Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

MIKΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ


MIKΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

Στην πανέμορφη ελληνική Σμύρνη πριν το 1922, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά αποτελούσε μια από Στις επισημότητες σκόλες της χρονιάς με ιδιομορφία δραστηριότητας και χαρακτηριστικών εκδηλώσεων. Ας ζήσουμε για λιγο στη Σμύρνη τις άγιες τούτες μέρες…

«…Από την παραμονή των Χριστουγέννων ανάστατη ολη η οικογένεια στο σμυρναϊκό σπιτι. Απο νωρίς το απογευμα αρχίζαν τα λουσίματα και η καθαριότητα, πρώτα των παιδιων. Θα μεταλαβαίνανε του «Χριστού τη μέρα» που ξημέρωνε, γι’ αυτό ήπρεπε να γινει «ειδική καθαριότητα». «Σώμα και ψυχή», οπως έλεγε η μητέρα/ σαν φέρνανε αντίρηση τα παιδιά. Λούσιμο, χτένισμα με το ψιλό χτένι/ κόψιμο σύριζα τα νύχια και σαπούνισμα γερό ουλο το κορμί για να μπουν τα παστρικά μοσκομυρισμένα ασπρόρουχα. Νηστεία κρατούσανε ολο το σαρανταήμερο, αλλα για τη μετάληψη έπρεπε να γινει «τρίμερο» με σκέτο νερόβραστο.

Αφου γινούτανε η γενική καθαριότητα στο σώμα, η μητέρα φώναζε ένα – ένα παιδί χωριστά και τόκλεινε στην κρεββατοκάμαρη. «Τώρα και τάλλα σου χρέη», έλεγε σοβαρή – σοβαρή, «τα χρέη της ψυχής, οπως τάπαμε»/ Αυτά ητανε: – Να πούνε το πιστεύω, τρεις φορές/ το πατερ ημων και να κάνουνε δέκα μετάννοιες μπροστά στα εικονίσματα. Οταν τελειώνανε κι αυτά τα χρέη/ ερχότανε η σειράγια τα χειροφιλήματα της συγχώρεσης. «Πρώτα τον παππουλη και τη νενέ/ και μη ξεχάσεις να κάνεις μετάνοια,/ αρμήνευε σιγανά η μητέρα. Παντα, τις γιορτινές μερες, απο τις παραμονές, ερχόντουσαν οι παππουληδες στα παντρεμένα τους παιδιά, για να περάσουν μαζί τους τα πατροπαράδοτα έθιμα. Οταν ερχόταν η ώρα να δώσουν την ευχή τους, για να πανε να μεταλάβουνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, άπλωναν με συγκίνηση το γέρικο χέρι τους να το φιλήσουν και έδιναν χιλιες ευκές με τρέμουλη απο τη συγκίνηση φωνη, για υγεία, προκοπή και προ παντων για γνώση.

Το ιδιο γινότανε κι αυτό απο τον πατέρα και τη μητέρα και οσους θειους και θειες βρισκόντουσαν κοντά. Ποτέ ομως δεν ξεχνούσανε τη νονά. Απο πολυ μικρά τα πήγαινε η μάνα τα παιδια στη νουνά, για να τα ευχηθεί τη μέρα που θα μεταλαβαίνανε. Σαν μεγαλώνανε πηγαίνανε προθυμα μόνα τους. Γιατι, η συγχώρευση της νουνάς, είχε μια ιδιαίτερη χαρά. Παντα μετά το χειροφίλημα και τις ευχές «να γίνουν καλοί Χριστιανοί», ήβαζε κάμποσα μεταλίκια στις τσέπες των βαφτισιμιών της, λέγοντας: «για να ανάψετε κερι αύριο που θα μεταλάβετε». Μετά τη μετάληψη η μητέρα είχε έτοιμο στο σπιτι, σ’ ένα ρακοποτηρο, μοσχάτο κρασί κι έδινε στα παιδια, να πιούνε μια γουλια/ «για να πάει η αγία κοινωνια κάτω»/ και συνάμα παρέγγελνε, οσο πειστικα μπορούσε: «Προσέξτε παιδια, να μη φτύστε καθόλου σήμερα/ να μη χτυπήστε και ματώστε/ και προ πάντων/ να μη πειτε ασκημο λογο/ προσέξτε! έχετεμεταλάβει μη το ξεχάστε!» Οι μέρες απο τα Χριστουγέννα ισαμε τον Αγιο Βασίλη ητανε σωστό αναστάτωμα, για μικρούς και μεγάλους στην αξέχαστη πατρίδα. Τα σκολειά κλειστά και τα σπιτια ολο ετοιμασίες.
Οι νοικοκυράδες μπαινοβγαίνανε φουριόζες κι ολο μουρμουρίζανε για τα παιδιά, που μπερδεύανε μέσα στα ποδάρια τους και δεν περνούσε μέρα που να μη τα καταχερίσουνε. Μα ανήμερα την Πρωτοχρονιά τα παντα ηταν εντάξει. Τα σπιτια «πετούσαν» απο πάστρα και μοσκοβολουσαν κανέλλα και καριοφύλλι, περιμένοντας τον καινούργιο χρόνο. Ούλα τα πατροπαράδοτα αντέτια, ήπρεπε να γινουν οπως τα βρήκανε απο τσι γονιοί τους. Πρωί – πρωί ξεκινούσε ολη η οικογένεια, με τα κατάκαλά τους, να πανε στην εκκλησία. Ο νοικοκύρης κρατούσε στην τζέπη του το ροδι, που θα σπούσε στην πορτα του σπιτιού σαν θα γυρνούσαν. Για το καλό του χρόνου και για πολλά μπερικέτια, όπως λεγανε. Μετά απ’ αυτό ήπρεπε να μπει με το δεξί στο σπιτικό και να ευχηθεί σ’ ολη τη φαμίλια του «καλη χρονιά», φιλωντας έναν – εναν σταυρωτά. Σαν τέλειωναν οι ευχές, ολη η φαμίλια καθότανε με τάξη γύρω στο αηβασιλιάτικο τραπέζι. Η μητέρα έφερνε αμεσως το θυμιατό, και θυμιαζε με μοσκολιβανο, πρώτα την πίττα και μετά έναν – έναν κάνοντας το σημείο του σταυρού. Ο πατέρας ήκοβε την βασιλιόπιττα με την ιδια κάθε χρόνο σειρά:

Το πρώτο κομμάτι του Χριστού,/ της Παρθένου/ και μετά κατά ηλικία, αρχίζοντας απο τους παπουλήδες. Το νόμισμα ήτανε παντα μεταλλίκι χρυσό και σ’ εκείνον που θάπεφτε θάφερνε μεγάλο γουρι. Πολλες φορές τύχαινε, την ώρα που κόβανε την πιττα, να έρθουν τα παιδια του μαχαλά να τα πούνε. Το σήμαντρο χτυπούσε με τέχνη και το ντουμπελέκι κρατούσε το ισιο.Οι παιδικές φωνές συμπληρωναν τη χαρούμενη ατμόσφαιρα του σπιτιού και τα λόγια τους έφερναν στον καθένα ένα καλό μήνυμα:

Αρχή μηνια κι αρχή χρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνο τραγουδούσαν τα παιδόπουλα, μα τόνιζαν ιδιαίτερα τις ευχές για τον νοικοκύρη του σπιτιού: χρόνια πολλά να ζήσει, ποντάροντας σ’ ένα καλύτερο μπαξίσι. Δεν πρόφταινε καλά – καλά να τελειώσει το κόψιμο της πιττας/ και το μοίρασμα των μπουναμάδων/ κι αρχίζανε να καταφτάνουν τα πρώτα βίζιτα./ Παλιό αντένι κι αυτό. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, συγγενείς και φίλοι/ μονο άντρες/ ανταλάανε βίζιτα για να ευχηθούν «τα έτη πολλά».Ακόμη και άγνωστοι μπαίνανε απο μέσα, για να πουνε τις ευχές τους. Οι πόρτες του σμυρναίικου σπιτιού, ούλη μέρα της Πρωτοχρονιάς εμεναν ανοιχτές, για ολο τον κόσμο. Μονοι οι γιατροί,/ σαν γιατροί/ πηγαίνανε/ τη χρονιάρα μέρα/ στα σπιτια. Και ανάγκη να ήτανε αποφεύγανε να τους καλέσουνε. Ολοι οι επισκέπτες ήπρεπε να σερβιριστούν απο το μεγάλο τραπέζι της σάλας, που ηταν ανοιγμένο περα για πέρα. Στρωμενο με το άσπρο λινό τραπεζομάντηλο, απο τα προυκιά της νοικοκυράς, με κεντημένα στη μέση τα ψημια της. Ολα τα καλά του Θεού βρισκόντουσαν, για το καλό της χρονιας, απανω σε εκείνο το τραπεζι. Βαλμένα με τάξη στα καλά σερβίτσια, που φύλαγαν για τις χρονιάρες μέρες.
Μεσ’ τη μεση η μεγάλη φρουτιέρα με το «Χριστό». Ετσι λέγανε τη μέρα εκεινη τα λογιών – λογιών ξερά φρούτα. Σωστό φρουτατζίδικο ητανε ο λεγόμενος «Χριστός». Τίποτα δεν έλειπε. Και τι δεν είχε σε κεινη την πελώρια κρυστάλινη φρουτιέρα. Ο,τι ήθελες και τραβούσε η όρεξή σου. Δαμάσκηνα, φουντούκια, τζίτζιφα, κουκουνάρια, σουλτανιές σταφίδες, μύγδαλα, καρύδια, ως και κουντουρούδια. Μα ποτέ δεν ήλιπε το μανα τ’ ουρανού. Ούλα αυτά στολισμένα με πρασινάδες και ου, δείχνανε πραγματικά την ευλογία του Χριστού. Ασε πια εκεινα που είχανε φτιάξει τα άξια χέρια της νοικοκυράς. Μια στοιβα σεκέρ λουκούμια/ πασπαλισμένα με άχνη/ μοιάζανε με χιονισμένο βουνό. Δίπλα τα φοινίκια ποτισμένα στο μέλι. Βασιλοπιττάκια λογιών λογιών. Αστρουλάκια καρδίτσες, αετουδάκια, ολα με το καρεφυλάκι στη μέση που μοσκομυρίζανε και θρούσανε μολις τάβαζες στο στόμα. Μα στην πρώτη γραμμή, απ’ ολα τα κατασκευάσματα ερχούντανε η Βασιλόπιττα. Κάθε Σμυρνιά νοικοκυρά, ήβαζε ουλα τση τα δυνατά να στολίσει καλύτερα απο τσ’ άλλης την πιττα του σπιτικού της. Στη μέση ήπρεπε να μπει / απαραίτητα/ ο δικέφαλος αετός και γύρω – γύρω μικρότερα αετουδάκια και λογιών – λογιών πλουμιά. Αστρα, πουλουδάκια και ο,τι άλλο κατέβαζε το γούστο της για να γίνει πιο όμορφη.

Αυτά ητανε αντέτια που τα κρατούσανε, ανάλογα, ολα τα σπιτικά της Σμύρνης, πλούσια και φτωχά. Οι νοικοκυρές δεχόντουσαν τα βίζιτα στολισμένες με ούλα τα καλά τους/ για να τιμήσουν τους αντρες τους/ και να φανεί η αγάπη που τους εχουν. Μεγάλη τιμή για τη νοικοκυρά ηταν/ τα βίζιτα να πάρουν απ’ ούλα τα καλούδια που είχε φτιαξει και να τα παινέψουν. Το σμυρναιϊκο σπιτι ηταν φιλόξενο και οι Σμυρνιές τόχανε καμάρι να ρετσιβάρουν τους μουσαφιραίους. Τα φαγιά τους ητανε μιλημένα. Ο χριστουγεννιάτικος διανος ηθελε ολόκληρη επιστήμη για να γινει οπως πρέπει. Παραγεμισμενος με καβουρντισμένο κυγμά με ψιλό – ψιλό κρεμμυδάκι, και ξεροψημένα κάστανα στη χόβολη του μαγκαλιού. Μπόλκο μαύρο πιπερι και κουκουναράκια. Ροδοκοκκινισμένος και γαρνιρισμένος με ολόκληρες πατετούλες, άνοιγε σ’ ολους την όρεξη. Ολα τα φαγια που ψήνανε οι Σμυρνιές νοικοκυράδες ητανε σωστός πειρασμός. Οποιος έτυχε να φάει το στιφάδο τους, ποτέ δεν το ξεχνά. Με μπολικα ολόκληρα κρεμμυδάκια και ολων των λογιών τα μπαχαρικά μέσα. Το κρέας, όμως, ήπρεπε νάναι γουρουνίσιο ή αγριογούρουνο, άμα ητανε η εποχή του. Αμ οι γιαπρακιένιες ντολμάδες με κιμα ή γιαλαντσί, τι σου λενε! ‘Η το ατζέμ πιλάφι πούμενε κουκι – κουκί, ακομη και την άλλη μέρα. Ασε πια τα σουτζουκάκια! με το σκορδάκι και το μπολικο κίμινο, που μύριζαν δυο μαχαλάδες πέρα.  Στα γλυκίσματα και τα ρετσέλια πια, δεν τις έφτανε κανείς. Σαν έτρωγες απ’ αυτά, ηταν να γλύφεις και τα δάχτυλά σου, που λέει ο λόγος…

Οι γυναίκες στη Σμύρνη, δεχοντουσαν μόνο ανήμερα της Πρωτοχρονιάς και κανανε τα βίζιτά τους  (τις επισκέψεις τους) την άλλη μέρα ή την παραπανω. Σκέτο «γυναικείο» οταν το λέγανε. Στα βιζιτα αυτά πια, γινούτανε και το «μορστράρισμα» των μποναμάδων. Ο,τι ήθελε να τους δωρήσουν την Πρωτοχρονιά, ήπρεπε να το φορέσουν στο βιζιτο εκεινο. Προ πάντων οι παντρεμένες και αρραβωνιασμένες. Ο,τι χρυσαφικό παίρνανε απο τσι άντρες τους και αρραβωνιαστικούς, για  καμάρι το βάζανε κι ας είχαν άλλα τόσα. Κι ήβλεπες μάτια μου χρυσαφικά/ σαν να βρισκόσουνα στα κουγιουμτζίδικα του καπαλι τσαρσιού. Κορδόνια, μακριά και κοντά και Κωσταντινάτα. Μαλαματένια βραχιόλια, λογιών – λογιών. Στριφτα, μάπες ή βέργες. Σκουλαρίκια καφασωτά που λαμποκοπουσανε. Δαχτυλίδια μονόπετρα με διαμάντια σα ρεβύθι. Στα καρέ τους φιγουράρανε ρέστες – ρέστες τα μαργαριτάρια. Πολλές φορές ανακατωμένες με αληθινά κοράλια. Καταστόλιστες ξεκινούσαν για τα βίζιτα οι Σμυρνιές της καλής τάξης οπως τις λεγανε, με τα πιο καλά τους λούσα και στολιδια. Μπουάδες, μανσόν και παπούτσι λουστρίνι καϊκάκι να τρίζει. Απαραίτητο ομως ηταν το καπελλο με φτερό. Κορδωμένες στα αστραφτερά «λαντώ», κάνανε πιο πρωτοχρονιατικο αντέτι στα συγγενικά και φιλικά σπιτια…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οκτωβρης... Νοεμβρίος... 🍂🍂🍂🍂🍂

 Πρέπει να φύγω!!!  Αναστέναξε ο Οκτώβρης και χιλιάδες φύλλα έπεφταν από τη θλίψη... Ήρθε η ώρα!! Ψιθύρισε ο Νοέμβριος.. Σε παρακαλώ δώσε μο...