Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

"Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές, τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι σου μάθαινε το αύριο και το χθες.."


Καλημέρα! Σήμερα η καρτ ποστάλ θα ψάξει και θα βρει τα μαλαματένια λόγια των ποιητών. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Ο Δημήτρης Υφαντής και η Λιζέττα Καλημέρη τραγουδούν: "Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές, τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι σου μάθαινε το αύριο και το χθες.."
Μας ακούτε εδώ: http://www.menta88.gr/player/
Σήμερα η ευχετήρια κάρτα μας θα ταξιδέψει με έναν Έλληνα ποιητή που γεννήθηκε τέτοιες μέρες του 1896. Όπως έλεγε "Όλη τη ζωή μας ζούμε και πηγαίνουμε εδώ κι εκεί γυρεύοντας μια ομοιοκαταληξία... Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας.." Γεννήθηκε στην Τρίπολη αλλά λόγω της εργασίας τού πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έζησαν στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, το Αργοστόλι, την Αθήνα αλλά και τα Χανιά.
Ο Κώστας Καρυωτάκης μέσα από τις εμπειρίες του από τα ταξίδια περιγράφει κάπως έτσι τη θάλασσα:
"H θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη τού ιδανικού. Και τ᾿ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό. Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμα της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα απὸ μία κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, σκεπτόμουν το ρυθμό τού φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, ταξίδευα με τα καράβια πού περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μου άγγιζαν τα μαλλιά. Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινὴ βοή της. Αλλὰ η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της πού δεσμεύει και παρηγορεί... Στον άνεμο ανοίγει ένα παράθυρο, κ᾿ έρχεται μπροστά μας. Όλα ξεχνιούνται. Είναι εκεί, άσπιλη, απέραντη, αιώνια. ... Η ψυχὴ τού ανθρώπου λούζεται στην αγνότητα της θαλάσσης. Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και ο πόνος μας την έκφρασή του..."
Κι έπειτα θα μας μιλήσει για την ζωή και τα ταξίδια ενός ονειροπόλου:
"Κάποτε, σ’ ένα μακρινό ταξίδι του, το βαπόρι πέρασε από το λιμάνι μιας επαρχιακής πόλεως όπου είχε ζήσει μικρός. Εβγήκε έξω, θέλοντας να θυμηθεί την παιδική του ζωή. Ήταν Κυριακή. Στην πλατεία η μπάντα έπαιζε κάποια ιταλική όπερα. Ο κόσμος έκανε βόλτες ή καθόταν στο καφενείο. Τα παιδιά, όσα δεν έτρεχαν, παρακολουθούσαν τις κινήσεις του αρχιμουσικού.
Μια μακαριότης επλανάτο πάνω σ’ όλα. Είδε το πατρικό του σπίτι. Τον κήπο. Την ταράτσα, που ανέβαινε για να απλώσει τους αετούς, ή για να κηρύξει πετροπόλεμο, δένοντας βιαστικά βιαστικά χάρτινες σημαιούλες.
Τίποτε δεν άλλαξε. Όλα ήταν τα ίδια. Μόνο που είχαν μικρύνει. Είχαν απελπιστικά μικρύνει. Είχαν χάσει το ένα τρίτο του όγκου τους. Αλλά αυτό έγινε συμμετρικά. Οι μουσικοί, και ο αρχιμουσικός ακόμα, που ενόμιζε ότι κρατούσε με τη μπαγκέτα του το Χρόνο, δεν είχαν τίποτε αντιληφθεί. Ο Χρόνος όμως εδούλευε ελεύθερα ανάμεσα τους, τρώγοντας κάθε στιγμή κάτι από τη φτωχή τους ύπαρξη. Έμεινε εκεί αρκετή ώρα, αφηρημένος, σα να περίμενε τους μικρούς του φίλους. Για να συνέλθει χρειάστηκε ένα σφύριγμα. Το καράβι έφευγε..
Φεύγοντας σκέφτηκε να βρει τον τρόπο να φυλακίσει τον χρόνο. Εμελέτησε. Επούλησε κάποιο σπίτι που είχε, και αγόρασε χημικά όργανα. Κλεισμένος ολημέρα σ’ ένα υπόγειο, έκανε σειρές πειραμάτων, αρχίζοντας από τα πιο απλά και τολμώντας τα αδύνατα. Ανέλυε τις ουσίες, ήλεγχε τους τύπους που παραδέχτηκε η επιστήμη. Προσπαθούσε να βρει ένα λάθος στα δεδομένα της, κι από το λάθος αυτό να βγάλει το νέο στοιχείο. Μέσα στο υδρογόνο ή το οξυγόνο, μπορούσε να υπάρχει, σε μικρή βέβαια αναλογία, ο Χρόνος. Δεν αποθαρρυνόταν. Γεμάτος χαρά επανελάμβανε το πείραμα που απέτυχε.
Παρακολουθούσε τη ζωή από την εφημερίδα. Χαμογελούσε πονηρά στη σκέψη ότι κανένας δεν τον παρακολουθεί τον ίδιο. Όλοι, σκυμμένοι στις δουλίτσες τους, συλλογιζόταν μόνο πώς να τα βολέψουν. Όταν όμως θα τελειοποιούσε την εφεύρεσή του και θα περιόριζε το Χρόνο μέσα σ’ ένα γυαλί του εργαστηρίου του, να ιδούμε τους μεγαλόσχημους κυρίους που γέμισαν τον κόσμο με σαπουνόφουσκες. Να ιδούμε τι θα γίνουν οι τόκοι και τα επιτόκια τού απέναντι τοκογλύφου. Να ιδούμε με ποια ημερομηνία θα βγάζουν τις εφημερίδες τους....
Έτσι περνούνε οι ώρες, έτσι περνούνε οι μέρες κάθε ευτυχισμένου ονειροπόλου. Μένει ολομόναχος, ακίνητος μέσα στους τέσσερις τοίχους, σαν παλιά λιθογραφία στην κορνίζα της. Έχει το συναίσθημα ότι επραγματοποίησε το μεγάλο σκοπό της ζωής του. Τίποτε δεν αλλάζει από όσα τον περιστοιχίζουν..."
Ο Κώστας Καρυωτάκης μια εποχή είχε ερωτευθεί την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Όμως δεν κατάφεραν να βρουν την ευτυχία μέσα από τον έρωτά τους. Βρήκαν και οι δύο τραγικό θάνατο σε νεαρή ηλικία. Γνωρίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1921 στη Νομαρχία Αθηνών, όπου εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι. Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένα έντονο ερωτικό συναίσθημα.... Αργότερα οι δρόμοι τους χώρισαν. Όμως αντάλλαξαν επιστολές και καρτ ποστάλ. Πάμε να διαβάσουμε:
Επιστολή της Πολυδούρη, από την Καλαμάτα, στον Καρυωτάκη:

Σάββατο βράδυ

Τάκη αγαπημένε μου! Πόσο μου φαίνεται χρόνος κάθε ώρα που περνώ μακριά σου! Επίστευα, πριν φύγω, πως δε θα σε θυμόμουν έτσι πολύ και με τόσο πόνο·
υπέθετα πως θα έβρισκα λίγα πράγματα,στον τόπο που κλείνει τη μισή μου ζωή, που θα μπορούσαν να μ'απασχολήσουν οπωσδήποτε ευχάριστα. Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον για μένα που δεν είναι από σένα, που δεν μιλεί για σένα, Τάκη. Ετοιμαζόμουν για να βγω έξω, στον καθρέφτη δε βλέπω το δικό μου, βλέπω το δικό σου πρόσωπο·
κατεβαίνω τη σκάλα, στέκω, μου φαίνεται πως σε βλέπω να ανεβαίνεις·
στο δρόμο συναντώ έναν γνωστό μου, με σταματά και μου μιλεί, γελώ, και σε μια στιγμή που τον κοιτάζω φεύγει το κεφάλι του, και το δικό σου πηγαίνει στη θέση του... Γελάς;
Τα ψηλά δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, μόλις φθάνουν να χωρέσουν την εικόνα σου·
όταν τρώω, βρίσκω ευκαιρία να καταπιώ και λίγα δάκρυά μου. Τάκη, με θυμάσαι καμιά φορά; Πες μου, πονείς λίγο στη σκέψη ότι η αγάπη μου σε σένα είναι μεγάλη σαν ένας μεγάλος πόνος; Γιατί όχι; Πώς μπορεί; Η ψυχή η δική σου,που είναι όμοια πονεμένη με τη δική μου, πώς δε θα μ'ένιωθε; δε θα συμπονούσε;
Το βραδάκι σήμερα είναι γλυκό, μελαγχολικό και η πνοή του απαλή σαν χάδι καλοσύνης... Πού είσαι;

Μαρίκα(28-5-22)

Επιστολή του Κ. προς την Πολυδούρη, γραμμένη πίσω από δύο δελτάρια που εικονίζουν ορεινά τοπία της Ιταλίας, συνοδευμένα από έντυπες λεζάντες ιταλικών στίχων:

Μαρίκα μου,

Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετέδωσε όλη τη λύπη σου. Γιατί να υποφέρεις έτσι; Πρέπει να υπομείνεις αυτό το χωρισμό, αφού δε θα διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάζεις. Βγαίνε όσο μπορείς συχνότερα έξω. Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι την ωραία πατρίδα σου.
Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ'αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ'αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν'αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;
Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα! Ένα "Τάκη" ή ένα "πού είσαι;", καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν ως την καρδιά μου.
Ήθελα πράγματι να ήμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο, όπως ήθελα να' μαστε στο χωριό αυτό των Άλπεων, καλύτερα όμως -το ομολογώ- άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί, πιο ελεύθεροι από τώρα. Τότε τουλάχιστο θα είχαμε την όμορφη αυτή γλώσσα να λέμε την αγάπη μας.

Με χίλια φιλιά
Κ.(1-6-22)

Τον Ιούλιο του 1928, η Πολυδούρη πληροφορήθηκε ένα τραγικό γεγονός. Ο αγαπημένος της Κώστας Καρυωτάκης είχε αυτοκτονήσει. Ο ποιητής είχε μετατεθεί στην Πρέβεζα, αλλά δεν είχε καταφέρει να βρει τη γαλήνη. Αυτοκτόνησε με πιστόλι σε μια παραλία του Αμβρακικού, αφήνοντας μόνο ένα σημείωμα....
Η ίδια διαγνώστηκε με φυματίωση και επισκέφθηκε το τότε σανατόριο Σωτηρία.... Όταν η Πολυδούρη έμαθε πως ο αγαπημένος της αυτοκτόνησε, κλονίσθηκε και η ήδη άσχημη κατάσταση της υγείας της, επιδεινώθηκε. Έφυγε και η ίδια λίγο καιρό μετά..
Όπως έλεγε και ο Όσκαρ Ουάιλντ: "Aρκεί ένα λεπτό για να ερωτευθείς, μια ώρα για να συμπαθήσεις και μια μέρα για ν΄αγαπήσεις. Όμως μια ολόκληρη ζωή δεν αρκεί για να ξεχάσεις..." Κι όπως έλεγε και ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος: "Τα σώματά μας θα χαθούν θα σβήσουν, από μας θα μείνει μέχρι της συντελείας των αιώνων αυτό το “σε αγαπώ” που σου ψιθύρισα στις ώρες τις πιο κρυφές..."
Πάμε και σήμερα να συναντήσουμε ανθρώπους που έψαχναν σε όλη τους τη ζωή μια ομοιοκαταληξία.. Κάθε φορά που την έβρισκαν την έγραφαν, μιλούσαν γι' αυτήν και την τραγουδούσαν.. Όπως έλεγε και ο Κώστας Καρυωτάκης: "Μας διώχνουνε τα πράγματα, μα η ποίησις είναι το καταφύγιο μας.." Σε περιμένω και σήμερα μέχρι τις 10 στο Μέντα 88.
"Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά, μαλαματένια λόγια στο χορτάρι ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά.." Καλημέρα!

 *Κάθε μέρα στις 7.00 στέλνουμε στην πόλη την καρτ ποστάλ της ημέρας με έναν στίχο-ευχή για το δρόμο. Σου αρέσει; Έλα να την μοιραστούμε.

ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΑ ΛΟΓΙΑ
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Δημήτρης Υφαντής, Λιζέττα Καλημέρη

https://www.youtube.com/watch?v=_z40m4mW2Lg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μη θεωρούμε τίποτα δεδομένο...

 "Ας μην θεωρούμε ποτέ τίποτα δεδομένο... Τα μικρά, απλά πράγματα που συναντάμε καθημερινά, μπορεί να έχουν τον αέρα του τίποτα, αλλά π...