«Μια αναβάθρα από δυσκολίες». Τα μικρά κείμενα είναι αποσπάσματα από έργα συγγραφέων που έζησαν από κοντά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και περιγράφουν τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν:
Για τα βουνά:
Παντού γύρω βουνά, κορφές, η μια πιο ψηλή από την άλλη, κι από κάτω παντού χαράδρες, βαθιές, σκοτεινές, βουβές – σαν έτοιμες να σε καταπιούν.
Για το κρύο:
Το κρύο ήταν φοβερό, αφάνταστο. Από το κρύο αυτές τις ώρες σου πονούσε κυριολεκτικά η ψυχή και σου ΄ρχοταν σαν μωρό να μπήξεις τα κλάματα, έτσι, χωρίς να ξέρεις κι εσύ τι ζητάς και τι θα βγάλεις μ΄ αυτό…
Για τη λάσπη:
Δεν είχα δει, ούτε νομίζω πως θα δω ξανά τέτοια λάσπη στη ζωή μου. Πάταγες στην αρχή ανύποπτος απάνω της και βυθιζόσουν, βυθιζόσουν, βούλιαζες ως τους αστραγάλους, ως τη μέση του ποδιού σου, ως το γόνατο… Ο πιο κοντινός σου τότε σε βοηθούσε. Κι η ίδια κατάσταση άρχιζε πάλι και πάλι σε κάθε δέκα βήματα.
Για τις ατέλειωτες πορείες:
Περπατούσα σαν αυτόματο· φαίνεται πως είχα πια ξεπεράσει εκείνο το ακρότατο όριο από ενσυνείδητη κούραση, που ακολουθείται από μια παράξενη, απρόσμενη αναισθησία, όπου, έτσι, κάπως χωρίζεις από το κορμί σου, που το βλέπεις απλώς να περπατάει, να περπατάει σαν μηχανή. Το μόνο βαθύτερο ένστικτο που σε κυριεύει είναι να μη μείνεις πίσω, να μη μείνεις πάση θυσία μακριά απ΄ τους άλλους, έρημος στην ερημία.
Για την πείνα...
Το χωριό είχε γεμίσει ψοφίμια, όπου κι αν πήγαινες, έβλεπες κι ένα μουλάρι πεσμένο, που τα ΄χε τινάξει απ΄ την πείνα ή ήταν ετοιμοθάνατο… Τη νύχτα, όσα στέκονταν ακόμα στα πόδια τους, μαζεύονταν σαν να ΄θελαν να προστατευθούν, όλα μαζί, στη μέση στο πλάτωμα και χλιμίντριζαν, ζητώντας βοήθεια. Αυτή η κραυγή, μέσα στην απέραντη ασπρίλα, κάτω απ΄ τον κόκκινο χάλκινο ουρανό, ήταν φοβερή:νόμιζες πως φώναζε ο ίδιος ο Λιμός…
Για τη γάγγραινα..
Κάπου, σε κάποια στροφή… άκουσα φωνές, αντιλήφθηκα ζωηρή κίνηση. Κουβαλούσαν βιαστικά κρυοπαγημένους φαντάρους από άλλο σημείο, που είχε βομβαρδιστεί. Ξαπλωμένοι πάνω στο χιόνι, με πόδια πρησμένα, κατάμαυρα, για τα οποία δεν μπορούσαν να διατηρούν καμιά ελπίδα, παρουσίαζαν ένα θέαμα απερίγραπτης τραγικότητας. Μόλις μ΄ αντίκρισαν, τα μάτια τους έλαμψαν. Δεν ήταν για να μου ζητήσουν μια οποιαδήποτε βοήθεια. Λίγο ψωμί, μια μπουκιά ψωμί έφθανε να τους αναφτερώσει, να τους ξανακάμει ανθρώπους. Είχαν πέντε μέρες χωρίς να βάλουν τίποτε στο στόμα.
Για τα βουνά:
Παντού γύρω βουνά, κορφές, η μια πιο ψηλή από την άλλη, κι από κάτω παντού χαράδρες, βαθιές, σκοτεινές, βουβές – σαν έτοιμες να σε καταπιούν.
Για το κρύο:
Το κρύο ήταν φοβερό, αφάνταστο. Από το κρύο αυτές τις ώρες σου πονούσε κυριολεκτικά η ψυχή και σου ΄ρχοταν σαν μωρό να μπήξεις τα κλάματα, έτσι, χωρίς να ξέρεις κι εσύ τι ζητάς και τι θα βγάλεις μ΄ αυτό…
Για τη λάσπη:
Δεν είχα δει, ούτε νομίζω πως θα δω ξανά τέτοια λάσπη στη ζωή μου. Πάταγες στην αρχή ανύποπτος απάνω της και βυθιζόσουν, βυθιζόσουν, βούλιαζες ως τους αστραγάλους, ως τη μέση του ποδιού σου, ως το γόνατο… Ο πιο κοντινός σου τότε σε βοηθούσε. Κι η ίδια κατάσταση άρχιζε πάλι και πάλι σε κάθε δέκα βήματα.
Για τις ατέλειωτες πορείες:
Περπατούσα σαν αυτόματο· φαίνεται πως είχα πια ξεπεράσει εκείνο το ακρότατο όριο από ενσυνείδητη κούραση, που ακολουθείται από μια παράξενη, απρόσμενη αναισθησία, όπου, έτσι, κάπως χωρίζεις από το κορμί σου, που το βλέπεις απλώς να περπατάει, να περπατάει σαν μηχανή. Το μόνο βαθύτερο ένστικτο που σε κυριεύει είναι να μη μείνεις πίσω, να μη μείνεις πάση θυσία μακριά απ΄ τους άλλους, έρημος στην ερημία.
Για την πείνα...
Το χωριό είχε γεμίσει ψοφίμια, όπου κι αν πήγαινες, έβλεπες κι ένα μουλάρι πεσμένο, που τα ΄χε τινάξει απ΄ την πείνα ή ήταν ετοιμοθάνατο… Τη νύχτα, όσα στέκονταν ακόμα στα πόδια τους, μαζεύονταν σαν να ΄θελαν να προστατευθούν, όλα μαζί, στη μέση στο πλάτωμα και χλιμίντριζαν, ζητώντας βοήθεια. Αυτή η κραυγή, μέσα στην απέραντη ασπρίλα, κάτω απ΄ τον κόκκινο χάλκινο ουρανό, ήταν φοβερή:νόμιζες πως φώναζε ο ίδιος ο Λιμός…
Για τη γάγγραινα..
Κάπου, σε κάποια στροφή… άκουσα φωνές, αντιλήφθηκα ζωηρή κίνηση. Κουβαλούσαν βιαστικά κρυοπαγημένους φαντάρους από άλλο σημείο, που είχε βομβαρδιστεί. Ξαπλωμένοι πάνω στο χιόνι, με πόδια πρησμένα, κατάμαυρα, για τα οποία δεν μπορούσαν να διατηρούν καμιά ελπίδα, παρουσίαζαν ένα θέαμα απερίγραπτης τραγικότητας. Μόλις μ΄ αντίκρισαν, τα μάτια τους έλαμψαν. Δεν ήταν για να μου ζητήσουν μια οποιαδήποτε βοήθεια. Λίγο ψωμί, μια μπουκιά ψωμί έφθανε να τους αναφτερώσει, να τους ξανακάμει ανθρώπους. Είχαν πέντε μέρες χωρίς να βάλουν τίποτε στο στόμα.
Πηγή: από ομάδα στο facebook StarClassic Radio
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου