωμαίος, Νίγκελ, Άμλετ… Κείνη προσπέρασε πλάι απ’ τις τραγικές μεταμορφώσεις μου αγέρωχη και πήγε να θαφτεί στο άγνωστο. Ήταν τρελή; Ήταν άρρωστη; Χαλασμένη απ’ τα βιβλία; Δεν ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω: πως μ’ έκανε δυστυχισμένο.
Ο ουρανός είν' απέραντος πάνω απ' το κεφάλι μου, απέραντος και πιτσιλισμένος με φωτιά. Α, τα καημένα τα όνειρά μου πώς τα χάλασα με την αγάπη σου την άπονη. Εσένα η θάλασσα σε γέννησε... η θάλασσα... Κι είν' του γιαλού της, η καρδιά σου, ένα χαλίκι. Ο ανήφορος είναι απότομος και τα βήματά σου δεν είναι διόλου στέρεα. Ό,τι και να πεις όμως, κι όσο κι αν είναι η αγάπη της άπιαστη, χαμένη έξω απ' τα σύνορα της καρδιάς, το φιλί της... δε θα ξεχαστεί. Το φιλί της κείνο το δυνατό σαν χαμός. Να, όπως σαν να θέλεις ν' ανασάνεις κι έρχεται ένα φιλί και σου φράζει το στόμα. Κι εσύ πια δε θέλεις ν' ανασαίνεις... δεν έχεις ανάγκη πια ούτε από ανάσα, ούτ' από τίποτα...
Εκείνοι που είναι για να γίνουν μεγάλοι όχι μόνο δεν τους χρειάζεται η δυστυχία αλλά και τους μπαίνει εμπόδιο. Γιατί τώρα σ’ τα είπα όλα αυτά; Για να σε φέρω στα συγκαλά σου; Για να σε παρηγορήσω; Για να σε πλαντάξω; Δεν ξέρω. Η αγάπη είναι το φαρμάκι και το νέκταρ της ζωής μας. Αν θέλεις να πιεις, θα τα πιεις και τα δύο μαζί. Ένα ένα δεν σ’ τα δίνουν..."
Πάμε και σήμερα να συναντήσουμε ανθρώπους που ταξίδεψαν αναζητώντας την αγάπη. Κι αφού την έζησαν, μίλησαν, έγραψαν και τραγούδησαν γι' αυτήν. Και μαζί της κυνήγησαν τους ανέμους. Σε περιμένω και σήμερα μέχρι τις 10 στο Μέντα 88.
"Από την πόρτα σαν θα βγω θα δω τον ήλιο στρογγυλό και με το όμορφο στερνό χαμόγελό σου.. Μια καλημέρα θα σου πω μετά θα φύγω, θα χαθώ και ίσως με ξαναδείς μονάχα στ’ όνειρό σου.. Γιατί είμ’ αέρας που περνά μέσα στης πόλης τα στενά και κάνει τα κλειστά παράθυρα να τρίζουν, γιατ’ είμαι αύρα εσπερινή πνοή καθάρια ζωντανή που κάνει τα γερμένα φύλλα να θροΐζουν.." Καλημέρα!!!
*Κάθε μέρα στις 7.00 στέλνουμε στην πόλη την καρτ ποστάλ της ημέρας με έναν στίχο-ευχή για το δρόμο. Σου αρέσει; Έλα να την μοιραστούμε.
ΑΥΡΑ
Μουσική - στίχοι - τραγούδι: Δημήτρης Παναγόπουλος
https://www.youtube.com/watch?v=awduT9-vVRo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου