Καλημέρα! Σήμερα η καρτ ποστάλ θα ακούσει φίνο μπαγλαμά. Ο Γιώργος Νταλάρας τραγουδάει Βασίλη Τσιτσάνη που σαν σήμερα γεννήθηκε το 1915 αλλά και έφυγε την ίδια μέρα το 1984: "Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ Τσιφλίκι κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη, στου Νικάκη τη βαρκούλα, γλυκιά μου Μαριγούλα να σου παίξω φίνο μπαγλαμά.."
Στα τραγούδια και τα ταξίδια ο Βαγγέλης Περάκης / 7:00 με 10:00 / Μέντα 88
Μας ακούτε εδώ: http://www.menta88.gr/player/
Σήμερα η ευχετήρια κάρτα μας θα ταξιδέψει με το λαϊκό μας τραγούδι. Θα φτάσουμε στην δεκαετία του '80, συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1983, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή ο Βασίλης Τσιτσάνης. Εκείνο τον Αύγουστο ο Μίκης Θεοδωράκης διοργανώνει μια συναυλία αφιέρωμα στον Τσιτσάνη στον Κόκκινο βράχο της Νίκαιας, το σημερινό Κατράκειο. Όπως έλεγε ο Μίκης:
"Την συναυλία για τον Τσιτσάνη στον Κόκκινο Βράχο την οργάνωσα εγώ, για να δώσω ακόμα ένα μάθημα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία θα πρέπει να συμπεριφέρεται στα όποια άξια τέκνα της. Και πρώτα απ' όλα να μάθει να τους τιμά όταν ακόμα βρίσκονται εν ζωή και όχι μετά θάνατον, όπως συμβαίνει ανέκαθεν με την -πολλές φορές- μυωπική και αχάριστη ελληνική κοινωνία. Όπως μου είπε και ο ίδιος ο Βασίλης Τσιτσάνης με τον οποίο είχαμε γίνει φίλοι, ποτέ δεν αισθάνθηκε τόσο βαθιά χαρά, μιας και η ανταπόκριση του κόσμου σε πλήθος και σε πάθος ήταν συγκλονιστική. Σε εκείνη την συναυλία διάλεξα να πως μαζί του το τραγούδι: "Κάποια μάνα αναστενάζει.." γιατί για το συγκεκριμένο τραγούδι υπάρχει μια μικρή προσωπική ιστορία. Στη Μακρόνησο μας μεταφέρανε από την Ικαρία στα 1948 στο Τέταρτο Τάγμα των πολιτικών κρατουμένων, στα βόρεια του νησιού. Από κει διάλεξαν τριακόσιους της ηλικίας μου (24 χρονών) στις 26 Μαρτίου του 1949 και μας πήγαν στην χαράδρα του Α΄ Τάγματος, όπου μας περίμεναν οι Αλφαμίτες βασανιστές μας. Μετά από λίγες μέρες, χτυπημένος και αναίσθητος μεταφέρθηκα στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στην Αθήνα, στο θάλαμο-φυλακή. Όταν συνήλθα και έφτασα στο σημείο να μπορώ να βαδίσω με πατερίτσες, θα ήταν μέσα Μαϊου, μάθαμε ότι πρόκειται να μας ξαναπάνε στο νησί μέσω του Κέντρου Διερχομένων στο Σταθμό Λαρίσης.
Μπόρεσα να ειδοποιήσω τη Μυρτώ για τη μέρα και την ώρα της μεταφοράς κι έτσι μπήκαμε στο ίδιο τραμ, απ' αυτά τα κίτρινα, εγώ πίσω με τους φρουρούς μου κι αυτή μπροστά. Έτσι βλεπόμαστε σε όλη τη διαδρομή. Κατεβήκαμε στην Ομόνοια και μετά πήραμε με τα πόδια το δεξί πεζοδρόμιο της Αγίου Κωνσταντίνου. Η Μυρτώ βάδιζε στο απέναντι πεζοδρόμιο κι έτσι εξακολουθήσαμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο. Ήταν απόγευμα και ο Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων μετέδιδε το «Κάποια μάνα αναστενάζει», που ακουγόταν από όλα τα καταστήματα και τα ταξί. Σε μια στιγμή οι φρουροί μου μας αντιλήφθηκαν και έσπευσαν να τη συλλάβουν. Έτσι την έχασα ξανά... Καταλαβαίνετε λοιπόν για ποιο λόγο το τραγούδι αυτό χαράχτηκε για πάντα μέσα μου...
Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα νύχτα ανησυχεί
το παιδί της περιμένει
που έχει χρόνια να το ’δει
Μεσα στην απελπισιά της
κάποιος την πληροφορεί
ότι ζει το παλληκάρι
και όπωσδήποτε θα ’ρθει
Με υπομονή προσμένει
και λαχτάρα στην καρδιά
ο λεβέντης να γυρίσει
απ’ τη μαύρη ξενιτιά
Κι εγώ μετά το άλλαζα στην εξορία, στην Ικαρία που γύρισα και το τραγούδαγα "απ' τη μαύρη Ικαριά.."
Στις πόλεις που έζησα μικρός αλλά και αργότερα, δεν θυμάμαι να άκουσα ρεμπέτικα ή λαϊκά τραγούδια. Και νομίζω ότι και γενικότερα δεν ήταν γνωστά. Όπως και τα ονόματα των λαϊκών συνθετών που αναφέρετε. Πάντως εγώ προσωπικά ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή μαζί τους στα 1947-48, όταν ήμουν εξόριστος στην Ικαρία. Λίγο πιο πριν, στα 1945, γνώρισα τον Μάνο Χατζιδάκι, που μου έπαιζε συχνά στο πιάνο 5-6 απ' αυτά, όμως τότε ήμουν χωμένος ως τα μπούνια στην Εθνική Αντίσταση και στη Συμφωνική Μουσική. Αργότερα στο Παρίσι (1954-60) τα άκουσα πιο προσεκτικά και πάλι λόγω της «Στέλλας» με μουσική Χατζιδάκι. Ειδικά το τραγούδι «Γαρούφαλλο στ' αυτί» μου αποκάλυψε τη φωνή του Μπιθικώτση. Και νομίζω ότι κάτω απ' αυτές τις νωπές τότε για μένα επιδράσεις έγραψα τον «Επιτάφιο» με την απόφαση να τον τραγουδήσει ο Γρηγόρης και να τον συνοδεύσει ο Χιώτης. Στη συνέχεια και όταν στα 1960 ήρθα για πρώτη φορά ελεύθερος στην Αθήνα, ανακάλυψα τον πλούτο της λαϊκής μας μουσικής και τότε έκανα τη δήλωση ότι αισθάνομαι μαθητής τους. Η δήλωσή μου ότι νοιώθω μαθητής του Μάρκου και του Τσιτσάνη ήταν ειλικρινής, γιατί για μένα τότε το λαϊκό τραγούδι ήταν καινούριος χώρος και από την άλλη πλευρά θέλησα να δώσω ένα μάθημα σεμνότητας και ήθους σε ένα χώρο που σφαδάζει από μικροπρέπειες και γελοίους εγωισμούς..."
Ο σπουδαίος φωτογράφος Τάκης Πανανίδης σε ένα βιβλίο του περιγράφει ένα περιστατικό με τον Θεοδωράκη και τον Τσιτσάνη. «Τον Βασίλη Τσιτσάνη τον γνώρισα αρχές του ’60, κάτω από περίεργες συνθήκες στο λογιστήριο της Columbia. Στεκόταν στη σειρά, πίσω από άλλους καλλιτέχνες, τον Κολοκοτρώνη, τον Δαλέζιο και την Γκρέι, που περίμεναν με τα κίτρινα χαρτάκια στο χέρι για να πληρωθούν για τις ηχογραφήσεις.Ήμουν με τον Μίκη και πηγαίναμε στον κύριο Τάκη Βήτα (γενικό διευθυντή της Columbia). Μόλις είδε ο Μίκης τον Τσιτσάνη τον ρώτησε τι περιμένει. Όταν του εξήγησε ότι περίμενε να να πληρωθεί, ο Θεοδωράκης έγινε έξαλλος και ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος: – Εσύ περιμένεις στην ουρά για να πληρωθείς; – Ε, για να μη στεναχωρεθεί ο κύριος Τάκης, λέει ο Τσιτσάνης. Ο Μίκης μπαίνει μέσα στο γραφείο του κ. Τάκη και μπροστά στους άλλους φωνάζει: – Είναι απαράδεκτο και ντροπή. Έχετε τον Τσιτσάνη στην ουρά για να πληρωθεί! Αντί να του στέλνετε τα χρήματα του στο σπίτι, σε φάκελο με ειδικό άνθρωπο! Ο κ. Τάκης του απαντάει: – Ηρέμησε Μίκη και μη μας χαλάς το σύστημα! Ο Μίκης βγήκε έξω, πήρε το χαρτί από τα χέρια του Τσιτσάνη, πήγε μπροστά στο ταμείο, εισέπραξε τα «φράγκα» και του είπε: – Πάμε να φύγουμε από εδώ! Κατεβήκαμε οι τρεις μας, στη Σταδίου και πήγαμε 50 μέτρα πιο πάνω στο ουζερί της «Σανταρόζα» και πλακωθήκαμε στα ούζα...."
Στην συναυλία αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη, το 1983, ο Μίκης Θεοδωράκης είπε τα εξής:
"Αγαπητέ Βασίλη Τσιτσάνη, φίλες και φίλοι, σήμερα ο λαός και πάλι σπάει την παράδοση και τιμάει έναν μεγάλο όσο είναι ακόμα ζωντανός. Ο Βασίλης Τσιτσάνης σφραγίζει με το έργο του την εποχή μας.
Ξέρουμε ότι έπρεπε να έρθει ο Σεφέρης και ο Ελύτης για να ανακαλυφθεί ο Θεόφιλος. Όμως, στην περίπτωση του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη, του Καλδάρα, του Χιώτη, του Μπιθικώτση, και προπαντός του Βασίλη Τσιτσάση, ο λαός μας δεν είχε ανάγκη από μεσάζοντες για να τους ανακαλύψει, γιατί απλούστατα ο λαός μας τους ζούσε εντατικά, κάθε στιγμή, τους είχε κλείσει στην καρδιά του, τους τραγουδούσε, τους αγαπούσε και τους είχε κάνει ένα κομμάτι σάρκα πάνω στην σάρκα της ζωής του.
Ο Τσιτσάνης είναι ένα παράθυρο στο φως για να μπούνε λίγες αχτίνες ήλιου να φωτίσουν και να ζεστάνουν την παγωμένη καρδιά μας. Πώς έγινε αυτό το θαύμα και αυτό το παιδί από τα Τρίκαλα που έφηβος ξενιτεύτηκε στη Θεσσαλονίκη να μετουσιώσει μέσα στη ψυχή και στο μυαλό του όλη την πεμπτουσία της μουσικής μας παράδοσης και να μας τη ξαναδώσει σε νέες, απλές και τέλειες μουσικές φόρμες. Πόσες δεκάδες χιλιάδες τραγούδια, ελαφρά, ελαφρολαϊκά, Τούρκικα, Ινδικά, καψούρικα και βλαχουδιστικά, κουλτουριάρικα και μιξολυρικά, πόσα και πόσα δεν γράφτηκαν μετά τη Συννεφιασμένη Κυριακή. Ποιος τα θυμάται; Ανάμεσα σε δυο βράχια, σε δυο πλατάνια – έτσι είναι, τι να γίνει Βασίλη - θα φυτρώσουν και χορταράκια, και μολώχες, και τσουκνίδες. Όλα είναι καλά και άγια στη φύση. Τα πλατάνια όμως παραμένουν πλατάνια.. Γι' αυτό κι εμείς, μια ολόκληρη γενιά, μουσικοί και ποιητές, σε αναγνωρίσαμε και σε αναγνωρίζουμε για δάσκαλό μας. Ακολουθήσαμε, με τις δικές μας δυνάμεις, τον δρόμο που εσύ και οι σύντροφοί σου πρώτοι χαράξατε, και σήμερα σε καλέσαμε σ’ αυτό τον κόκκινο βράχο για να σε τιμήσουμε με όλη μας την καρδιά για όσα μας έδωσες.
Βασίλη Τσιτσάνη, τραγουδιστή της Ρωμιοσύνης, υμνωδέ της ψυχής του λαού μας, εσύ που ομόρφυνες τους σκοτεινούς καιρούς με τα φτερουγίσματα της μεγάλης τέχνης σου, δέξου από όλους εμάς ένα μεγάλο, σεμνό και ολοζώντανο και δυνατό ευχαριστώ για όσα μας πρόσφερες..."
Πάμε και σήμερα να συναντήσουμε ανθρώπους που ταξίδεψαν με ένα μπουζούκι και έναν μπαγλαμά, έζησαν δύσκολα και μετά έγραψαν, μίλησαν και τραγούδησαν αυτή την δύσκολη ζωή. Κι έτσι γεννήθηκε το λαϊκό μας τραγούδι. Σε περιμένω και σήμερα μέχρι τις 10 στο Μέντα 88.
"Πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα κι από `κει στα κούτσουρα του Δαλαμάγκα, Μαριγώ θα σε τρελάνει, ν’ ακούσεις τον Τσιτσάνη να σου παίξει φίνο μπαγλαμά.." Καλημέρα!!
*Κάθε μέρα στις 7.00 στέλνουμε στην πόλη την καρτ ποστάλ της ημέρας με έναν στίχο-ευχή για το δρόμο. Σου αρέσει; Έλα να την μοιραστούμε.
ΠΑΜΕ ΤΣΑΡΚΑ
Μουσική - στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας
https://www.youtube.com/watch?v=F7bzkhGn5qE
Στα τραγούδια και τα ταξίδια ο Βαγγέλης Περάκης / 7:00 με 10:00 / Μέντα 88
Μας ακούτε εδώ: http://www.menta88.gr/player/
Σήμερα η ευχετήρια κάρτα μας θα ταξιδέψει με το λαϊκό μας τραγούδι. Θα φτάσουμε στην δεκαετία του '80, συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1983, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή ο Βασίλης Τσιτσάνης. Εκείνο τον Αύγουστο ο Μίκης Θεοδωράκης διοργανώνει μια συναυλία αφιέρωμα στον Τσιτσάνη στον Κόκκινο βράχο της Νίκαιας, το σημερινό Κατράκειο. Όπως έλεγε ο Μίκης:
"Την συναυλία για τον Τσιτσάνη στον Κόκκινο Βράχο την οργάνωσα εγώ, για να δώσω ακόμα ένα μάθημα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία θα πρέπει να συμπεριφέρεται στα όποια άξια τέκνα της. Και πρώτα απ' όλα να μάθει να τους τιμά όταν ακόμα βρίσκονται εν ζωή και όχι μετά θάνατον, όπως συμβαίνει ανέκαθεν με την -πολλές φορές- μυωπική και αχάριστη ελληνική κοινωνία. Όπως μου είπε και ο ίδιος ο Βασίλης Τσιτσάνης με τον οποίο είχαμε γίνει φίλοι, ποτέ δεν αισθάνθηκε τόσο βαθιά χαρά, μιας και η ανταπόκριση του κόσμου σε πλήθος και σε πάθος ήταν συγκλονιστική. Σε εκείνη την συναυλία διάλεξα να πως μαζί του το τραγούδι: "Κάποια μάνα αναστενάζει.." γιατί για το συγκεκριμένο τραγούδι υπάρχει μια μικρή προσωπική ιστορία. Στη Μακρόνησο μας μεταφέρανε από την Ικαρία στα 1948 στο Τέταρτο Τάγμα των πολιτικών κρατουμένων, στα βόρεια του νησιού. Από κει διάλεξαν τριακόσιους της ηλικίας μου (24 χρονών) στις 26 Μαρτίου του 1949 και μας πήγαν στην χαράδρα του Α΄ Τάγματος, όπου μας περίμεναν οι Αλφαμίτες βασανιστές μας. Μετά από λίγες μέρες, χτυπημένος και αναίσθητος μεταφέρθηκα στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στην Αθήνα, στο θάλαμο-φυλακή. Όταν συνήλθα και έφτασα στο σημείο να μπορώ να βαδίσω με πατερίτσες, θα ήταν μέσα Μαϊου, μάθαμε ότι πρόκειται να μας ξαναπάνε στο νησί μέσω του Κέντρου Διερχομένων στο Σταθμό Λαρίσης.
Μπόρεσα να ειδοποιήσω τη Μυρτώ για τη μέρα και την ώρα της μεταφοράς κι έτσι μπήκαμε στο ίδιο τραμ, απ' αυτά τα κίτρινα, εγώ πίσω με τους φρουρούς μου κι αυτή μπροστά. Έτσι βλεπόμαστε σε όλη τη διαδρομή. Κατεβήκαμε στην Ομόνοια και μετά πήραμε με τα πόδια το δεξί πεζοδρόμιο της Αγίου Κωνσταντίνου. Η Μυρτώ βάδιζε στο απέναντι πεζοδρόμιο κι έτσι εξακολουθήσαμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο. Ήταν απόγευμα και ο Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων μετέδιδε το «Κάποια μάνα αναστενάζει», που ακουγόταν από όλα τα καταστήματα και τα ταξί. Σε μια στιγμή οι φρουροί μου μας αντιλήφθηκαν και έσπευσαν να τη συλλάβουν. Έτσι την έχασα ξανά... Καταλαβαίνετε λοιπόν για ποιο λόγο το τραγούδι αυτό χαράχτηκε για πάντα μέσα μου...
Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα νύχτα ανησυχεί
το παιδί της περιμένει
που έχει χρόνια να το ’δει
Μεσα στην απελπισιά της
κάποιος την πληροφορεί
ότι ζει το παλληκάρι
και όπωσδήποτε θα ’ρθει
Με υπομονή προσμένει
και λαχτάρα στην καρδιά
ο λεβέντης να γυρίσει
απ’ τη μαύρη ξενιτιά
Κι εγώ μετά το άλλαζα στην εξορία, στην Ικαρία που γύρισα και το τραγούδαγα "απ' τη μαύρη Ικαριά.."
Στις πόλεις που έζησα μικρός αλλά και αργότερα, δεν θυμάμαι να άκουσα ρεμπέτικα ή λαϊκά τραγούδια. Και νομίζω ότι και γενικότερα δεν ήταν γνωστά. Όπως και τα ονόματα των λαϊκών συνθετών που αναφέρετε. Πάντως εγώ προσωπικά ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή μαζί τους στα 1947-48, όταν ήμουν εξόριστος στην Ικαρία. Λίγο πιο πριν, στα 1945, γνώρισα τον Μάνο Χατζιδάκι, που μου έπαιζε συχνά στο πιάνο 5-6 απ' αυτά, όμως τότε ήμουν χωμένος ως τα μπούνια στην Εθνική Αντίσταση και στη Συμφωνική Μουσική. Αργότερα στο Παρίσι (1954-60) τα άκουσα πιο προσεκτικά και πάλι λόγω της «Στέλλας» με μουσική Χατζιδάκι. Ειδικά το τραγούδι «Γαρούφαλλο στ' αυτί» μου αποκάλυψε τη φωνή του Μπιθικώτση. Και νομίζω ότι κάτω απ' αυτές τις νωπές τότε για μένα επιδράσεις έγραψα τον «Επιτάφιο» με την απόφαση να τον τραγουδήσει ο Γρηγόρης και να τον συνοδεύσει ο Χιώτης. Στη συνέχεια και όταν στα 1960 ήρθα για πρώτη φορά ελεύθερος στην Αθήνα, ανακάλυψα τον πλούτο της λαϊκής μας μουσικής και τότε έκανα τη δήλωση ότι αισθάνομαι μαθητής τους. Η δήλωσή μου ότι νοιώθω μαθητής του Μάρκου και του Τσιτσάνη ήταν ειλικρινής, γιατί για μένα τότε το λαϊκό τραγούδι ήταν καινούριος χώρος και από την άλλη πλευρά θέλησα να δώσω ένα μάθημα σεμνότητας και ήθους σε ένα χώρο που σφαδάζει από μικροπρέπειες και γελοίους εγωισμούς..."
Ο σπουδαίος φωτογράφος Τάκης Πανανίδης σε ένα βιβλίο του περιγράφει ένα περιστατικό με τον Θεοδωράκη και τον Τσιτσάνη. «Τον Βασίλη Τσιτσάνη τον γνώρισα αρχές του ’60, κάτω από περίεργες συνθήκες στο λογιστήριο της Columbia. Στεκόταν στη σειρά, πίσω από άλλους καλλιτέχνες, τον Κολοκοτρώνη, τον Δαλέζιο και την Γκρέι, που περίμεναν με τα κίτρινα χαρτάκια στο χέρι για να πληρωθούν για τις ηχογραφήσεις.Ήμουν με τον Μίκη και πηγαίναμε στον κύριο Τάκη Βήτα (γενικό διευθυντή της Columbia). Μόλις είδε ο Μίκης τον Τσιτσάνη τον ρώτησε τι περιμένει. Όταν του εξήγησε ότι περίμενε να να πληρωθεί, ο Θεοδωράκης έγινε έξαλλος και ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος: – Εσύ περιμένεις στην ουρά για να πληρωθείς; – Ε, για να μη στεναχωρεθεί ο κύριος Τάκης, λέει ο Τσιτσάνης. Ο Μίκης μπαίνει μέσα στο γραφείο του κ. Τάκη και μπροστά στους άλλους φωνάζει: – Είναι απαράδεκτο και ντροπή. Έχετε τον Τσιτσάνη στην ουρά για να πληρωθεί! Αντί να του στέλνετε τα χρήματα του στο σπίτι, σε φάκελο με ειδικό άνθρωπο! Ο κ. Τάκης του απαντάει: – Ηρέμησε Μίκη και μη μας χαλάς το σύστημα! Ο Μίκης βγήκε έξω, πήρε το χαρτί από τα χέρια του Τσιτσάνη, πήγε μπροστά στο ταμείο, εισέπραξε τα «φράγκα» και του είπε: – Πάμε να φύγουμε από εδώ! Κατεβήκαμε οι τρεις μας, στη Σταδίου και πήγαμε 50 μέτρα πιο πάνω στο ουζερί της «Σανταρόζα» και πλακωθήκαμε στα ούζα...."
Στην συναυλία αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη, το 1983, ο Μίκης Θεοδωράκης είπε τα εξής:
"Αγαπητέ Βασίλη Τσιτσάνη, φίλες και φίλοι, σήμερα ο λαός και πάλι σπάει την παράδοση και τιμάει έναν μεγάλο όσο είναι ακόμα ζωντανός. Ο Βασίλης Τσιτσάνης σφραγίζει με το έργο του την εποχή μας.
Ξέρουμε ότι έπρεπε να έρθει ο Σεφέρης και ο Ελύτης για να ανακαλυφθεί ο Θεόφιλος. Όμως, στην περίπτωση του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη, του Καλδάρα, του Χιώτη, του Μπιθικώτση, και προπαντός του Βασίλη Τσιτσάση, ο λαός μας δεν είχε ανάγκη από μεσάζοντες για να τους ανακαλύψει, γιατί απλούστατα ο λαός μας τους ζούσε εντατικά, κάθε στιγμή, τους είχε κλείσει στην καρδιά του, τους τραγουδούσε, τους αγαπούσε και τους είχε κάνει ένα κομμάτι σάρκα πάνω στην σάρκα της ζωής του.
Ο Τσιτσάνης είναι ένα παράθυρο στο φως για να μπούνε λίγες αχτίνες ήλιου να φωτίσουν και να ζεστάνουν την παγωμένη καρδιά μας. Πώς έγινε αυτό το θαύμα και αυτό το παιδί από τα Τρίκαλα που έφηβος ξενιτεύτηκε στη Θεσσαλονίκη να μετουσιώσει μέσα στη ψυχή και στο μυαλό του όλη την πεμπτουσία της μουσικής μας παράδοσης και να μας τη ξαναδώσει σε νέες, απλές και τέλειες μουσικές φόρμες. Πόσες δεκάδες χιλιάδες τραγούδια, ελαφρά, ελαφρολαϊκά, Τούρκικα, Ινδικά, καψούρικα και βλαχουδιστικά, κουλτουριάρικα και μιξολυρικά, πόσα και πόσα δεν γράφτηκαν μετά τη Συννεφιασμένη Κυριακή. Ποιος τα θυμάται; Ανάμεσα σε δυο βράχια, σε δυο πλατάνια – έτσι είναι, τι να γίνει Βασίλη - θα φυτρώσουν και χορταράκια, και μολώχες, και τσουκνίδες. Όλα είναι καλά και άγια στη φύση. Τα πλατάνια όμως παραμένουν πλατάνια.. Γι' αυτό κι εμείς, μια ολόκληρη γενιά, μουσικοί και ποιητές, σε αναγνωρίσαμε και σε αναγνωρίζουμε για δάσκαλό μας. Ακολουθήσαμε, με τις δικές μας δυνάμεις, τον δρόμο που εσύ και οι σύντροφοί σου πρώτοι χαράξατε, και σήμερα σε καλέσαμε σ’ αυτό τον κόκκινο βράχο για να σε τιμήσουμε με όλη μας την καρδιά για όσα μας έδωσες.
Βασίλη Τσιτσάνη, τραγουδιστή της Ρωμιοσύνης, υμνωδέ της ψυχής του λαού μας, εσύ που ομόρφυνες τους σκοτεινούς καιρούς με τα φτερουγίσματα της μεγάλης τέχνης σου, δέξου από όλους εμάς ένα μεγάλο, σεμνό και ολοζώντανο και δυνατό ευχαριστώ για όσα μας πρόσφερες..."
Πάμε και σήμερα να συναντήσουμε ανθρώπους που ταξίδεψαν με ένα μπουζούκι και έναν μπαγλαμά, έζησαν δύσκολα και μετά έγραψαν, μίλησαν και τραγούδησαν αυτή την δύσκολη ζωή. Κι έτσι γεννήθηκε το λαϊκό μας τραγούδι. Σε περιμένω και σήμερα μέχρι τις 10 στο Μέντα 88.
"Πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα κι από `κει στα κούτσουρα του Δαλαμάγκα, Μαριγώ θα σε τρελάνει, ν’ ακούσεις τον Τσιτσάνη να σου παίξει φίνο μπαγλαμά.." Καλημέρα!!
*Κάθε μέρα στις 7.00 στέλνουμε στην πόλη την καρτ ποστάλ της ημέρας με έναν στίχο-ευχή για το δρόμο. Σου αρέσει; Έλα να την μοιραστούμε.
ΠΑΜΕ ΤΣΑΡΚΑ
Μουσική - στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας
https://www.youtube.com/watch?v=F7bzkhGn5qE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου